Σκηνοθεσία: Ντάριο Αρτζέντο
Σενάριο: Ντάριο Αρτζέντο, Ντάρια Νικολόντι (Ελαφρά βασισμένο στη συλλογή διηγημάτων «Suspiria de Profundis» του Τόμας ντε Κουίνσυ)
Παίζουν: Τζέσικα Χάρπερ, Στεφανία Καζίνι, Αλίντα Βάλι
Παραγωγή: Ιταλία, 1977
Διάρκεια: 1 ώρα 39 λεπτά
Μια σειρά από παράξενα περιστατικά συμβαίνουν σε μια φημισμένη γερμανική σχολή χορού. Η Σούζι Μπάνιον (Τζέσικα Χάρπερ), άρτι αφιχθείσα από την Αμερική, σύντομα αντιλαμβάνεται ότι η ακαδημία κρύβει επικίνδυνα μυστικά. Η ιστορία προέρχεται από το «Suspiria de Profundis» (1845) – «Στεναγμοί από τα βάθη» στα ελληνικά – μια συλλογή διηγημάτων του Τόμας ντε Κουίνσυ.
Κρεμασμένες μαύρες αφίσες με την κόκκινη από αίμα λίμνη, που προέρχεται από τη λευκή μπαλαρίνα ή η άλλη με το στόμα που ουρλιάζει και τη μυστηριώδη λέξη Suspiria πάνω της. Όταν κάποιος φίλος είχε κάποια από τις παραπάνω κρεμασμένη σε κάποιο σημείο του σπιτιού του, ήξερες ότι κρυβόταν ένας βαθύ πάθος για τη συγκεκριμένη ταινία. Όταν, λοιπόν, έφτανε η στιγμή του άχαρου διαλόγου ανάμεσα σε αυτόν τον φίλο και σε κάποιον αμύητο στις ταινίες τρόμου, υπήρχε πάντα μια αδυναμία στην εξήγηση της λατρείας του προς το «Suspiria». Η αδυναμία αυτή κατέληγε στην επίκληση στην εμπειρία, δημιουργώντας ένα πέπλο μυστηρίου για το συγκεκριμένο έργο, που για πολλούς λόγους καλύπτεται από αυτό και παραμένει ερμητικό και γοητευτικό μετά από πολλά χρόνια.
Το «Suspiria» είναι πράγματι μια ταινία που πρέπει κανείς να τη ζήσει και είναι βέβαιο ότι στην κινηματογραφική αίθουσα πρέπει να είναι μια σινεφίλ εμπειρία αδιανόητης αξίας. Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός επίσης ότι ο Αρτζέντο κρατά το θεατή με κομμένη την ανάσα σε όλη τη διάρκεια αυτής της γεωμετρικά σχεδιασμένης ταινίας τρόμου, με τα φτωχά εφέ, τα τόσο ταιριαστά όμως στη συνολική αισθητική και υφολογική προσέγγιση του σκηνοθέτη. Από τις κραυγές της Τζέσικα Χάρπερ, τα κοντινά σε παραμορφωμένα, τρομακτικά πρόσωπα του προσωπικού της σχολής μπαλέτου, την άφθονη κέτσαπ που τοποθετείται στρατηγικά με στόχο την κατασκευή του πλάνου, έως την εξαίσια κι αλλόκοτη ηχητική επένδυση της ταινίας, είναι φανερή η συνολική δομή της, η στόχευσή της και η μετέπειτα δικαιολογημένη κατάταξή της στην κορυφή των ταινιών τρόμου.
Καμία σημασία δεν έχουν οι κώδικες του είδους, τουλάχιστον δεν τραβούν την προσοχή στο «Suspiria». Οι αιματοβαμμένες σεκάνς της δεν κρύβουν κάποια μεγάλη έκπληξη βασισμένη στην πλοκή, όμως η ιδιαίτερη θέση τους στην κινηματογραφική παράδοση αιτιολογείται με το παραπάνω, αφού η σύζευξη εικόνων λουσμένων στο εφιαλτικό, μαγικό κόκκινο, το αποκρουστικό, νοσηρό, μοιραίο πράσινο και το νυχτερινό μπλε που εγκυμονεί κινδύνους, με την παράφορα ερωτεύσιμη μουσική, τον κινηματογραφικό ασυνεχή ήχο, τις οξείες αιχμές του διηγητικού ήχου, η σύζευξη αυτή δημιουργεί μια τέτοια αρμονία που κι αυτή με τη σειρά της έρχεται σε γοητευτική αντίθεση με το περιεχόμενο, κρατώντας αιχμάλωτο το θεατή σε αυτή την οπτικοακουστική εμπειρία.
Εν τω μεταξύ, το επίμονα ρυθμικό μοντάζ έχει δημιουργήσει εκείνες τις συνθήκες που ευνοούν το σασπένς, η ύπαρξη του οποίου αποτελεί τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή των ταινιών τρόμου, τουλάχιστον των αξιόλογων. Τα πολύ γενικά πλάνα που ενσωματώνει ο Αρτζέντο στις σεκάνς φόνου, που προσφέρουν παγωμένες κατόψεις της σκηνής του εγκλήματος, είναι εντελώς απρόσμενα, τόσο μαγικά όσο και η ίδια η ταινία. Οι αντικατοπτρισμοί τονίζουν τις εξεζητημένες συμμετρίες, και μετατρέπουν το απεχθές σε ζωτικό, το αποκρουστικό σε ένα σπάνιο έργο τέχνης, που σίγουρα δεν είναι για όλους.
Όμως και πάλι, είναι επιεικώς άδικη οποιαδήποτε εκλογίκευση του «Suspiria», μιας δημιουργίας μελετημένης και δομημένης με λεπτομέρεια, και που μέσα από λοξά μονοπάτια, όμως χωρίς ύπουλα τεχνάσματα, προσκαλεί το θεατή να δοκιμάσει ένα μείγμα τρόμου και απεριόριστου θαυμασμού για το σκηνοθετικό επίτευγμα. Τελικά, εκείνος ο φίλος κάτι ήξερε.
Ανδρέας Άννινος