Σκηνοθεσία: Ζουλιά Ντικουρνό

Σενάριο: Ζουλιά Ντικουρνό

Παίζουν: Βενσάν Λιντόν, Αγκάτ Ρουσέλ, Γκαράνς Μαριγιέ, Λαΐς Σαλαμέ, Μπερτράν Μπονελό

Παραγωγή: Γαλλία, 2021

Διάρκεια: 1 ώρα 48 λεπτά

Η αγάπη είναι ένας σκύλος απ’ την κόλαση.

Η Ζουλιά Ντικουρνό, γνωστή από το ενδιαφέρον «Raw» (2016) μας λέει την ιστορία της Αλεξιά στο «Titane». Έχοντας μηδενική επικοινωνία με τον πατέρα της, και με ευθύνη του ίδιου, η Αλεξιά σώζεται από ένα τρομακτικό αυτοκινητιστικό ατύχημα, κουβαλώντας όμως για πάντα μια πλακέτα από τιτάνιο στο δεξί μέρος του κεφαλιού. Η λατρεία της προς τις μηχανές δεν παύει να αναφέρεται σε όλη την ταινία, αποτελεί κεντρικό σημείο ενδιαφέροντος και κλείνει το μάτι στο θεατή. Αποκτά, μάλιστα, χαρακτηρολογικές συνιστώσες, καθώς η Αλεξιά φαίνεται από ένα σημείο και μετά να χάνει την ικανότητα να νιώσει ανθρώπινα αισθήματα, έτσι όπως σκορπά τον τρόμο σε φίλους και εχθρόυς, οικείους και ξένους.

Το τιτάνιο είναι ένα υλικό εξαιρετικό από όλες τις απόψεις (βιολογικές και μηχανικές ιδιότητες) για την ιατρική, και χρησιμοποιείται ευρέως στην προσθετική. Μια βασική ιδιότητά του είναι η αντοχή στη διάβρωση, κάτι που το κάνει παντοτινό. Και θα ήταν ευχής έργον για την ταινία, μιας που φέρει και αυτόν τον τίτλο, να έμενε παντοτινή, όπως τα κινηματογραφικά αριστουργήματα που έχουν βραβευτεί στις Κάννες. Τα υλικά από τα οποία είναι φτιαγμένη η ταινία, δυστυχώς, είναι πολύ πιο ταπεινά από το τιτάνιο, ακόμα και αν αυτό βρίσκεται άφθονο στη φύση.

Το πρώτο μισό της ταινίας είναι μια στεγνά προβοκατόρικη προσπάθεια της Ντικουρνό να στήσει μια μεταμοντέρνα σπλατεριά, στην οποία το αίμα έχει αντικατασταθεί από άσπρα υγρά, εμετούς κυρίως, σε αντιδιαστολή με τα λάδια μηχανής, τα οποία εντάσσονται στην φιλμική πραγματικότητα ως ζωτικά υγρά της Αλεξιά. Προσπαθώντας να συνυπάρξει κανείς με την ταινία, και σε συνδυασμό με την ανάγκη του ανθρώπου να κατηγοριοποιεί, να κατατάσσει, να φτιάχνει λίστες (βλέπε και «Η ομορφιά της λίστας» του Ουμπέρτο Έκο), φτάνει σε ένα κρίσιμο δίλημμα στο διάστημα αυτό, που ορίσαμε έως τη μέση της ταινίας. Πρόκειται για παρωδία ή είναι μια ωδή στα φετιχιστικά έργα σκηνοθετών, όπως ο Κρόνενμπεργκ ή ο Κάρπεντερ; Το δίλημμα αυτό τίθεται διότι πρέπει να εξορκιστεί μια άλλη εξήγηση, μια «κακιά λέξη» σε ό,τι αφορά την κινηματογραφία και που με πόνο ψυχής θα την αναφέρουμε παρακάτω.

Το δίλημμα παρωδία ή φετιχισμός έρχεται ως φυσικό από τη στιγμή που οι χαρακτήρες είναι καρικατούρες, οι πράξεις τους είναι εντελώς ανεξήγητες, η βία έχει μια επαναληπτικότητα που καταλήγει να λειτουργεί ως υφολογική μονομέρεια, η εξτραβαγκάνζα είναι γραμμένη στην ούγια της ταινίας. Έχει μεγάλη σημασία τι δείχνει ένας σκηνοθέτης και τι επιλέγει να μην δείξει. Η Ντικουρνό, ειδικά στο πρώτο μισό της ταινίας, δείχνει αυτό που εντελώς απλοϊκά και λαϊκά θα θέταμε ως «καφρίλα». Η προβοκατόρικη διάθεση δεν είναι καινούρια στον κινηματογράφο και σίγουρα έχει παραγάγει πολύ καλύτερα αποτελέσματα από το πρώτο μισό του «Titane». Αν προσπαθούσαμε να δώσουμε μια πρόωρη απάντηση στο δίλημμα, η απάντηση θα ήταν ότι η Ντικουρνό παντρεύει την παρωδία με τον φετιχισμό εντελώς άκομψα και σίγουρα χωρίς καμία δημιουργική δύναμη.

Η ηρωίδα έχει χτυπήσει tattoo στην κοιλιά της «Love is a dog from hell», ένα μπουκοφσκικό αφορισμό – και για τους μυημένους ένα τραγούδι από τα Διάφανα Κρίνα. Ακόμα ένα σημείο της ταινίας που δεν της προσθέτει τίποτα, και μάλιστα έλασσον σε σχέση με άλλα, όπως για παράδειγμα η παρουσία της μάνας του χαμένου παιδιού ή οι πλεονάζουσες πληροφορίες για τον Βενσάν, τον άνδρα στον οποίο βρίσκει καταφύγιο η Αλεξιά, μετά τις δολοφονίες που διαπράττει. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν στιγμές που η Ντικουρνό αρθρώνει λόγο για την ηδονοβλεψία και το machismo, όχι και τόσο επιτυχημένα για την αντικειμενοποίηση.

Υφολογικά, η ταινία στερείται ενδιαφέροντος, αν εξαιρέσει κανείς το εκπληκτικό travelling στο ξεκίνημά της, η χορογραφία του οποίου είναι πραγματικά σπουδαία. Ούτως η άλλως, για να το κλείσουμε και να λυθεί το αίνιγμα της «κακιάς λέξης», η ταινία βυθίστηκε στην αλληγορία. Αλληγορία για την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση, για τον ρόλο της γυναίκας στην μετα-κοινωνία, ποιος ξέρει; Πιο σωστά, για να αντηχήσει και η κόλαση του Μπουκόφσκι, η ταινία βυθίστηκε στην κόλαση της αλληγορίας. Η κινηματογραφική ιστορία έχει αποδείξει ότι ο χειρισμός της αλληγορίας, ώστε να μην περικυκλώσει πανταχόθεν τον εμπνευστή της, πρέπει να προέρχεται από έναν δημιουργό-auteur, για τον οποίο ο κινηματογράφος αποτελεί μόνο μία από τις φωνές που τον καλούν, και όχι από έναν σκηνοθέτη που κάνει τα πάντα για να κερδίσει ένα κλικ – ή και έναν Χρυσό Φοίνικα – στις Κάννες.

Συνεχίζουμε να αγαπάμε τον κινηματογράφο ανεξάρτητα από τα πισωγυρίσματα που καταγράφονται κατά καιρούς. Η απονομή του Χρυσού Φοίνικα στο «Titane» είναι ένα μεγάλο πισωγύρισμα.

Ανδρέας Άννινος

Leave a comment