Σκηνοθεσία: Pedro Almodóvar
Μια δραματική και βαθιά ανθρώπινη ταινία (αγγλόφωνη, αντίθετα προς όλες τις ισπανόφωνες προηγούμενες) μάς πρόσφερε (το 2024) ο σπουδαίος Ισπανός σκηνοθέτης Pedro Almodóvar. Οι ταινίες του πάντα έχουν κάθε φορά να αφηγηθούν με μοναδικό ύφος ιστορίες καθημερινών ανθρώπων και είναι ιδιαίτερες, ανατρεπτικές ως προς τον τρόπο που αντιμετωπίζει τα ανθρώπινα προβλήματα. Στην τελευταία ταινία του «Το διπλανό δωμάτιο» τον απασχολεί ένα δύσκολο για όλους μας ζήτημα, αυτό του δικαιώματος της ευθανασίας, όταν κάποιος προβλέπει μαρτυρική και βασανιστική τη ζωή του μέχρι το τέλος λόγω ανίατης θανατηφόρου ασθένειας.
Δεν θα δούμε εδώ εξεζητημένους και αντισυμβατικούς χαρακτήρες, όπως σε αρκετές προηγούμενες ταινίες του σκηνοθέτη. Δύο φίλες, η Ίνγκριντ (Julianne Moore), διάσημη συγγραφέας και η Μάρθα (Tilda Swinton), πολεμική ανταποκρίτρια, έχουν πολλά χρόνια να βρεθούν. Η είδηση ότι η Μάρθα πάσχει από καρκίνο και βρίσκεται στο τελικό στάδιο θα παρακινήσει την Ίνγκριντ να την επισκεφτεί και να της συμπαρασταθεί στις τελευταίες της στιγμές, αφού η κόρη της Μάρθας είναι ψυχικά αποστασιοποιημένη από τη μητέρα της και αδιάφορη γι’ αυτή. Η αιτία της ψυχολογίας της κόρης είναι η έλλειψη του πατέρα, που ποτέ δεν γνώρισε, αφού εκείνος ένα ψυχικό ερείπιο του πολέμου στο Βιετνάμ δεν ανέλαβε τις ευθύνες του απέναντι στη Μάρθα, ενώ για να λυτρωθεί από τους εφιάλτες του και πιστεύοντας ότι πρέπει να προσφέρει σε ανθρώπους «που φλερτάρουν με το θάνατο» κάποια στιγμή αυτοθυσιάστηκε. Αυτά τα πληροφορήθηκε η κόρη στην αρχή της εφηβείας της και η δουλειά της πολεμικής ανταποκρίτριας της μητέρας, που την απομάκρυνε για μεγάλα διαστήματα, έφερναν μεγαλύτερη αποξένωση για τις δυο τους!… «Αντρική υπόθεση ο πόλεμος», ομολογεί η Μάρθα, «πρέπει να γίνεις ένας από αυτούς. Κι αυτό δεν ήταν πρόβλημα για μένα, σαν άντρας ζούσα πάντα. Βασικά αυτό που έλειπε πάντα στη Μισέλ ήταν μια μητρική φιγούρα στη ζωή της».
Αντιμετώπισε πολλές φορές το θάνατο η Μάρθα στις αποστολές στα πεδία τα πολεμικά ως ανταποκρίτρια, αλλά τον επικείμενο δικό της θάνατο δεν αισθάνεται πως μπορεί να τον αντέξει χωρίς συμπαράσταση, που από την κόρη της δεν μπορεί να έχει. Έτσι ζητά από τη φίλη της να είναι μαζί της τις τελευταίες ώρες, αποφασίζοντας την εθελούσια έξοδο από τη ζωή με αξιοπρέπεια, πριν την προλάβουν οι βέβαιοι φρικτοί σπασμοί και πόνοι, έχοντας αγοράσει χάπι ευθανασίας από το σκοτεινό διαδίκτυο.
Βαρύ το έργο συμπαράστασης, αλλά με βαριά καρδιά η Ίνγκριντ θα αποδεχτεί. Όλα θα γίνουν κατά το σχεδιασμό της ασθενούς σε απομακρυσμένη περιοχή σε άνετη κατοικία που για το σκοπό αυτό νοικιάστηκε και μέσα σε υπέροχο φυσικό περιβάλλον και με άκρα μυστικότητα, αφού παράνομη ήταν η αγορά του χαπιού, όπως και η πράξη ευθανασίας. Θα είναι σαν όμορφες διακοπές στην εξοχή!…
Υπαρξιακά ζητήματα θίγονται σε συζήτηση των δύο φιλενάδων, καθώς και, πιο πολύ, της Ίνγκριντ με τον φίλο (John Turturro) και εραστή τους, της Μάρθας παλιότερα και της ίδιας διαδοχικά, ζητήματα όπως η μείωση των ενδιαφερόντων προϊούσης της ηλικίας, αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα του αγώνα για τη διάσωση της φύσης και το μέλλον του πλανήτη, για τη λειτουργία της τέχνης σε σχέση με τη βελτίωση των όρων ζωής, το τέλος του πλανήτη και του κόσμου μας που από την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού και την άνοδο της ακροδεξιάς επισπεύδεται!… Κυρίαρχο θέμα όμως είναι το ζήτημα της αυτοδιάθεσης και του δικαιώματος στην ευθανασία!
Ο θάνατος της Μάρθας θα επιφέρει για λίγο νομικά προβλήματα στην Ίνγκριντ, υποψίες για συμμετοχή, με την αποδοχή της απόφασης, στην ευθανασία, αλλά θα φέρει και, έστω μετά θάνατον, την κατανόηση της κόρης για τη μητέρα και κατά κάποιο τρόπο αποδοχή της γυναίκας που δεν ήταν και η καλύτερη μητέρα!…
Ακούγονται και επαναλαμβάνονται τα τελευταία λόγια από το διήγημα «Ο Νεκρός» από τη συλλογή «Οι Δουβλινέζοι» του James Joyce και με αυτά, σε παραλλαγή, κλείνει η ταινία:
«Πέφτει το χιόνι πάνω στο έρημο κοιμητήριο, ανεπαίσθητα, διασχίζοντας το σύμπαν… Και έτσι όπως πέφτει ανεπαίσθητα, εναποθέτει το δικό του ύστατο χαίρε, πάνω σε ζωντανούς και σε νεκρούς»
Εξαιρετικές στους ρόλους οι Julianne Moore και η Tilda Swinton, που ερμηνεύει το ρόλο της ταλαιπωρημένης άρρωστης μητέρας και της ψυχρής και απόμακρης κόρης σε μεγάλη ηλικία, στο τέλος της ταινίας!
Η κατάλληλα υποβλητική μουσική επένδυση ανήκει στον Alberto Iglesias, συνεργάτη του Pedro Almodóvar και σε άλλες ταινίες.
Η ταινία κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα στο 81ο φεστιβάλ κινηματογράφου της Βενετίας.
Παναγιώτης Χαλούλος
