Εδώ θα βρείτε την κριτική μας.

Βασισμένο στο μυθιστόρημα «Oh…» του Φιλίπ Ντιζάν.

Πρόκειται για τη δεύτερη ταινία του Πολ Βερχόφεν, που συμμετείχε στο Επίσημο Διαγωνιστικό του Φεστιβάλ Καννών. Η πρώτη ήταν το «Βασικό Ένστικτο» (1992).

Δεύτερη ταινία του στην οποία ακούγεται το τραγούδι του Ίγκι Ποπ, “Lust for life”, με την πρώτη να είναι το Spetters (1980).

Όταν η Μισέλ διαβάζει εφημερίδα στο ξεκίνημα της ταινίας, στο εξώφυλλο φαίνεται μια εικόνα από το Tôkyô monogatari (1953) του Γιασουτζίρο Όζου.

Το βιντεοπαιχνίδι που εμφανίζεται στην αρχή της ταινίας είναι ένα πραγματικό βιντεοπαιχνίδι που ονομάζεται «Styx: Master of Shadows» και κυκλοφόρησε στις 7 Οκτωβρίου 2014.

Το αρχικό σχέδιο προέβλεπε η παραγωγή της ταινίας να γίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες, όμως υπήρχαν προβλήματα με την εύρεση πρωταγωνίστριας. Ο ρόλος προσφέρθηκε στη Νικόλ Κίντμαν (εντούτοις, σε συνέντευξή της στο Vogue δήλωσε  ότι αν της είχε προταθεί ο ρόλος της Μισέλ, θα τον είχε αποδεχτεί), τη Σάρον Στόουν, τη Τζούλιαν Μουρ και τη Νταϊάν Λέιν, αλλά όλες εν τέλει αρνήθηκαν. Εξετάστηκαν επίσης οι Μαριόν Κοτιγιάρ και Καρίς Ανούκ φαν Χάουτεν. Ο Πολ Βερχόφεν αποκάλυψε αργότερα ότι όταν η Ιζαμπέλ Ιπέρ άκουσε για τα σχέδια προσαρμογής του βιβλίου, τηλεφώνησε για να εκφράσει το ενδιαφέρον της για το project.  Όταν πήρε τον πρωταγωνιστικό ρόλο, ζήτησε να σκηνοθετηθεί η ταινία από τον Βερχόφεν. Ο παραγωγός Σαΐντ Μπεν Σαΐντ του έστειλε ένα αντίγραφο του βιβλίου τού Φιλίπ Ντιζάν, το οποίο τού τράβηξε αμέσως την προσοχή και έτσι ο Βερχόφεν και η Ιπέρ, που ήταν θαυμαστές ο ένας της δουλειάς του άλλου και ήθελαν να συνεργαστούν πολύ καιρό, συναντήθηκαν στο Elle.

Τότε αποφασίστηκε να μεταφερθεί το γύρισμα του Elle στη Γαλλία, αφού δεν θα υπήρχε πρωταγωνίστρια από τις ΗΠΑ και καμία αμερικανική εταιρία δεν ήταν διατεθειμένη να συμμετάσχει στην παραγωγή μιας τόσο αμφιλεγόμενης ταινίας. Ο Βερχόφεν ισχυρίστηκε επίσης ότι οι περισσότερες ηθοποιοί που είχαν προσεγγιστεί στο παρελθόν απέρριψαν αμέσως τον ρόλο, μόλις διάβασαν το σενάριο, αντί να περιμένουν μερικές μέρες, κάτι που είναι η καθιερωμένη πρακτική. Μια από τις ηθοποιούς είπε ότι ένιωθε άβολα για πράγματα που της είχαν συμβεί στο παρελθόν και μια άλλη δεν έδωσε κανέναν λόγο, αλλά απλώς είπε «σίγουρα όχι». Ο Βερχόφεν δήλωσε επίσης στον Guardian ότι η μόνη Αμερικανίδα ηθοποιός, για την οποία πίστευε ότι ο ρόλος θα ήταν «κουτί», ήταν η Τζένιφερ Τζέισον Λι (με την οποία δούλεψε στο Σάρκα και Αίμα (1985): «Δεν θα είχε κανένα απολύτως πρόβλημα. Είναι εξαιρετικά τολμηρή, όμως πρόκειται για μια καλλιτεχνική παρουσία και εμείς αναζητούσαμε ονόματα». Αν και η Ιπέρ είχε δυσκολίες σε σχέση με τον χαρακτήρα της, ο Βερχόφεν ήταν εξαιρετικά ευχαριστημένος με την ερμηνεία της, δηλώνοντας ότι έφερε πράγματα στον ρόλο.

