Το κίνημα του Βρετανικού Νέου Κύματος εμφανίστηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Τα ρεαλιστικά θεατρικά έργα δωματίου, με χαρακτηριστικό το έργο του John Osborne «Οργισμένα νιάτα» (Look Back in Anger, 1956), μαζί με τις κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές της δεκαετίας του 1950, έφτιαξαν ένα κράμα το οποίο με τη σειρά του ήταν η πρώτη ύλη για έναν κινηματογράφο εστιασμένο στους προβληματισμούς των νέων, αλλά και σε κρίσιμα κοινωνικά ζητήματα, όπως η ομοφυλοφιλία, οι εκτρώσεις, η αλλοτρίωση στο ζευγάρι.

Το ντοκιμαντερίστικο ύφος, με γυρίσματα κυρίως σε εξωτερικούς χώρους και με ανθρώπους του τόπου αντί για κομπάρσους, προδίδει τη συγγένεια με το Free Cinema. Ο φυσικός φωτισμός κυριαρχεί, ενώ οι πρωταγωνιστές είναι νέοι που αναδείχτηκαν μέσα από το Νέο Κύμα. Ο Richard Burton και ο Alan Bates είναι δύο από τα ονόματα που καθιερώθηκαν χάρη στη συμμετοχή τους στις ταινίες αυτές, οι οποίες, ως επί το πλείστον, ήταν βασισμένες σε βιβλία ή θεατρικά έργα συγγραφέων που είχαν βιώσει τα προβλήματα της εργατικής τάξης, όπως ο Alan Silitoe, ο John Braine, η Shelagh Delaney. Ο ρεαλισμός του νεροχύτη (kitchen sink realism) εντοπίζει την προβληματική του στη καθημερινή βιοπάλη, στη δύσκολη επιβίωση της εργατικής τάξης, αλλά και στον ελεύθερο χρόνο της.

Η πρώτη ταινία του κινήματος είναι η κινηματογραφική διασκευή των Οργισμένων νιάτων από τον Tony Richardson. Έως το 1963 το Νέο Κύμα κυριαρχούσε στη βρετανική κινηματογραφική παραγωγή, η οποία αντιστεκόταν στην κυριαρχία του Χόλλυγουντ. Οι Osborne και Richardson ήταν εκείνοι που ίδρυσαν τη Woodfall Films, μια ανεξάρτητη εταιρεία παραγωγής, με σκοπό την χρηματοδότηση των ταινιών τους. Ακολούθησαν και άλλες εταιρείες, όπως η Vic Films, η Bryanston και η Beaver Films. Μέσα από αυτά τα σχήματα, προέκυψαν ταινίες όπως, Σάββατο βράδυ…Κυριακή πρωί (Karel Reisz, 1960), Γεύση από μέλι (Tony Richardson, 1961), Αμαρτία μιας νύχτας (John Schlesinger, 1962), και άλλες.

Όταν ο Tony Richardson έθεσε ως επόμενό του στόχο την κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος Tom Jones, οι ανάγκες άλλαξαν και ο προϋπολογισμός που απαιτήθηκε δεν μπορούσε να καλυφθεί από τις ανεξάρτητες εταιρείες που είχαν δημιουργηθεί. O Richardson κατέφυγε στην αμερικανική εταιρεία παραγωγής United Artists σε μια εποχή που το Χόλυγουντ αναζητούσε φθηνές επενδύσεις με προοπτική. Η παραγωγή χρηματοδοτήθηκε, και σήμανε την αρχή του τέλους τού Βρετανικού Νέου Κύματος αλλά και της βρετανικής κινηματογραφικής βιομηχανίας εν γένει, καθώς ύστερα από αυτό το γεγονός, βρέθηκε να εξαρτάται κατά μεγάλο ποσοστό από τα στούντιο του Χόλυγουντ. Έτσι, όταν στα τέλη της δεκαετίας του 1960 το Χόλυγουντ άρχισε να ανακάμπτει, απέσυρε τα κεφάλαιά του από τη Βρετανία, αφήνοντας τη βρετανική παραγωγή «στα κρύα του λουτρού».

