Σκηνοθεσία: Martin McDonagh

Σενάριο: Martin McDonagh

Παίζουν: Κόλιν Φάρελ, Μπρένταν Γκλίσον, Κέρι Κόντον, Μπάρρυ Κιόγκαν, Πατ Σορτ

Παραγωγή: Ιρλανδία – Ηνωμένο Βασίλειο – ΗΠΑ, 2022

Διάρκεια: 1 ώρα 54 λεπτά

Ο Παντράικ (Κόλιν Φάρελ) και ο Κολμ (Μπρένταν Γκλίσον) είναι δύο φίλοι που τα πίνουν συχνά στη μπυραρία του Ινισέριν, ενός μικρού ιρλανδικού χωριού. Μία μέρα, τελείως ξαφνικά και με μεγάλη αποφασιστικότητα ο Κολμ σταματά να κάνει παρέα τον Παντράικ, μάλιστα του ζητά να μην του απευθύνει το λόγο ποτέ ξανά, και να τον αφήσει να συνθέσει τη μελωδία που θέλει στο αγαπημένο του βιολί. Όταν ο Παντράικ προσπαθήσει να καταλάβει την αιτία της πικρής απόφασης τού (πρώην) φίλου του, ο τελευταίος τον εκβιάζει με σταδιακό αυτοακρωτηριασμό των δακτύλων τού αριστερού χεριού του, δηλαδή με ακρωτηριασμό της μοναδικής ευχαρίστησης που του έχει μείνει στο απομονωμένο μέρος, στο οποίο εγκαθιστά τη δράση ο ΜακΝτόνα.

Η ταινία είναι καθαρά plot-driven, υπό την έννοια ότι το εύρημα του «ξαφνικού θανάτου» της σχέσης δυο ανθρώπων γεννά ερωτήματα, επομένως αυτό που αναζητά ο θεατής είναι απαντήσεις. Έτσι, η πλοκή αποκτά ειδικό βάρος και επισκιάζει τα υπόλοιπα εκφραστικά μέσα. Ο ΜακΝτόνα, ένας δημιουργός που προέρχεται από το θέατρο, έχει αποδείξει ότι κατέχει τις δομές αφήγησης. Από το 2008 έχει σκηνοθετήσει 4 ταινίες μεγάλου μήκους, αρκετά αξιοπρόσεκτες και με κοινά χαρακτηριστικά. Ένα από αυτά είναι το επιμελές στήσιμο της ιστορίας του. Ο τρόπος με τον οποίο απλώνει τα στοιχεία της ταινίας κατά τη διάρκειά της, δημιουργεί ένα διαρκές ενδιαφέρον στον θεατή. Ομοιάζουν αυτές οι ταινίες, επίσης, στα καθοριστικής σημασίας ξεκινήματά τους: από τους τίτλους αρχής, ο ΜακΝτόνα δίνει πληροφορίες και καθορίζει το αισθητικό πλαίσιο της ταινίας. Στο Banshees of Inisherin, ο Παντράικ περπατά γρήγορα, σχεδόν ανυπόμονα, περιτριγυρισμένος από γνώριμα πρόσωπα, τους χαιρετά όλους, δεν μιλά με κανέναν. Η κάμερα τον ακολουθεί. Τον καδράρει στην ιρλανδική ύπαιθρο, στο χρυσοπράσινο παραθαλάσσιο τοπίο, συνώνυμο του παραμυθιού και του μαγικού.

