Σκηνοθεσία: Αντρέι Ταρκόφσκι
Σενάριο: Αντρέι Ταρκόφσκι, Fridrikh Gorenshteyn (βασισμένο στο μυθιστόρημα του Stanislaw Lem)
Παίζουν: Ναταλία Μπονταρτσούκ, Ντονάτας Μπανιόνις
Παραγωγή: Σοβιετική Ένωση, 1972
Διάρκεια: 2 ώρες 47 λεπτά
«Δεν χρειαζόμαστε άλλους κόσμους. Έναν καθρέφτη χρειαζόμαστε.»
Στον διαστημικό σταθμό του πλανήτη Σολάρις, που πρακτικά αποτελείται από έναν ατελείωτο ωκεανό, κάποια ασύνδετα και ακατανόητα γεγονότα, όπως και οι παραισθήσεις του πληρώματος, γίνονται αντικείμενο έρευνας από τον ψυχολόγο Κρις Κέλβιν. Τελικά, έρχεται και ο ίδιος αντιμέτωπος με ανέλπιστες συναντήσεις, καθώς καταλαβαίνει ότι ο ωκεανός έχει υπερφυσικές ιδιότητες. Μια ταινία επιστημονικής φαντασίας το Solaris, με τη διαφορά ότι θίγει πληθώρα θεμάτων, όπως η απώλεια, οι ενοχές, η αντιδιαστολή πραγματικότητας-φαντασίας, η προσέγγιση της αλήθειας, η ίδια η κινηματογραφική γλώσσα.
Το Solaris χωρίζεται σε δύο μέρη: στο πρώτο, που λειτουργεί ως εισαγωγή, ο Κρις δεν γνωρίζει ποια είναι η κατάσταση στον άγνωστο πλανήτη, ενώ μεγάλο μέρος του διαδραματίζεται ακόμα στη Γη. Στο δεύτερο, πολλές από τις απορίες λύνονται, αφού ο Κρις γίνεται και ο ίδιος θύμα του Ωκεανού-Καθρέφτη. Ως ένας τεράστιος καθρέφτης θα πρέπει να νοείται αυτός ο υγρός και ανελέητος πλανήτης. Με πλαν σεκάνς ακολουθεί ο Ταρκόφσκι τους ήρωές του σε ένα πλαίσιο μυστηριώδες, σε αναζήτηση νοήματος, ενώ δεν έχει κανένα πρόβλημα να σφίξει το κάδρο και να το διευρύνει με zoom in και zoom out. Με αυτόν τον τρόπο ο θεατής εμπλέκεται περισσότερο με την ιστορία, βλέπει όλο το σκηνικό, δεν διακόπτεται η δράση και όπως γράφτηκε και το μυστήριο μεγαλώνει. Οι κινήσεις της κάμερας είναι απαλές, ανεπαίσθητες και, συνήθως, κάτι αποκαλύπτουν. Δημιουργείται αίσθημα αναμονής, όταν με ένα μικρό νεύμα των ηθοποιών, η κάμερα φανερώνει κάτι, στη συνέχεια ο ηθοποιός ξαναμπαίνει στο κάδρο και γίνεται και πάλι το κέντρο του.
Η ηχητική μπάντα επιτελεί δύο σκοπούς: όταν έχουμε την τέλεια απομόνωση των ήχων του περιβάλλοντος ο ασύγχρονος ήχος από τον διάλογο αποκτά όλο το βάρος και αφορά τα ερωτήματα, τους στοχασμούς, τις ανησυχίες και πολλές φορές τις ποιητικά διατυπωμένες θέσεις των ηρώων. Από την άλλη πλευρά υπάρχει ο ήχος του περιβάλλοντος (σπάνια φυσικός, κυρίως βόμβοι και ατμοσφαιρικοί ήχοι) σε συνδυασμό με τη μουσική της ταινίας, που δημιουργούν απόκοσμες διαστάσεις και χάσματα-διακοπές της κύριας αφήγησης.
«Στην ατελείωτη αναζήτησή του για την αλήθεια, ο άνθρωπος καταδικάστηκε στη Γνώση.»
