Σκηνοθεσία: Ναντάβ Λαπίντ
Σενάριο: Ναντάβ Λαπίντ, Χαΐμ Λαπίντ
Παίζουν: Κουεντίν Ντολμέρ, Τομ Μερσιέ, Λουίζ Σεβιγιότ
Παραγωγή: Γαλλία – Ισραήλ, 2019
Διάρκεια: 2 ώρες 3 λεπτά
Χρυσή Άρκτος στο Φεστιβάλ Βερολίνου 2019
Ο Γιοάβ «δραπετεύει» από το Ισραήλ και καταφθάνει στη Γαλλία, θέλοντας να αποκοπεί μια και καλή από τις ρίζες του. Στο Παρίσι, θα αναπτύξει φιλικούς δεσμούς με ένα παράξενο ζευγάρι.
Τα Συνώνυμα αναπνέουν τον παρισινό αέρα, με τη φόρα ενός Γκοντάρ, αλλά και τoν εκλεπτυσμένο αυθορμητισμό ενός Ρομέρ. Οι γωνίες του Παρισιού αυτή τη φορά δεν θα γίνουν τοπίο του ύφους της Νουβέλ Βαγκ, ούτε αφορμή για τις λαβυρινθώδεις αναζητήσεις και τους μακροσκελείς διαλόγους του ευφυούς Ρομέρ. Αυτή τη φορά είναι μια ταινία «πάνω στην πολιτική», όπως έγραφε ο Βασίλης Ραφαηλίδης, που αποτυπώνει το πλέον φωτογραφημένο κέντρο ευρωπαϊκής πρωτεύουσας. Με λίγα λόγια, πρόκειται για μια ταινία που αρθρώνει λόγο πολιτικό, είτε αυτός είναι σύμφωνος με τα πιστεύω του θεατή, είτε όχι.
Στις παραπάνω επιρροές έρχεται να προστεθεί και αυτή των Ονειροπόλων. Ο Εμίλ και η Καρολίν παραπέμπουν κραυγαλέα στον Τεό και την Ιζαμπέλ του αριστουργήματος του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι. Οι αναφορές αυτές δεν κατέχουν την πρωτοκαθεδρία στο φιλμικό κείμενο, ένα κείμενο στολισμένο με την καλλιέπεια του Γιοάβ, και τις ειλικρινείς του εξομολογήσεις. Η αντίφαση είναι ότι ο ισραηλίτης πρόσφυγας, που τώρα μαθαίνει γαλλικά, μαγεύει με τις ιστορίες του το εξαντλημένο, από ερωτική μπαταρία, ζευγάρι.
Ένα φιλμικό κείμενο, το οποίο είναι σπαρμένο από το εκπληκτικό εύρημα των συνωνύμων, των λέξεων δηλαδή που έχουν το ίδιο νόημα με την αρχική. Πληγομένος από το παρελθόν του, ο Γιοάβ αποδίδει στο κράτος του Ισραήλ τα επίθετα, «μοχθηρό, αισχρό, αδαές, βλακώδες, ποταπό, βρωμερό, άξεστο, απεχθές, αντιπαθές, θλιβερό, αποκρουστικό, μισητό, κακοπροαίρετο, κακόψυχο». Για να λάβει την απάντηση του Εμίλ, «καμιά χώρα δεν είναι όλα αυτά μαζί. Διάλεξε». Και εδώ έχει πολύ μεγάλη σημασία η χρήση των ουσιαστικών κράτος και χώρα, που δεν είναι συνώνυμα. Και βέβαια, δεν είναι. Και βέβαια, στο κράτος της κάθε χώρας μπορούν να αποδοθούν όλοι αυτοί οι επιθετικοί προσδιορισμοί, αφού πρόκειται για έναν καταπιεστικό μηχανισμό που εξουθενώνει τους πολίτες.
Οι μεγαλεπήβολες σκέψεις των πατριδοσκεπτικιστών, μέσα στους οποίους προεξέχουσα θέση κατέχει ο Γιοάβ, είναι περισσότερο ειλικρινείς από την ήρεμη αναισθησία των ανενόχλητων πατριδοκάπηλων. Και σε κάθε περίπτωση, οι σκέψεις αυτές μπορούν και να αποδώσουν καρπούς, ενώ η υποκρισία της δυτικής προπαγάνδας περί σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όταν για να γίνεις πολίτης της Γαλλίας πρέπει να δηλώσεις υποταγή σε οτιδήποτε πρεσβεύει το γαλλικό σύνταγμα – από τους φρικτούς στίχους της Μασσαλιώτιδας μέχρι την απαγόρευση της θρησκευτικής λατρείας και την αντιμετώπιση των αιτούντων άσυλο ως άξεστων αγροίκων – η υποκρισία λοιπόν αυτή είναι στείρα και καταδικασμένη να αποτύχει σε βάθος χρόνου.
Όχι πάντως σε αυτή την ταινία. Εδώ, ο Γιοάβ πίστεψε ότι θα βρεθεί σε μια χώρα, ίσως και σε ένα κράτος, που δεν έχει τα ίδια επίπεδα μοχθηρότητας, βλακείας, ποταπότητας και λοιπών συνωνύμων. Και η φόρμα της ταινίας ακριβώς σε αυτό παραπέμπει: η κάμερα χωρίς ισορροπία ακολουθεί τα αγωνιώδη οδοιπορικά του Γιοάβ στο αχανές Παρίσι, στα οποία η ελπίδα μετατρέπεται σε πικρή συνειδητοποίηση μιας παγκόσμιας κοινότητας. Αυτή της χυδαιότητας.
Ανδρέας Άννινος