Προβλήθηκαν και οι τρείς στο 62Ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Πήραν και οι τρείς αρκετό χώρο και χρόνο στα ΜΜΕ, και ήδη έχουν καταγραφεί αρκετές απόψεις για αυτές. Είναι και οι τρείς ενδιαφέρουσες, είναι και οι τρείς φρέσκες, αλλά δεν είναι ισοδύναμες. Εξάλλου δεν μπορούν να συγκριθούν και δεν χρειάζεται να συγκριθούν. Το μήνυμα που περνούν είναι ελπιδοφόρο για τον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο, που βρίσκει ισορροπία ανάμεσα στον εμπορικό και τον “φεστιβαλικό”, ενώ δείχνει να ωριμάζει και να αφομοιώνει στοιχεία που τον κράτησαν ζωντανό πολλά δύσκολα χρόνια.

Η «Αγέλη Προβάτων» του Δημήτρη Κανελλόπουλου παρακολουθεί μια ομάδα ανδρών που συσπειρώνεται μπροστά σε έναν ανελέητο δανειστή με αρχική πρόθεση να διεκδικήσει μια πιο άνετη εξυπηρέτηση των δανείων που τους χορήγησε. Το μυστήριο συντηρείται, η πλοκή έχει το πλέγμα εκείνο που θα δημιουργήσει διάθεση εξερεύνησης στο θεατή, οι ηθοποιοί ως επί το πλείστον υπηρετούν την υπόθεση (αν εξαιρέσουμε τον Άρη Σερβετάλη που εδώ παραδίδει μια αδιανόητα υποτονική και αταίριαστη ερμηνεία). Το αντικείμενο που θίγει ο σκηνοθέτης είναι περιοριστικό ούτως ή άλλως, αφού σε μια τόσο straight-forward ιστορία δεν αναμένεται κάποια έκπληξη ή κάποιος σινεφίλ πειραματισμός. Αυτός είναι και ο λόγος που δημιουργεί απορίες η σκηνοθετική τάση της εξίσωσης του φιλμικού με τον πραγματικό χρόνο. Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι σε τέτοιου τύπου ταινίες η εξίσωση αυτή προκαλεί προβλήματα. Ωστόσο, η επαρχιώτικη στασιμότητα αποδίδεται με συνέπεια και συνολικά πρόκειται για μια «άνετη» ταινία.

Η Ζακλίν Λέντζου είναι μια από τις πολλά υποσχόμενες νέες ματιές του ελληνικού κινηματογράφου. Στη «Σελήνη, 66 Ερωτήσεις» μας δίνει την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της, ένα αρκετά προσωπικό φιλμ για τις θηριώδεις δυσκολίες της ασθένειας, για την αγάπη, για το συναισθηματικό δέσιμο και τη μνήμη. Η επιστροφή της Άρτεμης – η Σοφία Κόκκαλη εξαιρετική και πάλι – στο πατρικό της έχει μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς η κάμερα εξερευνά κάθε τετραγωνικό του, ενώ η αλληλεπίδρασή της ηρωίδας με στιγμές του παρελθόντος της παίρνουν χρόνο και αφήνουν ισχυρό αποτύπωμα στο θεατή. Οι επιμέρους αρετές της ταινίες, δηλαδή συγκεκριμένες σεκάνς με εσωτερική δύναμη ή σκηνές με εύστοχη σύζευξη εικόνας και ηχητικής μπάντας, είναι ισχυρότερες από το συνολικό αποτέλεσμα που εμπεριέχει ένα βαρύ και μελοδραματικό στοιχείο, αναπόφευκτο για το είδος της ταινίας που εξετάζουμε. Σίγουρα δεν εντυπωσιάζει, εμπεριέχει όμως λεπτότητες που αποτελούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα της αισθητικής της Λέντζου.

Κλείνουμε αυτό το μίνι αφιέρωμα σε ένα μικρό δείγμα της σύγχρονης ελληνικής παραγωγής με τα «Μαγνητικά Πεδία» του Γιώργου Γούση. Ο σκηνοθέτης είναι ένας από τους πιο γνωστούς Έλληνες καλλιτέχνες κόμικς, ενώ έχει προλάβει να κερδίσει το βραβείο καλύτερου ελληνικού ντοκιμαντέρ μικρού μήκους της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου το 2020 για την ταινία «Ο χειροπαλαιστής». Η ταινία είναι γυρισμένη με miniDV κάμερα, κυρίως λόγω λειψού μπάτζετ όπως έχει δηλώσει ο ίδιος. Τα «Μαγνητικά Πεδία» είναι η ομορφότερη ελληνική ταινία των τελευταίων ετών. Πρόκειται για τη συνάντηση δύο ανθρώπων με «βάρη» από την έως τότε ζωή τους, που με κάποιον τρόπο καταφέρνουν να σταθούν ο ένας στον άλλον. Η Έλενα Τοπαλίδου είναι καταπληκτική, το ίδιο και ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος, οι διάλογοι ρέουν τόσο εύκολα και ευχάριστα που εντυπωσιάζουν, η χρωματική παλέτα που προκύπτει είναι βάλσαμο για τα μάτια του θεατή. Το αισθητικό αποτέλεσμα είναι μια μεγαλοπρεπής απάντηση στη γκρίνια των νέων δημιουργών για την έλλειψη κονδυλίων, για τη χώρα που τους διώχνει κλπ κλπ, γεγονότα λίγο-πολύ γνωστά σε όλους και προφανώς αληθινά. Άλλωστε η απαξίωση της καλλιτεχνικής δημιουργίας είναι μια μόνο πτυχή της γενικής ισοπέδωσης των τελευταίων ετών. Ωστόσο, το θέμα είναι διαχρονικό και οικουμενικό και έχει απαντηθεί: το κράτος είναι μια τόσο απάνθρωπη επινόηση του ίδιου του ανθρώπου που αποκλείεται να βοηθήσει αποτελεσματικά ανεξάρτητους δημιουργούς να πραγματοποιήσουν το όραμά τους. Γι’ αυτό μένουν στην επιφάνεια εκείνοι που μπορούν να διαπρέψουν με τα ελάχιστα και εκείνοι που διαθέτουν τις απαραίτητες «πλάτες»… Ο Γούσης ανήκει στην πρώτη κατηγορία. Μπράβο του!

Leave a comment