Σκηνοθεσία: Aleksandar Petrovic
Σενάριο: Aleksandar Petrovic
Παίζουν: Τζάνεζ Βρόβεκ, Μπεκίμ Φεχμίου, Ολιβέρα Καταρίνα, Βελιμίρ Ζιβογίνοβιτς, Γκορντάνα Γιοβάνοβιτς, Ραχέλα Φεράρι, Στόγιαν Ντέσρεμικ, Σεβέριν Μπιέλιτς
Παραγωγή: Γιουγκοσλαβία – 1967
Διάρκεια: 1 ώρα 34 λεπτά
Μεγάλο Ειδικό βραβείο της Επιτροπής του Φεστιβάλ Καννών 1967
Ο Μπόρα (Μπεκίμ Φεχμίου) είναι ένας δραστήριος τσιγγάνος που ασχολείται με το εμπόριο των πούπουλων της χήνας. Ερωτευμένος με την Τίσα και ερωτικά ασυλλόγιστος εν γένει, έρχεται σε κόντρα με τον Μίρτα, έναν ανταγωνιστή τόσο στο εμπόριο όσο και στο κυνήγι της Τίσα. Τι κι αν είναι θετή κόρη του, ο Μίρτα παθιάζεται και η κοκορομαχία έχει άσχημα αποτελέσματα. Η τσιγγάνικη ζωή βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του Πέτροβιτς σε μια ταινία με σπάνιες αρετές.
Ο Μπεκίμ Φεχμίου εισάγεται στην ταινία ως ένας βαλκάνιος Ζαν Πολ Μπελμοντό. Η εξωτερική ομοιότητα του με τον ηθοποιό-σύμβολο της Νουβέλ Βαγκ δεν αποτελεί τη μόνη συγγένεια με το κύμα που παρέσυρε τα πάντα στο πέρασμά του. Η εισαγωγική σεκάνς, κατά την οποία γίνονται γνωστά στον θεατή τα περισσότερα διηγητικά στοιχεία που θα του φανούν χρήσιμα, είναι μια ωδή στο À bout de souffle: η υποκριτική του Φεχμίου, τα πλάνα από το εσωτερικό του αυτοκινήτου προς το εξωτερικό, αλλά και αντιστρόφως, οι ενδυματολογικές επιλογές για τους πρωταγωνιστές, ο ασύγχρονος ήχος και το ελεύθερο μοντάζ συγκεντρώνουν όλα τα υφολογικά στοιχεία που παραπέμπουν στην κινηματογραφική γραφή του Ζαν Λικ Γκοντάρ. Απουσιάζουν τα jump cuts, όμως όταν ο ταξιτζής ανοίγει το ραδιόφωνο και ακούγεται ένα γαλλικό τραγούδι, ο Πέτροβιτς κλείνει το μάτι στο θεατή. Απολύτως επιτυχημένη αφιερωματική σεκάνς.
![](https://cinepatra.gr/wp-content/uploads/2022/09/ezgif.com-gif-maker-1024x685.jpg)
Ο μοντέρνος κινηματογράφος – εδώ και χρονολογικά και υφολογικά αρκετά συγκεχυμένος με τον κινηματογράφο μετά τον μοντέρνο – στράφηκε σε θεματολογία που έως τότε δεν είχε θίξει σε μεγάλο βαθμό. Στο Συνάντησα και ευτυχισμένους τσιγγάνους η τσιγγάνικη ζωή περιγράφεται εις βάθος, χωρίς ελιγμούς και ακαλλώπιστα. Ενδεχομένως τα κενά κάδρα και τα ασυνεπή champ-contre champ να μην συναντιούνται συχνά στην ταινία, είναι όμως παρόντα και εκφραστικά. Τα κοντινά που χρησιμοποιεί ο Πέτροβιτς μεγαλώνουν τις φιγούρες των τσιγγάνων, τους κάνουν επιβλητικούς, και πράγματι πρόκειται για πληθωρικές προσωπικότητες που η αδιαφορία τους για τη ζωή αντικατοπτρίζεται στην παράβλεψη του θανάτου. Το πιο τραγικό συμβάν στην κοινωνία τους δεν μπορεί να τους βλάψει για πολύ, κάτι που ενσωματώνει πανέξυπνα ο Πέτροβιτς και στην αφήγηση: ένα μωρό που κλαίει, στο επόμενο κατ είναι νεκρό και η μάνα κλαίει από πάνω του. Ακόμα ένα κατ, ο Μπόρα πηγαίνει στην ηγουμένη που του χρωστά χάρη να το βαφτίσει έστω και νεκρό. Στο επόμενο, μια ομάδα τσιγγάνων παίζουν χαρτιά μέσα σε ένα βαν, ανάμεσά τους και ο πατέρας του μωρού.
Η ελλειπτική γραφή κάνει τη δράση πυκνή και καταγράφει σε λίγο φιλμικό χρόνο τη μεγάλη περιπλάνηση των τσιγγάνων. Όπως η ζωή και ο θάνατος έχουν ακαθόριστα όρια μεταξύ τους, το ίδιο ισχύει και για το σωστό και το λάθος. Ακόμα και αν ο Μπόρα αναστάτωσε την κοινότητα, κανένας δεν φανερώνει στις αρχές τα ίχνη του. Ίσως και να μην τα γνωρίζουν, όμως ακόμα και αν τα γνώριζαν θα απέκρουαν τον εξωτερικό παράγοντα που έρχεται να παραβιάσει το απόρρητό τους. Ούτως ή άλλως, ο εκπρόσωπος της αρχής δηλώνει απερίφραστα ότι «με τους τσιγγάνους μόνο ένα αλισβερίσι έχω: να πίνω μαζί τους… αλλιώς τους ρίχνω στη στενή».
Οι επιρροές του Πέτροβιτς είναι σαφείς και ευανάγνωστες, όμως η ταινία του άφησε κληρονομιά στον Εμίρ Κουστουρίτσα να μιλήσει για τους τσιγγάνους με έναν τρόπο που μοιάζει ίδιος, ευρηματικά παραλλαγμένος εντούτοις, χάρισε και στο Requiem for a Dream το μοτίβο της τηλεόρασης: ο Μπόρα παίρνει την τηλεόραση από τη σύντροφό του με σκοπό να την πουλήσει, την επιστρέφει όταν τα οικονομικά του είναι ανθηρά, την ξαναπαίρνει και ούτω καθεξής. Η φευγαλέα υφή της ζωής των τσιγγάνων με εντυπωσιακή δραματουργική οικονομία μπορεί να συνοψίσει το Συνάντησα και ευτυχισμένους τσιγγάνους.
Ανδρέας Άννινος