Να ακόμα ένα κοινό στοιχείο. Μπορεί να το βρει κανείς σίγουρα στην Μπριζ, αλλά και στις Πινακίδες. Το ανοίκειο στοιχείο, άλλοτε εκφρασμένο από κάποιον χαρακτήρα, άλλοτε από μια κατάσταση, άλλοτε και από τα δύο. Στο Banshees of Inisherin συμβαίνει το τελευταίο: η ξαφνική απόφαση του Κολμ, η κυρία ΜακΚόρμικ, μια ηλικιωμένη μάντισσα κακών, ο Ντόμινικ, ένας αψυχολόγητος μα διορατικός έφηβος με έναν πατέρα, κάθαρμα, μπάτσο στοιχειοθετούν έναν παράξενο μα απολύτως χαρακτηριστικό κόσμο. Μέσα σε αυτόν τον κόσμο η εμμονή του Παντράικ με το γαϊδουράκι του, τη Τζένι δεν προξενεί εντύπωση. Το ίδιο ισχύει και για την πραγματοποίηση του εκβιασμού τού Κολμ.

Ο ΜακΝτόνα φροντίζει περισσότερο το φόντο των πλάνων του από το κυρίως θέμα. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι να τονίσει το περιβάλλον στο οποίο συμβαίνουν τα γεγονότα. Ο ιρλανδικός εμφύλιος πόλεμος (1922-1923) ακούγεται κάπου στο βάθος, κι όμως ενστικτωδώς δεν μπορεί να μην γίνει ο συσχετισμός ανάμεσα στις τεταμένες πλέον σχέσεις των δύο παλιών φίλων και στις πολεμικές σχέσεις των μέχρι πρότινος συμπατριωτών. Ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες, οι οποίες στη συγκεκριμένη περίπτωση παίρνουν τον χώρο τους στην οθόνη. Τα λιγοστά φώτα της παμπ, ο απαλός φωτισμός του συννεφιασμένου τοπίου, οι σιγανές κινήσεις της κάμερας αποτελούν τον υφολογικό κορμό της ταινίας. Η παραλία στην οποία συχνάζουν οι δύο πρωταγωνιστές, τα δάση και η λίμνη είναι οι τοποθεσίες στις οποίες διαδραματίζεται η τραγωδία. Μα η κύρια τοποθεσία, είναι το σπίτι του Κολμ, με αυτό ξεκινά και με αυτό κλείνει η ταινία. Όμως, αυτό που στην αρχή ήταν η αιτία της χαράς του Παντράικ – το σπίτι του φίλου του και η πρόσκληση για μια μπίρα – γίνεται πεδίο μάχης.

Δύο βασικά στοιχεία, πέραν της σκηνοθετικής λεπτοδουλειάς του ΜακΝτόνα: Πρώτον, στην ταινία, βλέπουμε τα πράγματα από την πλευρά του αδικημένου, και ταυτοχρόνως αναζητούμε τα κίνητρα του ενόχου. Είναι μεγάλη έκπληξη πώς μια τόσο στοιχειώδης ερώτηση στην αρχή της ταινίας, γεννά τόσες απρόσμενες καταστάσεις και με ποιο τρόπο η απόφαση του Κολμ προκαλεί τέτοια αναστάτωση στον Παντράικ. Η υποκειμενικότητα του τελευταίου εισχωρεί στην πραγματικότητα του θεατή και στο συλλογικό ασυνείδητο. Δεύτερον, είναι υποδειγματικός ο τρόπος με τον οποίο ο ΜακΝτόνα «χειρίζεται» τον χαρακτήρα του Παντράικ. Το «ταξίδι» που κάνει αυτός ο ήρωας μέσα στην ταινία, χωρίς φυσικά να πηγαίνει πουθενά, είναι βασανιστικό και καθοριστικό για τη ζωή του: ξεκινά με έναν πολύ καλό φίλο, με μια αδερφή που του συμπαραστέκεται στα πάντα, με ένα ζώο που υπεραγαπά και καταλήγει μόνος.

Ένα έξοχο παραμύθι – σίγουρα όχι για παιδιά – που σχηματικά θα μπορούσε να ξεκινήσει με τη φράση: «Μια φορά κι έναν καιρό, ο καλύτερος φίλος του Παντράικ, ο Κολμ, του είπε ότι δεν θέλει να ξαναμιλήσουν».

Ανδρέας Άννινος

Leave a comment