Σκηνοθεσία: Todd Field

Σενάριο: Todd Field

Παίζουν: Cate Blanchett, Noemie Merlant, Nina Hoss, Sophie Kauer, Marc-Martin Straub, Adam Gopnik, Mark Strong, Sylvia Flote

Παραγωγή: ΗΠΑ, 2022

Διάρκεια: 2 ώρες 38 λεπτά

«Ο ναρκισσισμός των μικρών διαφοροποιήσεων, οδηγεί στον πιο βαρετό κονφορμισμό.»

Λίντια Ταρ. Λίγα βιογραφικά στοιχεία του χαρακτήρα που έπλασε ο Todd Field: Μια από τις σπουδαιότερες μορφές της μουσικής των καιρών μας. Πολυσχιδής: διπλωματούχος σολίστ του πιάνου από το Curtis Institute, μέλος της Φ.Β.Κ του Harvard, Διδάκτωρ της Μουσικολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης με βαθιά γνώση στη μουσική των αυτόχθονων λαών της Ucayali Valley στο ανατολικό Περού, όπου έζησε πέντε χρόνια με την κοινότητα των Shipibo-Conibo. Ως μαέστρος, ξεκίνησε την καριέρα της με την ορχήστρα του Κλίβελαντ, μιας εκ των «Πέντε Μεγάλων», όπως αποκαλούνται. Ακολούθησε μια σειρά από σημαντικές θέσεις, μεταξύ των οποίων η Ορχήστρα της Φιλαδέλφεια, η Συμφωνική του Σικάγο, της Βοστόνης, η Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης. Συναυλίες για πρόσφυγες, προώθηση έργου σύγχρονων συνθετών. Μέντοράς της ο Λέοναρντ Μπερνστάιν, και ως εκ τούτου ενασχόληση με το έργο του Γκούσταβ Μάλερ. Ηχογράφησε τις 8 από τις 9 συμφωνίες του με τη Συμφωνική του Βερολίνου, αναβλήθηκε η 5η του λόγω πανδημίας, ενώ κυκλοφορεί και η αυτοβιογραφία της.

Σε αυτό το σημείο της καριέρας της Ταρ ξεκινά η ταινία του Todd Field. Διάσημη διευθύντρια ορχήστρας, όμως ψυχρή και κυνική, χειριστική και απόμακρη, η Ταρ εκμεταλλεύεται ανθρώπους – κυρίως γυναίκες – μέσω της εξουσίας που διαθέτει πάνω τους. Βοηθοί διευθυντή ορχήστρας, πρώτα βιολιά, προσωπικοί βοηθοί, κατώτεροι μαέστροι, όλοι σφάζονται στα πόδια της για μια παρτιτούρα, μια καλή κουβέντα, μια αγκαλιά. Παράλληλα, άγνωστοι στέλνουν ειρωνικά για το πρόσωπό της μηνύματα όταν την συναντήσουν σε κάποια πτήση. Ούτως ή άλλως το ευρύ κοινό δεν ασχολείται με τον Μάλερ, πόσω μάλλον με μια σύγχρονη μουσικό της καθαρής μουσικής. Εδώ, ο Field ασκεί κριτική στον θεατή που από πολύ νωρίς θα έχει απορρίψει τον εστετισμό της Λίντια Ταρ, τις φαινομενικά περίπλοκες διαδρομές του πνεύματός της, την εξεζητημένη ρητορική της. Όμως, πρέπει να σημειωθεί ότι τίθενται ζητήματα αποδοχής, διότι τα χαρακτηριστικά που καθιστούν έναν χαρακτήρα σνομπ, είναι η ταυτότητά του, ο τρόπος με τον οποίο ζει και εξελίσσεται. Καθώς η ταινία προχωρά, φανερώνεται ότι η Ταρ δεν είναι προβληματική λόγω της σεξουαλικής ταυτότητάς της ή λόγω του ελιτισμού της, αλλά λόγω της χειριστικής, υπονομευτικής τακτικής της όσον αφορά ανθρώπους που εξάντλησε τη χρησιμοποίησή τους.

