Σκηνοθεσία: Ρομάν Πολάνσκι
Πρωταγωνιστούν: Χιου Γκραντ, Πίτερ Κογιότ, Εμανουέλ Σενιέ, Κρίστιν Σκοτ Τόμας
Παραγωγή: Μ. Βρετανία, Γαλλία, 1992
Διάρκεια: 139΄
Ο Νάιτζελ Ντόμπσον (Χιου Γκραντ) και η γυναίκα του Φιόνα (Κρίστιν Σκοτ Τόμας) γιορτάζουν τα επτά έτη γάμου τους πραγματοποιώντας μια κρουαζιέρα από τη Μ. Βρετανία προς την Κωνσταντινούπολη. Από εκεί τους περιμένει μια νέα μετάβαση προς τον τελικό τους προορισμό, την Ινδία. Η πορεία του ταξιδιού για το δυτικό συντηρητικό ζευγάρι κυλλά ήρεμα έως αδιάφορα, μέχρις ότου να βρεθεί στο διάβα τους η έντονα σαγηνευτική γυναικεία παρουσία, της Μιμί (Εμανουέλ Σενιέ).
Η Μιμί αναγκάζει τον Νάιτζελ να βρεθεί σε μια νέα αλλοπρόσαλλη κατάσταση και να πυροδοτήσει τη σε λήθαργο ερωτική εγκεφαλική ζωή του. Μετά από μια εξαιρετική σεκάνς, που στέκεται στο αποτυχημένο φλερτ τους στο μπαρ του πλοίου, ξετυλίγεται και το πραγματικό κομμάτι της ιστορίας. Η διόλου τυχαία άμεση συνάντηση τού μόλις ερωτικά πληγέντα από τις πρόσφατες φαντασιώσεις του Νάιτζελ, με τον ανάπηρο άντρα της, τον Όσκαρ (Πίτερ Κογιότ) καταλήγει σε μια μυστηριώδη σειρά επισκέψεων του πρώτου στην καμπίνα του. Εκεί, επί σειρά ημερών ακούει από τον Όσκαρ ευφάνταστες διηγήσεις και πράγματα που αφορούν την επαφή του με το σκοτεινό πλάσμα, τη γυναίκα του. Ένα κράμα αγωνίας και μίσους από την πλευρά του, που βαθμιαία δίνει όλες τις απαντήσεις για το πόσο μπορεί να νιώσει απέχθεια κάποιος για τον άλλον προσθέτοντας και τις ξεφτισμένες αναμνήσεις.
Ο σκηνοθέτης διαλέγει να διακόπτει τη ροή με αρκετά φλας μπακ για να εξιστορήσει την ιστορία του Όσκαρ σχετικά με τη γνωριμία του με τη Μιμί. Το πρώτο κομμάτι της ταινίας είναι γυρισμένο στην Πόλη του Φωτός. Το Παρίσι ως επιλογή μέρους καθορίζει το βάθος περί έντασης και πάθους που διαποτίζει τον τότε wannabe συγγραφέα Όσκαρ από τη πρώτη στιγμή που αντικρίζει την τότε χορεύτρια Μιμί. Άπλετες σκηνές σεξουαλικής μέθης εξαιρετικά αναλυμένες και γυρισμένες από το Ρoμάν Πολάνσκι. Αγκαλιάζουν έτσι το νόημα της μέγιστης εγκεφαλικής χειραγώγησης μέσω της ηδονής, που δεν αρκεί να κρατήσει μια ανθρώπινη σχέση οδηγώντας σαδιστικά αλλά όχι πολύ αργά σε φυσιολογική κατάρρευση από την πλευρά του Όσκαρ, που αναζητά κάτι άλλο μέσα του ώστε να περνά την ώρα του.
Παράλληλα ο Πολάνσκι με τις αλλεπάλληλες σκοτεινές λήψεις στο πλοίο και την καμπίνα υποβάλλει το θεατή αρκετά έξυπνα. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργεί και συνδυάζει αρμονικά ένα ψυχολογικό θρίλερ με έντονες συναισθηματικές εξάρσεις με πάτημα κυρίως στις έξυπνες ατάκες με βάση τις ερωτικές σχέσεις των δύο φύλων.
Το καστ των ηθοποιών είναι αρκετά προσεγμένο. Με τον τότε φέρελπι νεαρό ηθοποιό Χιου Γκραντ να ταυτίζεται πλήρως με το ρόλο ενός τυπικά παντρεμένου άντρα που έχει ήδη χάσει το όποιο σεξουαλικό ενδιαφέρον, έχοντας στο πλάι του ως alter ego τη Κρίστιν Σκοτ Τόμας. Στον αντίποδα ο Πίτερ Κογιότ συνοψίζει με την ένταση της ερμηνείας του το μέγεθος του αρχικού τυφλού πάθους του υπό το φόντο της εξαιρετικής Εμανουέλ Σενιέ που ενσαρκώνει το ρόλο μιας γνήσιας femme fatale.
Σίγουρα δεν πρόκειται για την πιο άρτια σκηνοθετική δουλειά του Πολάνσκι. Παρόλα ταύτα καταφέρνει με ένα αξιόλογο σενάριο βασισμένο στη νουβέλα του γάλλου συγγραφέα, Πασκάλ Μπρυκνέρ, «Lunes de fiel» να αφήσει το θεατή να αντλήσει τα δικά του συμπεράσματα για τις ακραίες ερωτικές φαντασιώσεις – καταστάσεις – συμπλέγματα, τη φθορά μέσα στο γάμο και το μέλλον που δεν μπορούμε να προβλέψουμε. Όλα αυτά που καμιά φορά νομίζεις ότι απλοποιούνται, θυμίζοντας την ατάκα της Κρίστιν Σκοτ Τόμας: «Τα παιδιά μπορεί να θεραπεύσουν ένα γάμο».
Λεωνίδας Ρηγόπουλος