Σκηνοθεσία: Νίκος Νικολαΐδης

Σενάριο: Νίκος Νικολαΐδης

Διεύθυνση φωτογραφίας: Ντίνος Κατσουρίδης

Μοντάζ: Ανδρέας Ανδρεαδάκης

Ήχος: Ηλίας Ιονέσκο, Σίβυλλα Κατσουρίδη

Μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος

Ηθοποιοί: Michèle Valley, Τάκης Σπυριδάκης, Παναγιώτης Θανασούλης, Τάκης Λουκάτος, Ράνια Τριβέλα, Χάρης Μαύρος, Νίκος Χατζής, Λιάνα Χατζή

Χώρα Παραγωγής: Ελλάδα

Έτος Παραγωγής: 1987

Διάρκεια: 105′

Βραβεία/Διακρίσεις: Βραβείο Σκηνοθεσίας – Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1987, Βραβείο Φωτογραφίας, Βραβείο Τεχνικών Επιτεύξεων – Κρατικά Βραβεία Ποιότητας ΥΠ.ΠΟ. 1988

Η ταινία τοποθετείται σ’ ένα άγνωστο τόπο και χρόνο και ταυτόχρονα ίσως ένα μέλλον πολύ κοντινό στην σύγχρονη ζωή. Όλα μοιάζουν μπερδεμένα και δίχως λογική. Οι ταραγμένες εσωτερικές σκέψεις και αναμνήσεις που κυκλώνουν μία γυναικά (Michèle Valley) που εισέρχεται στο πρώτο πλάνο της ταινίας προσπαθούν να ξετυλίξουν την ιστορία. Η ίδια παλεύει για επιβίωση, δίχως να θυμάται το όνομά της και τι ακριβώς έχει ζήσει και με μόνο αρωγό την θέληση της προσπαθεί να περάσει μέσα από την πόλη και να κατευθυνθεί στο δυτικό κομμάτι που βρίσκεται η θάλασσα που αναζητά, όπως θα αναφέρει αρκετές φορές.

Καταφέρνει και μπαίνει στην απαγορευμένη ζώνη της πόλης μετά από μία περιπλάνηση στο κοντινή ερημιά και συναντά μία απόκοσμη κατάσταση. Κτίρια, καταστήματα, σπίτια, δρόμοι όλα εγκαταλειμμένα και συνάμα επικίνδυνα για την ύπαρξή της. Το πυκνό σκοτάδι δεν την ακολουθεί μόνο στις σκέψεις, που παλεύει με τις θύμησές της, αλλά και σ’ όλη την διάρκεια της περιπλάνησης της μέσα στην πόλη. Παράλληλα, μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η πρωινή περίπολος δυσχεραίνει το έργο της και καταδιώκει την γυναίκα καθ’ όλη την πορεία της. Σε μία από τις τυχαίες βόλτες της θα βρεθεί σ’ένα άδειο σπίτι όπου συναντά έναν άντρα–φύλακα (Τάκης Σπυριδάκης) της πόλης. Θα προβούν σε μία συμφωνία. Αυτή να του επιστρέψει τα φάρμακα του, που τα έχει πάρει υπό την απειλή του όπλου διότι αυτός τα έχει απεγνωσμένα ανάγκη για επιβίωση και αντ΄ αυτού να την βοηθήσει να βγει από την πόλη προς εκπλήρωση της πολυπόθητης ανάγκης της να φτάσει στην θάλασσα. Μία θάλασσα, η ύπαρξη της οποίας αμφισβητείται έντονα από αυτόν.

Η πορεία της ταινίας δείχνει την αγωνία των ηρώων για να απαντήσουν σε ερωτήματα καίρια που τους στοιχειώνουν. Όπως, από πού έχουν ξεκινήσει και που θέλουν, τελικά, να κατευθυνθούν; Άνθρωποι δίχως ονόματα, με θαμπές έως ελάχιστες αναμνήσεις, που δεν τους εμποδίζουν όμως να επιβιώνουν ακόμα σαν ρομπότ, τελείως μηχανικά. Ο σκηνοθέτης Νίκος Νικολαΐδης καταφέρνει να πετύχει με σκοτεινά πλάνα το βάθος της παρατεταμένης καταστροφής και εγκατάλειψης, που υπάρχει σ΄αυτό το σύμπαν που σκέφτηκε και κατασκεύασε. Υπέροχα πλάνα σε άδεια σπίτια, δρόμους, με κορυφαίο την περιπλάνηση στο άδειο εργοστάσιο, συνθέτουν ένα σύμπαν φανταστικό αλλά παράλληλα τόσο ρεαλιστικό. Μια πρωτότυπη «Νικολαΐδική Aποκάλυψη» που σε υποβάλλει. Η εξαιρετική μουσική επένδυση της ταινίας περνά σε πρώτη μοίρα σε πολλές στιγμές και συντροφεύει τις σκέψεις και τις αγωνίες των ηρώων. Απόκοσμοι, ξαφνικοί ήχοι και ηλεκτρικά καλέσματα από μεγάφωνα που συντελούν στην αίσθηση του χάους που επικρατεί και τυλίγει τον φανταστικό κόσμο του σκηνοθέτη.

Η ταινία διαθέτει ελάχιστους διαλόγους οι οποίοι είναι κομβικοί για την ανάλυση των συναισθημάτων και των δίχως σειρά σκέψεων των ηρώων. Δύο ήρωες που μέσα στο χάος θα έρθουν κοντά, θα δεθούν συναισθηματικά και πνευματικά. Θα ερωτευτούν, για να πείσουν ότι η λέξη καταστροφή είναι συμβολική και παροδική και πάντα θα επέρχεται μία ουσιαστική εσωτερική κάθαρση. Κάθαρση, που θα κλονίσει και τους δυο τους δείχνοντας πόσο κοντά είναι η ζωή με το θάνατο. Κάθαρση, που πατάει στην κορυφή του βάθρου των αιώνιων προβλημάτων του ανθρώπου που εμπεριέχονται στην στοργική σκέψη της ηρωίδας: «Δεν ξέρω τελικά γιατί μου έσωσε τη ζωή, ίσως γιατί πίστευε κι αυτός στην θάλασσα». Μία θάλασσα μακρινή που αναζητούμε όλοι. Την Γη της δικής μας Επαγγελίας για την πολυπόθητη ευδαιμονία μακριά από τις υπάρχουσες συνθήκες και καταστάσεις. Καταστάσεις που βλέπουμε ορισμένες φορές τι προμηνύουν, όμως δεν κάνουμε τίποτα ουσιαστικό για να τις αλλάξουμε.

Λεωνίδας Ρηγόπουλος

Leave a comment