Η ταινία κυριαρχείται από αντιθέσεις-δίπολα: πόλη-φύση, γη-κόσμος, άνθρωπος-ανθρωποειδές, επιστήμη-αγάπη, πραγματικότητα-φαντασία, αλλά και στη φόρμα της ταινίας, χρώμα σε αντιδιαστολή με άσπρο-μαύρο, σε πολλές περιπτώσεις σέπια. Είναι χαρακτηριστική η προβληματική του Ταρκόφσκι σχετικά με το δέσιμο του ανθρώπου με τη γη, και αυτή γεννάται από το ανεξάντλητο πάθος του ανθρώπου για εξερευνήσεις και ανακαλύψεις. Ο ένας από τους τρείς επιστήμονες που βρίσκονται στον διαστημικό σταθμό ζήτησε να μην πεταχτεί το σώμα του στο διάστημα, αλλά να «θαφτεί στη Γη, στο χώμα με τα σκουλήκια». Ακόμα, ο Κρις ρωτά τον Σνάουτ, τον επιστήμονα που έχει περάσει τον περισσότερο χρόνο στο διαστημικό σταθμό αν νιώθει ακόμα συνδεδεμένος με τη ζωή «εκεί κάτω». Άλλωστε ο Κρις, στην εναρκτήρια σεκάνς της ταινίας συλλέγει λίγο χώμα από τη Γη για να το πάρει μαζί του στην εκτόξευση. Προς το τέλος της ταινίας, αλλά και συχνά κατά τη διάρκειά της, βλέπουμε στο δοχείο να έχει φυτρώσει κάτι, και ως φόντο τον ατελείωτο Ωκεανό Σολάρις. Η βαρυτική δεν είναι η μόνη έλξη που ασκεί η Γη στον άνθρωπο.
Η σκηνή της αιώρησης, όπου ο Κρις με τη γεννηθείσα από τον Ωκεανό Σολάρις νεκρή γυναίκα του, Χάρι, υπό την επίδραση της μηδενικής βαρύτητας, «πετούν» μέσα στον διαστημικό σταθμό, με υπόκρουση το Πρελούδιο σε φα ελάσσονα του Μπαχ, αποτελεί την κορύφωση της δημιουργίας του μέγιστου Ρώσου σκηνοθέτη. Η σεκάνς αποτελείται επίσης από τεμάχια του πίνακα του Πίτερ Μπρίγκελ του πρεσβύτερου, «The Hunters in the Snow» και του home video, που ομοιάζει του πίνακα, από τα παιδικά χρόνια του Κρις, ενώ καταλήγει στην επιφάνεια του Σολάρις. Μια ανώτερη και αυθεντική σύνθεση.
Στο τέλος τα «νησιά μνήμης», ως απάντηση του Ωκεανού Σολάρις που μπήκε στο μυαλό των επιστημόνων, οι οποίοι τον χτύπησαν με ισχυρές ακτίνες Χ. Οι απαντήσεις θολώνουν, ο άνθρωπος δεν μπορεί να διαχειριστεί μια μη πραγματικότητα, στην οποία εντάσσονται στοιχεία από το υποσυνείδητό του, δηλαδή όταν ζει ένα όνειρο με παλιούς αγαπημένους, που δυστυχώς δεν είναι ποτέ οι ίδιοι. Ο Κρις ήρθε αντιμέτωπος με την ίδια του τη συνείδηση, πολύ μεγαλύτερος αντίπαλος από οποιονδήποτε Ωκεανό, από οποιονδήποτε Πλανήτη. Η μητέρα του, καθαρή ανάμνηση και συνεχές σημείο αναφοράς για εκείνον, του πλένει το λερωμένο χέρι, μια παραπομπή στη συμφιλίωσή τους και την κατάργηση των συμπλεγμάτων. Η σκηνή του γιού που γονατίζει μπροστά στον πατέρα δεν είναι μια αβραμιαία εικόνα, στεγνά θρησκευτική και παρωχημένη: εκτός από αναφορά στην Επιστροφή του ασώτου υιού του Ρέμπραντ, είναι και μια τελική σύνθεση του παρόντος και του παρελθόντος, της φαντασίας και της πραγματικότητας, της Γης και του Σολάρις. Έτσι εξηγείται και η αλλόκοτη βροχή μέσα στο σπίτι τους. Το ερώτημα, πάντως, παραμένει: πρόκειται για επιστροφή πραγματική ή για ακόμα μία «γέννα» του σκληρού πλανήτη Σολάρις;
Ένα μνημείο της ανθρώπινης νόησης το Solaris, ένα αριστούργημα μυστικιστικό, μια ωδή στην ελπίδα μα και στην απελπισία της ανθρώπινης κατάστασης.
Ανδρέας Άννινος