Σκηνοθεσία: Αλεξάντερ Πέιν
Σενάριο: David Hemingson
Παίζουν: Πολ Τζιαμάτι, Νταβάιν Τζόι Ράντολφ, Ντόμινικ Σέσα
Παραγωγή: ΗΠΑ – 2023
Διάρκεια: 2 ώρες 13 λεπτά
Ο Πολ Χάναμ (Πολ Τζιαμάτι), καθηγητής Ιστορίας στην Ακαδημία Μπάρτον στη Μασαχουσέτη υποχρεώνεται να παραμείνει στο απομονωμένο campus κατά τη διάρκεια των χριστουγεννιάτικων εορτών του 1970, ως υπεύθυνος των παιδιών που δε θα φύγουν για διακοπές. Οι συνθήκες φέρνουν τον σκληρό και παράξενο Χάναμ κοντά στον κακότροπο μα ταυτοχρόνως ευαίσθητο μαθητή του, Άνγκους Τάλι (Ντόμινικ Σέσα), αφού μαθαίνει ο ένας για τον άλλον τη βασανισμένη ιστορία του. Στην παρέα τους προστίθεται η μαγείρισσα της Ακαδημίας, Μαίρη Λαμπ (Νταβάιν Τζόι Ράντολφ), προσφάτως χαροκαμένη μάνα του Πολέμου του Βιετνάμ.
Η λέξη κλασικός βγαίνει από το λατινικό «classis», που σημαίνει τάξη, σειρά, αλλά και στόλος. Όπως γράφει ο Μπόρχες, όλα είναι οργανωμένα, τακτοποιημένα μέσα σε ένα κλασικό έργο, shipshape όπως λένε οι Άγγλοι. Αυτή είναι η μία σημασία, η λιγότερο προβοκατόρικη. Κλασικό, επίσης, είναι και ένα έργο κορυφαίο στο είδος του. Η ταινία «Τα παιδιά του χειμώνα» δεν όφειλε να είναι κλασική, με την τελευταία έννοια, αφού για να αναδειχθεί ένα έργο ως κορυφαίο πρέπει να ληφθεί υπόψιν και η παράμετρος του χρόνου. Πρέπει, λοιπόν, να αντέξει στον χρόνο και να συγκριθεί με άλλα έργα για να χαρακτηριστεί ως κλασικό, κριτήριο που η εν λόγω ταινία (αν και προσπαθεί) εκ των πραγμάτων δεν πληροί. Αν όμως εξετάσουμε την πρώτη σημασία, αυτή του τακτοποιημένου, έχοντος σχήμα και όχι άσχημου έργου, τότε η ταινία του Αλεξάντερ Πέιν είναι άμεσα κλασική (instant classic).
Τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την αξία της; Απολύτως τίποτα σε πρώτο επίπεδο. Κατά πάσα πιθανότητα θα είναι μια ταινία που θα αντέξει ως ένα βαθμό στον χρόνο (σε αντίθεση με πολυδιαφημισμένες και πολυβραβευμένες multiverse ταινίες), λόγω και του χριστουγεννιάτικου context. Ακόμα, μπορεί με βεβαιότητα να κατατεθεί ότι πρόκειται για μια από τις πιο γλυκές ταινίες των τελευταίων ετών και ως τέτοια έλειπε από την κινηματογραφική παραγωγή. Η πλοκή είναι ενδιαφέρουσα αν και προβλέψιμη, τα κλισέ σε βαθμό φλυαρίας δεν αποφεύγονται, η μουσική είναι γλυκερή και επίσης προβλέψιμη, η φωτογραφία με την πατίνα που υποστηρίζει την «παλαιότητα» (ή τον άμεσα κλασικό χαρακτήρα) της ταινίας έχει ενδιαφέρον ως case study και όχι ως κάτι που προσθέτει ή αφαιρεί στην ποιότητά της. Θα μπορούσε να λείπει και να μην αποτελεί πρόβλημα, όχι όμως ότι είναι άσχημη.
Δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να ενθουσιάζεται κανείς με «Τα παιδιά του χειμώνα». Σκηνοθετικά, αυτό που συμβαίνει είναι ακριβώς εκείνο που αναφέρει μέσα στην ταινία ο Χάναμ, όταν παρουσιάζεται άτεγκτος μπροστά στον διευθυντή του: Ο Πέιν ενσταλάζει βασική ακαδημαϊκή πειθαρχία στο δημιούργημά του, και το κάνει άψογα. Δομικά είναι μια ταινία χωρίς πολλά ψεγάδια, χωρίς όμως και κάποιο ιδιαίτερο γνώρισμα που θα την έκανε να ξεχωρίσει. Είναι μάλιστα απορίας άξιον για ποιο λόγο στο ξεκίνημά της χρησιμοποιούνται κατά κόρον cross-fade μεταβάσεις, που σαφέστατα θυμίζουν αυτά της Λάμψης του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, που σε συνδυασμό με τη διαμηνυόμενη απομόνωση σε ένα επιβλητικό τεράστιο κτίριο – καλύτερα: συγκρότημα κτιρίων – δημιουργούν μια εσάνς θρίλερ εντελώς απρόσμενη και άτοπη. Από την άλλη πλευρά, δεν υπάρχει και λόγος να απογοητευτεί κανένας από «Τα παιδιά του χειμώνα», όμως αυτή είναι μια άλλη ιστορία που μάλλον πρέπει να απασχολήσει τον ίδιο τον δημιουργό.
Ανδρέας Άννινος