Σκηνοθεσία: Ρόμπερτ Έγκερς
Σενάριο: Ρόμπερτ Έγκερς, Μαξ Έγκερς
Παίζουν: Γουίλεμ Νταφόε, Ρόμπερτ Πάτινσον, Βαλέρια Κάραμαν
Παραγωγή: Καναδάς, ΗΠΑ – 2019
Διάρκεια: 1 ώρα 49 λεπτά
Στα τέλη του 19ου αιώνα, δύο φαροφύλακες συναντιούνται σε έναν φάρο στις βραχώδεις ακτές της Νέας Αγγλίας. Εκεί, ο φανός του φάρου θα γίνει αντικείμενο διεκδίκησης των δύο ανδρών, που βυθίζονται σε ένα αλκοολικό παραλήρημα καθώς σειρήνες, θαλάσσιες φυλές και κακοί οιωνοί εναλλάσσονται και δίνουν τον χαρακτήρα μιας λυσσώδους μυσταγωγίας στην ταινία.
Τούτο το ημιφωτισμένο, επιβλητικό και αλλόκοτο φιλμ αναλύει εις βάθος την ανδρική ψυχοσύνθεση. Μια περιπλάνηση σε φαντασιώσεις, προκαταλήψεις, υποθέσεις και ανδρικές εμπειρίες μέσα από τις αφηγήσεις του στεριανού Τόμας Χάουαρντ και του ναυτικού Τομ Γουέικ. Η εναντιότητα των οπτικών τους γωνιών υποδαυλίζεται από αλλεπάλληλα ναυτικά μεθύσια, που λειτουργούν ως το μονοπάτι για το ξεκαθάρισμα λογαριασμών που οφείλουν να πράξουν. Ο άξεστος φαροφύλακας σέρνει το νέο σε ορμέμφυτες αντιδράσεις, μετατρέποντάς τον από χλιαρό υπάκουο δουλευτή σε ριζικό αναζητητή της μοίρας του.
Το φως του φανού τονίζει το σκοτάδι των δύο ανδρών και των εργασιών τους. Και οι δύο θέλουν να βρεθούν κοντά στο φως που είναι το προϊόν της εργασίας του, και οι δύο διεκδικούν να λουστούν σε αυτό το φως, που δεν είναι το φως της γνώσης ή της αλήθειας. Είναι το φως του καθαρμού, το χρυσόμαλλο δέρας των ανέστιων. Οι σπειροειδείς φόρμες φωτός επανέρχονται συχνά στην ταινία, με την εικονοποιία να παραπέμπει σε πρώιμα έργα του γερμανικού εξπρεσιονισμού. Τα δίπολα, φως – σκοτάδι, άσπρο – μαύρο, σιωπή – θόρυβος, παλιό – νέο, υπογραμμίζονται για να αναιρεθούν τελικά με το παιχνίδι της ταυτότητας, ένα ευφυές μικρό παιχνίδισμα που εισάγεται απότομα στην πλοκή.
Υπάρχουν σεκάνς που καθηλώνουν με την οικονομία στην εκφορά τους, και με τις απλές μεταβάσεις που φανερώνουν τη δύναμη της κινηματογραφικής γλώσσας. Μία από αυτές τις σεκάνς είναι η εναρκτήρια, όπου με τέσσερα πλάνα, με αλλαγή στο μέγεθός τους, και χωρίς διάλογο, ο Έγκερς έχει τοποθετήσει τις βάσεις της ιστορίας που θέλει να πει. Επιλέγει πολλές φορές το κάδρο μέσα στο κάδρο, πολλαπλασιάζοντας την αποπνικτική αίσθηση που, ούτως η άλλως, δημιουργείται από το φορμά που έχει επιλέξει (1.19:1). Η επιλογή αυτή δεν είναι μια φορμαλιστική επίδειξη δύναμης αλλά η πεμπτουσία της ταινίας, το πλαίσιο της οποίας αντανακλά την οριοθέτηση των δύο ανδρών στην περιοχή γύρω απ’το φάρο. Όλη η ταινία διαδραματίζεται σε αυτό το στενό πλαίσιο, και μόνο η καθ’ ύψος απόσταση που διανύουν οι ήρωες φαντάζει μακρά και αποκαλυπτική.
Ακόμα μια σπουδαία ταινία από τον Ρόμπερτ Έγκερς, μετά το The Witch του 2015. Ο Ρόμπερτ Πάτινσον είναι εξαιρετικός, ενώ ο Γουίλεμ Νταφόε παραδίδει ένα ρεσιτάλ υποκριτικής. Η ρυπαρότητα της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης και η δεξιοτεχνική κλιμάκωση της έντασης καθιστούν τον Φάρο μια μυσταγωγική κινηματογραφική εμπειρία.
Ανδρέας Άννινος