Σκηνοθεσία: Κισούκι Κινοσίτα
Σενάριο: Κισούκι Κινοσίτα – Βασισμένο στην ομώνυμη νουβέλα τού Σίτσιρο Φουκουζάουα
Παίζουν: Kinuyo Tanaka, Teiji Takahashi, Yūko Mochizuki
Παραγωγή: Ιαπωνία – 1958
Διάρκεια: 1 ώρα 38 λεπτά
«Η κορυφή του Ναραγιάμα έγνεφε σε όλους τους ανθρώπους».
Η Μπαλάντα του Ναραγιάμα, αφηγείται μια ιστορία βασισμένη στην παράδοση ενός ορεινού χωριού της Ιαπωνίας, σύμφωνα με την οποία οι απόγονοι εκείνων που ξεπερνούν τα 70 τους χρόνια είναι υποχρεωμένοι να κουβαλήσουν τους γονείς τους ως την κορυφή του όρους Ναραγιάμα, και να τους εγκαταλείψουν εκεί, ώσπου να πεθάνουν από την πείνα και τη δίψα.
Η ταινία είναι δομημένη πάνω στις τεχνικές του θεάτρου Καμπούκι (που σημαίνει «ικανότητα στη μουσική και το χορό»), ενός εκ των δύο δημοφιλέστερων ειδών παραδοσιακού ιαπωνικού θεάτρου (το Θέατρο Νο ή σωστότερα το δράμα Νο έχει πιο αυστηρούς κανόνες και πιο σαφείς τεχνικές από το Καμπούκι). Το Θέατρο Καμπούκι ήταν πάντα πρόσφορο για πειραματισμούς και νεωτερισμούς, στον πυρήνα του όμως, επικρατεί το οπτικό στοιχείο. Το ενδιαφέρον του θεατή θα πρέπει να κεντρίζει το οπτικό κομμάτι και όχι τόσο ο λόγος ή η σκιαγράφηση των χαρακτήρων. Το ξαφνικό πάγωμα του ηθοποιού είναι μία από τις αρχές τού Καμπούκι, ενώ η θεματική πολλές φορές είναι από σκληρή έως απάνθρωπη.
Εδώ, έχουμε να κάνουμε με μια ιδιαιτέρως σκληρή ιστορία, που τονίζεται από την εξήγηση που υπάρχει για τη θανάτωση των ηλικιωμένων. Τα αίτια είναι οικονομικά, καθώς ένα στόμα λιγότερο δεν θα επιβαρύνει πλέον την οικογένεια αλλά και το χωριό. Ο Γεροντόβραχος, στον Παρνασσό, είναι ο βράχος στον οποίο έπεφταν οι ηλικιωμένοι όταν ένιωθαν ότι δεν προσέφεραν τίποτα στην κοινωνία, αλλά αντιθέτως την επιβάρυναν. Ένα πέρα για πέρα διαχρονικό θέμα, αποδίδεται σε αυτή την ταινία του 1958, με την πένα του Κινοσίτα να ισορροπεί ανάμεσα στο μύθο και την ποίηση.
Τελετουργικές κινήσεις της κάμερας, ένα ρέον πέπλο καταγραφής συγκλονιστικών πράξεων, μια αστείρευτη πηγή ανεκτίμητων εικόνων, μια διαρκής υπενθύμιση της θνητότητας, ένας στοχασμός πάνω στις σχέσεις των ανθρώπων αλλά και τη διασάλευσή τους. Παράλληλα, η κάμερα δεν διστάζει να μείνει ακίνητη για πολύ ώρα, δημιουργώντας διαδοχικά tableaux vivants, παραπέμποντας ευθέως στο περίφημο θέατρο Καμπούκι. Ο άνθρωπος περικυκλωμένος από τη φύση, κάτω από έναν ουρανό που δεν είναι ρεαλιστικά δοσμένος. Η αυγή ή το σούρουπο έχουν την απόχρωση των γεγονότων που λαμβάνουν χώρα. Ξαφνική σκίαση του σκηνικού, ξαφνική εφαρμογή κόκκινου φίλτρου στην εικόνα, ρίξιμο της αυλαίας. Μοντερνιστικά στοιχεία σε μια ταινία που έχει να κάνει με την ιαπωνική παράδοση, αμφισβήτηση της παράδοσης αυτής, αλλά και προβληματισμός για την ισοπέδωση κοινωνιών και της μνήμης.
Η Μπαλάντα του Ναραγιάμα στέκει ως ένα κινηματογραφικό μνημείο ανείπωτης ομορφιάς, ένα κάλεσμα στην αμφισβήτηση των παραδόσεων, μια ελεγεία πάνω στην τραγική φύση του ανθρώπου και στην επίπονη εμπειρία του αποχαιρετισμού. Ένα αριστούργημα που βασίζεται εν μέρει στο μύθο, και κυρίως στην σκηνοθετική προσέγγιση του Κινοσίτα.
Ανδρέας Άννινος