Σκηνοθεσία: Ντάριους Μάρντερ

Σενάριο: Ντάριους Μάρντερ, Εϊμπραχαμ Μάρντερ

Παίζουν: Ριζ Αχμέντ, Ολίβια Κουκ, Πολ Ράτσι, Λόρεν Ρίντλοφ, Ματιέ Αμαλρίκ

Παραγωγή: Η.Π.Α. – 2019

Διάρκεια: 2 ώρες

Ο Ρούμπεν είναι ντράμερ σε metal συγκρότημα και προσφάτως απεξαρτημένος χρήστης ναρκωτικών. Μετά από την αιφνίδια απώλεια της ακοής του, συμμετέχει σε μία κοινότητα κωφών, ύστερα και από την προτροπή της Λου, της κοπέλας του και συνοδοιπόρου του στον δύσβατο δρόμο της απεξάρτησης και της αναζήτησης ψυχολογικής ισορροπίας. Εκεί, ο Τζο, ο επικεφαλής της κοινότητας, τον υποδέχεται προσπαθώντας να τον εντάξει, όμως ο Ρούμπεν κάνει δεύτερες σκέψεις σχετικά με το μέλλον του.

Θεματικά πρόκειται για μια εξαιρετικά βαριά ταινία, καθώς η απώλεια της ακοής ή οποιασδήποτε εκ των αισθήσεων του ανθρώπου είναι μια εξαιρετικά δυσάρεστη συνθήκη, την οποία ναι μεν πρέπει κανείς να ξεπεράσει και να προσαρμοστεί σε αυτήν, αλλά από την άλλη πλευρά δεν υπάρχουν συνταγές για τη σωστή στάση μπροστά σε μια τέτοια δοκιμασία. Και από αυτή την άποψη, η ταινία προσφέρει μια βάση γόνιμου διαλόγου, καθώς υπογραμμίζεται αυτό το πάγωμα μπροστά στην καινούρια κατάσταση και στη διάθεση της παραμονής στη ζώνη ασφαλείας του πρότερου βίου.

Σκηνοθετικά, και σε επίπεδο ευρημάτων έχουμε μια ενδιαφέρουσα προσπάθεια, ιδιαίτερα από τη στιγμή που ο Ρούμπεν παίρνει μια καθοριστική απόφαση για τη ζωή του. Έτσι, ο ήχος – που άλλωστε είναι η βασική συνιστώσα της ταινίας, τόσο σημασιολογικά όσο και αισθητικά – αποκτά μια βαρύνουσα σημασία, και η σιωπή αποτελεί ένα ακόμα στοιχείο της πλοκής. Η τελευταία αναπτύσσεται με έναν ήπιο ρυθμό, με κάποιες νύξεις για τις προθέσεις του Ρούμπεν και τις άγνωστες κινήσεις της απομακρυσμένης Λου, αλλά και με το «λαβράκι» που λέγεται Πολ Ράτσι – ο οποίος ενσαρκώνει τον Τζο, μέντορα της κοινότητας κωφών – να αφήνει θαυμαστές εντυπώσεις με την ειλικρίνεια της ερμηνείας του και την ικανότητά του να χρησιμοποιεί τους σπασμούς του προσώπου του με κατασκότεινο και συνάμα ελπιδοφόρο μήνυμα. Έξυπνα ο σκηνοθέτης αφήνει ανοικτό το τέλος, στη μόνη ίσως στιγμή της ταινίας που αφήνει ήσυχη τη συναισθηματική αντίληψη του θεατή.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, μια ταινία που – στην ουσία – αξιοποιεί το εύρημα ενός μουσικού που χάνει την ακοή του, και που δεν έχει κάποιο ιδιαίτερο προτέρημα, κάποιον χρωματικό σχεδιασμό, έναν μεταβαλλόμενο ρυθμό που θα επέτρεπε την περαιτέρω εμπλοκή του θεατή σε αυτην, πέραν της αυτονόητης συμπάθειας προς το δράμα που βιώνει ο ήρωας, αυτή λοιπόν η ταινία δεν διεκδικεί δάφνες ποιότητας. Επιπροσθέτως, η κοινότητα κωφών μάλλον δυσφημείται από τον σκηνοθέτη, έτσι όπως παρουσιάζεται με την γνωστή αμερικανική αντίληψη – take it or leave it. Η αλληλεγγύη γίνεται καταναγκασμός και τα επιχειρήματα καταλήγουν να είναι ελαχίστως πειστικά.

Και να σκεφτεί κανείς ότι πρόκειται – ίσως – για την καλύτερη φετινή υποψηφιότητα για Όσκαρ.

Ανδρέας Άννινος

Leave a comment