Πριν ξεκινήσει η παραγωγή, ο Πολ Βερχόφεν πήγε σε ένα ινστιτούτο εκμάθησης γλωσσών για να μάθει γαλλικά, προκειμένου να επικοινωνήσει καλύτερα με το καστ και το συνεργείο. Είπε ότι ήταν απλώς απαραίτητο, γιατί σύμφωνα με την παράδοση, το να γυρίσεις μια γαλλική ταινία θα έπρεπε να γίνει με ένα αποκλειστικά γαλλικό συνεργείο. Αρχικά μιλούσε αγγλικά μαζί τους, αλλά αυτό δεν λειτούργησε αποτελεσματικά. Ευτυχώς, ο Βερχόφεν είχε πάει κάποτε σε ένα γαλλικό σχολείο στα νιάτα του, οπότε έμαθε γρήγορα τη γλώσσα. Πρόκειται για την πρώτη ταινία του στα γαλλικά.

Ο Βερχόφεν δήλωσε ότι πέρασε υπέροχα δουλεύοντας στη Γαλλία. Λόγω της αγάπης των Γάλλων για τον πολιτισμό, είχε πολύ λιγότερα προβλήματα με τους προϋπολογισμούς και τη θεματολογία της ταινίας, σε σύγκριση με την Ολλανδία και το Χόλυγουντ. Επιπλέον, εξεπλάγη ευχάριστα από το πόσο ευγενικά και με σεβασμό έγινε δεκτός ως σκηνοθέτης και αναγνωρίστηκε από πολλά γαλλικά φεστιβάλ (συμπεριλαμβανομένων των Καννών) για τις «ιδιότητές του ως auteur». Μεγάλη αντίθεση δηλαδή με το πώς κάποιες από τις ολλανδικές ταινίες του έγιναν δεκτές αρχικά από τον ολλανδικό Τύπο, ο οποίος ήταν συχνά χλιαρός έως επικριτικός. Η μεγαλύτερη ολλανδική εμπορική του επιτυχία, το «Turks fruit» (1973), απορρίφθηκε με οργή ως «πορνογραφία» από την προκριματική επιτροπή του Φεστιβάλ Καννών εκείνη την εποχή, παρά τη φήμη του συγκεκριμένου φεστιβάλ ότι δεν αποφεύγει τις αμφιλεγόμενες παραγωγές. Βρήκε τη δουλειά στη Γαλλία τόσο ικανοποιητική, ώστε σχεδιάζει να κάνει περισσότερες ταινίες εκεί στο μέλλον.

Ο Βερχόφεν έκανε την ταινία με ένα αποκλειστικά γαλλικό συνεργείο που δεν περιλάμβανε κανένα από τα πρώην μέλη του ολλανδικού συνεργείου του, εκτός από την προσωπική του βοηθό Mita de Groot και τον μοντέρ Job ter Burg. Ισχυρίστηκε ότι η προοπτική να συνεργαστεί με ένα άγνωστο συνεργείο σε μια νέα γλώσσα τού προκάλεσε τόσο άγχος, που υπέφερε από έντονους πονοκεφάλους μήνες πριν από τα γυρίσματα. Ωστόσο, σταμάτησαν την πρώτη μέρα των γυρισμάτων και λόγω του επαγγελματισμού τού συνεργείου και της αγάπης τους για τον κινηματογράφο, η παραγωγή κύλησε ομαλά.

Όταν η ταινία ήταν υποψήφια για τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, ήταν ήδη σαφές ότι δεν θα ήταν επιλέξιμη για το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας. Παρόλο που οι υποψηφιότητες για τα Όσκαρ δεν είχαν ακόμη ανακοινωθεί, το «Elle» δεν κατάφερε να μπει στη λίστα των εννέα ταινιών για αυτήν την κατηγορία. Ο Βερχόφεν είπε αργότερα ότι αυτό το γεγονός ίσως να βοήθησε την ταινία να κερδίσει τη Χρυσή Σφαίρα. Υπήρξε βεβαίως η υποψηφιότητα της Γαλλίας για τα 89α Όσκαρ του 2017.

