Σκηνοθεσία: Λουκίνο Βισκόντι
Σενάριο: Λουκίνο Βισκόντι, Νικόλα Μπανταλούκο (Βασισμένο στην ομώνυμη νουβέλα του Τόμας Μαν)
Παίζουν: Ντερκ Μπόγκαρντ, Σιλβάνα Μαγκάνο, Μπιόρν Άντερσεν
Παραγωγή: Ιταλία, 1971
Διάρκεια: 2 ώρες 10 λεπτά
«Πες μου, ξέρεις τι βρίσκεται στον πάτο της επικρατούσας τάσης; Μετριότητα»!
Ο συνθέτης Γκούσταφ φον Άσενμπαχ αναρρώνει στη Βενετία μετά από έναν σοβαρό κλονισμό της υγείας του και της ψυχολογικής του ισορροπίας. Ο έφηβος Τάτζιο τραβά την προσοχή του, και η ιδανική του ομορφιά γίνεται έμμονη ιδέα στον Άσενμπαχ, καθώς η Βενετία γίνεται το επίκεντρο μιας επιδημίας χολέρας.
Η ταινία είναι βασισμένη στην ομώνυμη νουβέλα του Τόμας Μαν, ένα μικρό, λεπτεπίλεπτο αριστούργημα. Αμέσως γίνεται κατανοητή η δυσκολία της μεταφοράς ενός λογοτεχνικού κομψοτεχνήματος, καθώς ο πήχης έχει τεθεί ήδη τόσο ψηλά που οι πιθανότητες επιτυχίας γίνονται λιγοστές. Ο Βισκόντι περνά τον πήχη και κατά την άποψη του γράφοντα ξεπερνά ακόμα και το πρωτότυπο. Αυτό γίνεται εφικτό μέσα από την άψογη σκηνοθετική του τεχνική, αλλά και την προσθήκη ιχνών αυτοβιογραφίας στο κλασικό έργο.
Ο Τόμας Μαν έγραψε τον Θάνατο στη Βενετία έχοντας κατά νου τον ρομαντικό συνθέτη Γκούσταβ Μάλερ. Το παράξενο της υπόθεσης είναι ότι στη νουβέλα, ο Άσενμπαχ είναι συγγραφέας. Ο Βισκόντι, λοιπόν, μετατρέπει τον Άσενμπαχ σε έναν ρομαντικό συνθέτη που χάνει την μικρή του κόρη, χάνει την παλιά του ζωή και πραγματοποιεί το ταξίδι στη Βενετία για ιατρικούς λόγους. Στη Βενετία με τον σιρόκο, που προσθέτει έναν νοσηρό τόνο στην ήδη υγρή και ρυπαρή πολλές φορές πόλη. Είναι σαν να προετοιμάζεται για ένα απονενοημένο διάβημα, σαν να οξύνει επίτηδες το πρόβλημά του.
Η απέραντη γοητεία που ασκεί η Βενετία, ακόμα και στο άκουσμά της, η ανακάλυψη των μυστικών της, η αργή βύθιση στην χαυνωτική καλοκαιρινή της αύρα, η απαίσια όψη της. Τα στάδια είναι συγκεκριμένα και ανακαλύπτονται ένα-ένα, τόσο στη νουβέλα όσο και στην ταινία. Είναι καθαρές οι παράλληλες προς τον έρωτα. Πάντα ύποπτος για το τελικό του αποτέλεσμα, όμως αναντίρρητα ακαταμάχητος και παντοδύναμος. Ταυτόχρονα με τον έρωτα, οι παλιές αξίες, τις οποίες προσπαθεί να διαφυλάξει ο Άσενμπαχ, καταποντίζονται στα λερά κανάλια της Βενετίας.
Το στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί από τον σπουδαίο Βισκόντι είναι η, πάση θυσία, αποφυγή έστω και ίχνους ηδυπάθειας. Ο Άσενμπαχ, με όλη τη δυναμική που κρύβει ο χαρακτήρας του, με τον ευφυή συνδυασμό στοιχείων από τον Τόμας Μαν, τον Γκούσταβ Μάλερ και τον ίδιο τον Λουκίνο Βισκόντι, φλερτάρει με το γκροτέσκο. Οι φιγούρες που τον κυκλώνουν, από τον παράξενο άνδρα που τον υποδέχεται στο πρώτο αντίκρισμα της Βενετίας, μέχρι τον παλιάτσο – τραγουδιστή της κομπανίας που τον προσεγγίζει, μοιάζουν με πλάσματα που ξεπηδούν από την φαντασία του. Η εσωστρέφεια που τον κυνηγούσε στον βίο του, θα οδηγούσε σε μια χυδαία σεξουαλικοποίηση του θέματος, και θα τον μετέτρεπε σε ηδονοθήρα, πολλώ μάλλον όταν η πλοκή εμπεριέχει το στοιχείο του θαυμασμού της ομορφιάς ενός αγοριού.
Εδώ, ο Λουκίνο Βισκόντι τονίζει την ουσία του περιεχομένου της ταινίας. Δεν είναι ο Τάτζιο το αντικείμενο του θαυμασμού του Άσενμπαχ, μα η ομορφιά και η υγεία ενός νέου αγοριού. Το δόσιμο στη ζωή είναι που ποθεί, ένας άπιαστος πλέον πόθος, όπως άπιαστη είναι και η ιδανική ομορφιά, είτε όταν αντικατοπτρίζεται σε έναν νέο άνθρωπο, είτε σε έναν τόπο, όπως η Βενετία. Καθώς η ταινία ξεδιπλώνεται, ο θαυμασμός του Άσενμπαχ φθείρεται, του προκαλεί φόβο για τη ζωή του αντικειμένου του θαυμασμού του, ενώ η Βενετία χάνει τα χαρακτηριστικά της, τα τοπόσημά της αναιρούνται και αυτό που μένει είναι ένας αποκαθαρμένος τόπος.
Η εικόνα εκπέμπει έναν παραιτημένο αισθησιασμό, μια κουρασμένη ανησυχία. Η επιμελημένη σκηνογραφία, το στιλιζάρισμα της οποίας είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του Βισκόντι, απλώνεται στα μάτια του θεατή μέσα από ατελείωτα ζουμ ιν και ζουμ άουτ, τελετουργικές κινήσεις της κάμερας και την επινοητικότητα της φωτογραφίας. Τα υποκειμενικά πλάνα του Άσενμπαχ συγχέονται με τα περιγραφικά του σκηνοθέτη, με τρόπο που υποδηλώνει την παρουσία κάποιου τρίτου παρατηρητή που συμμετέχει στην παρατήρηση του χώρου. Αυτό το εύρημα εντείνει τη διαδικασία της οπτικής αναζήτησης του κέντρου ενδιαφέροντος.
«Ο χρόνος φαίνεται να κυλά μόνο στο τέλος, όταν δεν υπάρχει άλλος χρόνος να το σκεφτείς», λέει ο Άσενμπαχ. Από αυτή τη νοσταλγική θεώρηση, λοιπόν, είναι διαποτισμένος ο Θάνατος στη Βενετία. Η μελαγχολική εκφραστικότητα της εναρκτήριας σεκάνς, όταν το καράβι που μεταφέρει τον Άσενμπαχ στη Βενετία, βυθισμένο στα χρώματα της αυγής, αφήνει πίσω τον καπνό του υπό τους ήχους του Adagietto της 5ης Συμφωνίας του Μάλερ, είναι το κύριο μοτίβο αυτής της μοναδικής δημιουργίας.
Ανδρέας Άννινος