Σκηνοθεσία: Αγγελική Αντωνίου
Σενάριο: Αγγελική Αντωνίου (Εμπνευσμένο από το μυθιστόρημα «Για να δει τη θάλασσα» της Ευγενίας Φακίνου)
Παίζουν: Αγγελική Παπούλια, Γιάννης Τσορτέκης, Τάσος Παλαντζίδης, Χρήστος Κοντογιώργης
Παραγωγή: Ελλάδα – Γερμανία, 2020
Διάρκεια: 1 ώρα 34 λεπτά
Η Άννα (Αγγελική Παπούλια) έχει χάσει τη μνήμη της και περιφέρεται στους δρόμους της Αθήνας. Καταλήγει στην κουζίνα του Ρούλα (Γιάννης Τσορτέκης) – από το Χάρης – και μαγειρεύει για τους λιγοστούς θαμώνες. Είναι καλή μαγείρισσα και μέσα στο σύντομο χρονικό διάστημα που θα παραμείνει ουσιαστικά εσώκλειστη στην ταβέρνα θα κάνει φίλους, θα ερωτευτεί και θα εμπνευστεί. Ο Ρούλα, βίος και πολιτεία, ανακαλύπτει την ταυτότητά της, όμως δεν της την αποκαλύπτει και αυτό έχει συνέπειες πρωτίστως για εκείνον.
Είναι αλήθεια ότι ο Ρούλα είναι κρυψίνους, για να μην χρησιμοποιήσουμε κάποιο βαρύτερο επίθετο. Αποκαλύπτει με το σταγονόμετρο ιστορίες από το παρελθόν του, θέλει να έχει καθολικό έλεγχο και εκείνος να μένει ατάραχος, και το κυριότερο κρατά στο σκοτάδι την Άννα διότι τον βολεύει μια χαμηλά αμειβόμενη αμνήμων μαγείρισσα, η οποία ξυπνά μάλιστα ζεστά αισθήματα στους θαμώνες με τις συνταγές της. Ολέθριο λάθος τού κατά τ’ άλλα καλοπροαίρετου Ρούλα, που παρά τις παραξενιές του κρατά κοντά τους θαμώνες φίλους του, στην ταβέρνα της γιαγιάς που είναι το μόνο που του έμεινε, μαζί με τον σκύλο του, το Θρύλο. Μάλιστα, η επιτηδειότητά του φτάνει σε επίπεδα Κυνόδοντα, όταν τελείως ύπουλα φοβερίζει την Άννα, σχετικά με τη ζούγκλα που βρίσκεται εκεί έξω.
Η Αγγελική Αντωνίου, τρόπον τινά, μισεί το περιττό. Γεμίζει την ταινία με ελλείψεις (!) ωθώντας τα γεγονότα – πρακτικά τα αποσπάσματα – τα οποία αποτελούν την ταινία. Αρετή και κατάρα μαζί είναι αυτή η επιλογή της Αντωνίου, καθώς η αίσθηση του αποσπασματικού είναι αποπροσανατολιστική στο βαθμό που η αφήγηση δεν απλώνεται ιδιαιτέρως. Είναι, δηλαδή, ελλειπτική, όμως από την άλλη πλευρά, τα επεισόδια της δεν είναι κρίσιμα για την πλοκή, οδηγώντας σε μια αίσθηση προβληματικής αυτοτέλειας, παρόλο που η κεντρική ιδέα είναι ενδιαφέρουσα. Η αίσθηση αυτή κυριαρχεί και στο μοντάζ, καθώς αποφεύγονται πιθανά εξωδιηγητικά πλάνα που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως σύνδεσμοι ανάμεσα στις σκηνές της ταινίας, με αποτέλεσμα στο ένα πλάνο να βρίσκεται ξαπλωμένος ο Ρούλα και στο αμέσως επόμενο να σερβίρει στην ταβέρνα, τεχνική που δεν είναι αδόκιμη, η εκτέλεσή της εδώ όμως δεν είναι χωρίς προβλήματα.
Εντούτοις, τα εν λόγω επεισόδια της Πράσινης Θάλασσας απαρτίζονται και από κάποια που έχουν μια χαρακτηριστική κινηματογραφική (και λογοτεχνική) αξία: οι θαμώνες που, μετά τη δουλειά τους, πηγαίνουν για γεύμα στην ταβέρνα του Ρούλα με τα τάπερ από το σπίτι τους, και για τα μάτια του κόσμου πίνουν μια μπύρα. Ο ζωγράφος που του ζητά καταφύγιο και που φιλοτεχνεί τον Κήπο της Εδέμ – όπως εκείνος και η Άννα θέλουν να ονομάσουν το μαγαζί – με μοντέλα τους πρωταγωνιστές της ιστορίας. Η συγκίνηση ενός, από το κοκκινιστό που μαγείρεψε η Άννα, που του ανέσυρε μνήμες από το σπίτι του. Η τοποθεσία αυτή καθαυτή, εκφραστική και σχεδόν εξωτική, περικλείει και απομονώνει τους ήρωες οδηγώντας τους στις αλλόκοτες αποφάσεις τους.
Η Πράσινη Θάλασσα βρίθει συμβολισμών και αναφορών (πολύ φανερή αυτή του Ελύτη), με πιο χαρακτηριστικό και πιο έγκυρο ίσως συμβολισμό, αυτόν του αποτυπώματος που αφήνει στο πέρασμά και το φευγιό της μια γυναίκα. Μια έρημη ταβέρνα με γκρινιάρηδες πελάτες γεμίζει με ζωή και αρώματα. Όταν όμως το πέρασμα τελειώνει, η κατάληξη είναι τερματική. Έτσι, η Αντωνίου μας διηγείται την ιστορία της Άννας και του Ρούλα σε πράσινη και καφέ παλέτα, με αφηγηματική οικονομία και καλοφτιαγμένες σκηνές, με ένα ανούσιο φινάλε και με δύο πρωταγωνιστές που τη δικαιώνουν: η μεν Παπούλια υποδύεται την Άννα σε ένα ρόλο φτιαγμένη γι’ αυτήν, ο δε Τσορτέκης είναι εκπληκτικός, μακριά από αλαλαγμούς και υπερβολές.
Ανδρέας Άννινος