Τα γυρίσματα ξεκίνησαν τον Ιανουάριο του 2015. Λόγω των τρομοκρατικών επιθέσεων στο Παρίσι, το πρόγραμμα των γυρισμάτων έπρεπε να προσαρμοστεί και μία σκηνή έπρεπε να μεταφερθεί σε άλλη ημερομηνία. Τα γυρίσματα κράτησαν πάνω από τρεις μήνες, δώδεκα εβδομάδες ιδιαίτερα έντονες σύμφωνα με την Ιζαμπέλ Ιπέρ και τον Πολ Βερχόφεν.

Παρά το γεγονός ότι ήταν συμπαραγωγή Γαλλίας και Γερμανίας και στη συνέχεια επιλέχθηκε ως η γαλλική υποψηφιότητα για την κατηγορία Ξενόγλωσσων Ταινιών στα Βραβεία Όσκαρ και τις Χρυσές Σφαίρες, η ταινία μπήκε στο Φεστιβάλ Καννών εκπροσωπώντας την Ολλανδία (ο Πολ Βερχόφεν είναι Ολλανδός). Ο διευθυντής του φεστιβάλ, Thierry Frémaux αποκάλυψε ότι αυτό έγινε ώστε η συμμετοχή της ταινίας να επιβεβαιωθεί εγκαίρως στους παραγωγούς. Λόγω των κανονισμών του φεστιβάλ, οι διεθνείς ταινίες μπορούν να επιλεγούν ή να απορριφθούν κατά περίπτωση ανά πάσα στιγμή, ενώ οι γαλλικές ταινίες πρέπει να επιλεγούν την ημέρα πριν από την επίσημη ανακοίνωση του προγράμματος, αφού προβληθούν όλοι οι πιθανοί υποψήφιοι από την προκριματική επιτροπή.

Κατά τη διάρκεια της σκηνής του βιασμού, η Ιζαμπέλ Ιπέρ παλεύει και μετά λέει “Arrête!” («Σταμάτα!», στα γαλλικά), κάτι που δεν ήταν γραμμένο στο σενάριο. «Ήταν πολύ βίαιο, πρέπει να πω. Φοβήθηκα λίγο. Οπότε έπρεπε να τους δώσω να καταλάβουν ότι δεν έπρεπε να προχωρήσουν άλλο… Μερικές φορές, όταν υπάρχουν έντονες σκηνές με σωματική επαφή, όπως αυτή, είναι πιθανό να βλάψεις τον εαυτό σου. Είναι μέρος των πραγμάτων που δεν καταλαβαίνεις. Δεν ήταν προγραμματισμένο να το πω, ακόμα λιγότερο στα γαλλικά. Ένιωσα ότι έπρεπε να ακούσουν κάτι διαφορετικό», δήλωσε η Ιπέρ.

Ο Βερχόφεν επρόκειτο να κάνει μια κινηματογραφική μεταφορά του De stille Kracht (1974), η οποία ήταν μια πολύ δημοφιλής μίνι σειρά στην Ολλανδία τη δεκαετία του 1970. Ωστόσο, τα προβλήματα στον προϋπολογισμό και οι δυσκολίες στην εξασφάλιση εξωτικών τοποθεσιών για τα γυρίσματα τον έκαναν να εγκαταλείψει το project και να κάνει το Elle. Παρόλα αυτά, ο παραγωγός San Fu Maltha φέρεται να δήλωσε ότι εξακολουθεί να ενδιαφέρεται να κάνει την ταινία με τον Βερχόφεν.

Με αυτήν την ταινία, η Ιζαμπέλ Ιπέρ έγινε το δεύτερο άτομο που κέρδισε τη Χρυσή Σφαίρα Α΄ Γυναικείου Ρόλου χωρίς να έχει προταθεί στα Screen Actors Guild Awards από το 1994. Η πρώτη ήταν η Σάρον Στόουν για το Καζίνο (1995). Θα συμβεί ξανά αργότερα με την Άντρα Ντέι για το Ηνωμένες Πολιτείες εναντίον Μπίλι Χόλιντεϊ (2021).

Leave a comment