Σκηνοθεσία: Ντάρεν Αρονόφκσι
Σενάριο: Σάμιουελ Ντ. Χάντερ
Πρωταγωνιστούν: Μπρένταν Φρέιζερ, Χονγκ Τσάου, Σέιντι Σινκ
Παραγωγή: ΗΠΑ, 2022
Διάρκεια: 117΄
Ο Τσάρλι, (Μπρένταν Φρέιζερ) ένας παχύσαρκος καθηγητής που κάνει online μαθήματα κρυμμένος από τους μαθητές του, στήνει την τελευταία σκηνή της ζωής με άμεσο κακό πρωταγωνιστή το ανελέητο πάθος προς το φαγητό. Αποκομμένος τελείως από με τον έξω κόσμο, με μόνη εξαίρεση τη συντροφιά της νοσηλεύτριας Λιζ (Χονγκ Τσάου). Η Λιζ τον βοηθά σε ό,τι έχει ανάγκη, θεωρώντας το ως ελάχιστο χρέος της μετά το θάνατο του αδερφού της εξαιτίας μιας αίρεσης. Τον συνδετικό κρίκο της γνωριμίας του με αυτή, αποτελούσε ο λατρεμένος του ερωτικός σύντροφος και παλιός μαθητής του.
Ο ήρωας, σαφώς επηρεασμένος από τον τραγικό θάνατο του συντρόφου του έχει σαν επιπρόσθετο αγκάθι στην ήδη επιβαρυμένη ψυχολογία του τον αποτυχημένο παλιό γάμο του. Απομακρυσμένος από την κόρη του, Έλλη (Σέιντι Σινκ), δέχεται μια ξαφνική επίσκεψή της μετά από οχτώ χρόνια, έχοντας πλήρη άγνοια για την προβληματική εφηβεία που βιώνει. Μια συνύπαρξη δύσκολη που σε κάθε εμφάνισή της τον βυθίζει πιο πολύ συναισθηματικά, με κακό σύμμαχο τις προσβολές της και τον τραχύ χαρακτήρα της που έχτισε με την απουσία του όλα αυτά τα έτη. Το άθροισμα όλων αυτών των καταστάσεων με το φαγητό στη μέση, του χαρίζουν ίσες ποσότητες ηδονής και οδύνης που τον οδηγούν στο μοιραίο τέλος.
Η ταινία είναι γυρισμένη στη δεύτερη φυλακή του Τσάρλι πέρα από το σώμα του, στο μουντό σπίτι του. Ο Ντάρεν Αρονόφσκι χτίζει μυσταγωγικά όλα εκείνα τα κομμάτια που επηρεάζουν και υποβάλλουν τον θεατή να νιώσει το δράμα του ήρωα, δίπλα του, μέσα σ’ ένα και μόνο χώρο σαν θεατρική σκηνή. Χαμηλός φωτισμός, συνεχής βροχή στο εξωτερικό πλην του φινάλε, συνθέτουν ένα κλίμα που επισκιάζει πολλές φόρες τις λίγες θετικές σκέψεις που παλεύει να κάνει. Αρκετά γκρο πλαν στο πρόσωπο του Τσάρλι, ώστε να νιώσουμε το αδιέξοδό του, οδηγούν με ασφάλεια την εξέλιξη της ταινίας ως προς την ηθελημένη επιλογή του.
Κακά τα ψέματα είναι μία ταινία χωρίς ένα ιδιαίτερο σενάριο αλλά σκηνοθετικά στέκεται αξιοπρεπώς, ξεκάθαρα από δυο καλές ερμηνείες, και μία εξαιρετικά δυνατή και συνάμα συγκινητική. Οι ερμηνείες τόσο της Χονγκ Τσάου και της Σέιντι Σινκ είναι τόσο όσο ελάχιστα επιβάλλεται καλές, ώστε να σταθούν δίπλα στο συγκλονιστικό Μπρένταν Φρέιζερ που χρίζει ειδικής μνείας. Για δεύτερη φορά στη φιλμογραφία του ο Ντάρεν Αρονόφσκι (μετά τον «Παλαιστή» και την επανεμφάνιση του τότε εξαφανισμένου Μίκι Ρουρκ) δίνει τη δυνατότητα για ερμηνεία καριέρας στον επί δεκαετία πεταμένο έξω από το σύστημα του Χόλυγουντ πρωταγωνιστή.
Συνηθισμένος να παίζει σε ταινίες δεύτερης διαλογής, χωρίς να είναι απαιτητικές οι ερμηνείες, έρχεται αντιμέτωπος μ’ έναν δύσκολο ρόλο, έχοντας και στο πίσω μέρος του μυαλού του ίσως τον τρόπο που φέρθηκε η διάσημη έννοια Χόλυγουντ. Όποιος δεν τους «κάνει» πλέον ακυρώνεται εν τάχει, με συνέπειες που επιβαρύνουν μόνο τους ίδιους. Όλο αυτό το βίωσε δύσκολα σύμφωνα με δηλώσεις του. Εδώ έρχεται σαν σανίδα σωτηρίας ο σκηνοθέτης και στήνει έξυπνα όλο το φιλμ επάνω του. Η ταινία χαρακτηρίζεται όντως από μια ερμηνεία ζωής και αξίζει να τύχει της προσοχής του θεατή μόνο και μόνο για τη προσέγγιση του Μπρένταν Φρέιζερ στο δύσκολο ζήτημα να ναι κάποιος φυλακισμένος τόσο ψυχικά όσο και σωματικά, λιθοβολώντας τον ίδιο του τον εαυτό, επιζητώντας μια λύτρωση.
Λεωνίδας Ρηγόπουλος