Τοποθετεί δηλαδή τους ήρωές του ο Field, σε μια επαμφοτερίζουσα κατάσταση, όπου κάθε στιγμή ο καλός είναι κακός και ο κακός γίνεται καλός. Για να αλλάξει εκ νέου την ποιότητά τους, όπως στο The Well-Tempered Clavier: Book 1, 1.Prelude C Major του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, όπου η ερώτηση και η απάντηση διαλεκτικά δεν σταματούν ποτέ. Τρανταχτό παράδειγμα αποτελεί το μεγάλο μονοπλάνο των 10 λεπτών στην Τζούλιαρντ, όπου η Ταρ παραδίδει ένα masterclass. Ένα ατυχές περιστατικό για τον δύσμοιρο Μαξ, σπουδαστή και επίδοξο διευθυντή ορχήστρας. Στο εν λόγω μονοπλάνο, πέραν της δημιουργίας χώρων, κάδρων, σχέσεων ανάμεσα στους ηθοποιούς, ο διάλογος – μονόλογος λόγω της θέσης της Ταρ απέναντι στον Μαξ – θυμίζει κάτι από Ρούμπεν Έστλουντ. Ολόκληρη η σεκάνς, αλλά και άλλα σημεία της ταινίας θυμίζουν τον συνεπή σουηδό σκηνοθέτη, χωρίς όμως αυτή να είναι η κύρια επιρροή του Field.

Σεβασμός: μια κούφια λέξη της αστικής ρητορικής. Όπως ο ρυθμός στην ταινία δίνεται από την εναλλαγή ισχυρών και ασθενών μερών – ακριβώς όπως και στη μουσική – έτσι και η φοβία που δημιουργεί η εξουσία, αλλά και η ισχυρή προσωπικότητα της Ταρ, δημιουργεί σχέσεις συνεχών διακυμάνσεων. «Η καταγγελία ισοδυναμεί με ενοχή στις μέρες μας», της λέει προς υποστήριξή της σε ένα σημείο ένας από τους δασκάλους της, για να την αγνοήσει λίγες σεκάνς αργότερα, όταν μια συρραφή από τα λεγόμενά της στο επίμαχο masterclass θα δημιουργήσει έναν ρατσιστικό οχετό. Αθώα για αυτή την κατηγορία, ένοχη όμως για την εγκληματική της υπεροψία και τη δολοπλόκο φύση της, με μοιραία αποτελέσματα για μια από τις προστατευόμενές της.

Η ταινία βρίθει από αναφορές στον Μίκαελ Χάνεκε: Από τους τίτλους αρχής – λιτοί, λευκά γράμματα σε μαύρο φόντο, χωρίς καμία βιασύνη – (μάλιστα το πρώτο πλάνο είναι μια live καταγραφή ενός γεγονότος, όμοια ακολουθία με το Happy End του αυστριακού σκηνοθέτη) – το σκληρό κοντράστ της εικόνας, αλλά και τον soft φωτισμό ανά περίπτωση, κυρίως φιλτραρισμένο από κουρτίνες, την τελική σκηνή του σχολείου, που κινηματογραφείται ως ένας ουδέτερος παρατηρητής να κοιτάζει μια δυσάρεστη σκηνή, την χρήση αποκλειστικά και μόνο φυσικού ήχου, έως και τους χαρακτήρες – ψυχροί και απορροφημένοι στην κατάστασή τους – ο Field αφιερώνει σκηνοθετικά τη δουλειά του σε έναν από τους πιο σημαντικούς κινηματογραφικούς δημιουργούς. Το κάνει αυτό δε και με ένα ντεκουπάζ – τεμαχισμός της σκηνής σε πλάνα – ελλειπτικό και ουσιαστικό, σε συνδυασμό με τα ψυχρά χρώματα του περιβάλλοντος όταν η Ταρ είναι μόνη της, βυθισμένη σε μια παράλληλη πραγματικότητα, και τα θερμά των εσωτερικών χώρων και με τις εμφανείς φωτιστικές πηγές, όταν δημιουργεί μαζί με ομότεχνούς της.

Εύστοχη κοινωνική κριτική, χωρίς να απεμπολεί την αυτοκριτική πάνω στην ίδια τη φύση του κινηματογράφου, αρμονικά διαπραγματευόμενη τη φόρμα και το περιεχόμενο – με απέχθεια στις «αόρατες φόρμες», για τις οποίες κάνει λόγο η Ταρ – η ταινία είναι λογικό να αντιμετωπίσει κραδασμούς, τους οποίους όμως απορροφά χάρη κυρίως στην υπέροχη σκηνοθετική δουλειά του Field, αλλά και στην ευθύβολη και καθαρή ερμηνεία της εξαιρετικής Κέιτ Μπλάνσετ.

Ανδρέας Άννινος

Leave a comment