Free Cinema

Ο όρος Free Cinema επινοήθηκε το 1956 από τον Lindsay Anderson και αφορούσε μια σειρά προβολών ντοκιμαντέρ και ταινιών μικρού μήκους, που πραγματοποιούνταν στο National Film Theatre του Λονδίνου. Στο μανιφέστο «Free Cinema», ο Anderson και η ομάδα των κινηματογραφιστών που το συνυπέγραφαν, εξέφραζαν το αίτημα για αλλαγή στον βρετανικό κινηματογράφο και για στροφή σε κάτι νέο σε τεχνικό και αφηγηματικό επίπεδο.

Από το 1956 έως το 1959 προβλήθηκαν ταινίες βρετανών αλλά και ιταλών, γάλλων και πολωνών σκηνοθετών, που απέπνεαν μια προσωπική οπτική, τόσο σε επίπεδο φόρμας όσο και περιεχομένου. Γυρισμένες έξω από την κυρίαρχη κινηματογραφική παραγωγή, τα έργα αυτά έδωσαν μια φρέσκια ματιά στα κοινωνικά ζητήματα και στην κινηματογραφική τεχνική.

Οι τρείς ηγέτες του Free Cinema υπήρξαν οι Lindsay Anderson, Karel Reisz και Tony Richardson. Οι Anderson και Reisz ήταν κριτικοί κινηματογράφου του περιοδικού Sequence – το οποίο εκδόθηκε από τον πρώτο – και μέσα από τις κριτικές τους προέκυψε η ανάγκη, αφενός μεν για συνειδητοποίηση της κατάστασης στην οποία βρισκόταν η τότε παραγωγή, αφετέρου δε για συμμετοχή στα κινηματογραφικά πράγματα. Πολλές οι ομοιότητες με τη γέννηση του Γαλλικού Νέου Κύματος, ιδιαίτερα όταν αναλογιστεί κανείς την κριτική πάνω στον κλασικό αφηγηματικό κινηματογράφο, τη φορμαλιστική προσέγγιση και την απέχθεια προς κάθε είδους κονφορμισμό. Ένα πρόσθετο στοιχείο είναι η συμπαράταξη με την εργατική τάξη και η αφοσίωσή τους στην αποτύπωση και την ερμηνεία της καθημερινότητάς της.

Σημαντικές ταινίες του Free Cinema: Momma don’t allow (Karel Reisz και Tony Richardson – 1956), Nice Time (Alain Tanner και Claude Goretta – 1957), Enginemen (Michael Grisby, 1959). Πολλές από τις ταινίες αυτής της κινηματογραφικής τάσης αποτελούσαν φόρο τιμής σε κινηματογραφικά μεγαθήρια, όπως ο Jean Vigo, ο Jean Cocteau, ο Robert Flaherty, ο Jean Renoir και άλλοι.

Το Free Cinema ήταν ο προπομπός του Βρετανικού Νέου Κύματος, η αναγκαία, όχι όμως και ικανή συνθήκη για τη γέννησή του. Το ντοκιμαντερίστικο ύφος και η τραχιά αποτύπωση των αλλαγών στη βρετανική κοινωνία ήταν τα στοιχεία που προσέφεραν στο Κύμα, κάποια χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Η επανεμφάνιση των τριών σκηνοθετών – θεμελιωτών του Free Cinema – στις ταινίες του Κύματος αποτελεί ακόμα ένα επιχείρημα για τη στενή σχέση τους. Είναι γεγονός, πάντως, ότι και τα δύο κινηματογραφικά φαινόμενα εξέφρασαν την αντίθεση τους προς την κυρίαρχη γλώσσα και τον επαναληπτικό αφηγηματικό κινηματογράφο.

Ανδρέας Άννινος

Leave a comment