Σκηνοθεσία: Γιώργος Λάνθιμος
Σενάριο: Tony McNamara, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Alasdair Gray
Παίζουν: Emma Stone, Mark Ruffalo, Ramy Youssef, Willem Dafoe
Παραγωγή: Ιρλανδία – ΗΠΑ – Ηνωμένο Βασίλειο – Ουγγαρία | 2023
Διάρκεια: 2 ώρες 21 λεπτά
Η νοητική ηλικία τής Μπέλα Μπάξτερ (Emma Stone) δεν συμβαδίζει με αυτή του σώματός της. Φυσικό επόμενο (!), αφού ο γιατρός Γκόντγουιν Μπάξτερ (Willem Dafoe) μεταμόσχευσε τον εγκέφαλο του αγέννητου μωρού της αυτόχειρα Βικτώρια Μπλέσινγκτον στην ίδια τη νεκρή. Και με αυτόν τον τρόπο γεννήθηκε η Μπέλα, που πολύ υπέφερε για να καλύψει το εγκεφαλικά χαμένο έδαφος, μαζί με το θεατή που υποφέρει βλέποντας την Έμα Στόουν να περνά τον δικό της Κυνόδοντα. Η Μπέλα γοητεύει για κάποιο λόγο τους πάντες, ακόμα και αν συμπεριφέρεται καταρχάς ως μωρό και αργότερα ως παιδί. Η εξέλιξή της είναι ταχύτατη, και αυτό οδηγεί στην ανάγκη της να γνωρίσει τον κόσμο, συνοδευόμενη από τον δικηγόρο Ντάνκαν Βέντερμπερν (Mark Ruffalo σε μια από τις χειρότερες ερμηνείες που έχουμε δει).
Και ύστερα το χάος. Τουλάχιστον σε επίπεδο πλοκής και αποδεσμευόμενου περιεχομένου, κυρίως ιδεολογικού. Η ελευθερία της γυναίκας, σε συνδυασμό με τη φεμινιστική και σοσιαλιστική προοπτική της, μια εσάνς σύγχρονων κινημάτων που συμμετέχουν με ποσόστωση στην οπτικοακουστική παραγωγή, χωρίς φυσικά το παραμικρό ουσιαστικό αποτύπωμα, πέραν 2 ωρών περηφάνειας και στοχασμού πάνω στα post που θα πραγματοποιήσει ο θεατής-θύμα στα αγαπημένα του social media, η περιφρονητική οργή που οδηγεί σε έναν παμπάλαιο μανιχαϊσμό, και ένα σενάριο, στο οποίο είναι όλα στημένα σε στιλ αυτοεκπληρούμενης προφητείας. Σκοπός είναι να δείξει η ταινία πόσο μπορεί να υποφέρει μια ομάδα ανθρώπων από μία άλλη, πάει και τελείωσε. Κάκιστοι διάλογοι, ενοχλητικοί και ρηχοί, μια βλακώδης παρέλαση τσιτάτων και αφελούς κοινωνικού προβληματισμού.
Το παιχνίδι σώζεται εν μέρει από το εκπληκτικό production design, και τα χρώματα που μαγνητίζουν το βλέμμα του θεατή. Φυσικά δεν είναι οι μόνες αρετές της ταινίας, καθώς οι διαδοχικές γωνίες λήψης του Λάνθιμου είναι τόσο αναπάντεχες, που δημιουργούν έναν απρόβλεπτο φιλμικό χώρο. Η λεπτομέρεια με την οποία επιμελείται τα κάδρα του, η αρμονία στα φωτεινά και σκοτεινά σημεία του δείχνουν τη δουλειά που κάνει ο πανέξυπνος σκηνοθέτης, ο οποίος στο Poor Things κάνει ένα διάλειμμα από την ολοκληρωμένη δημιουργία (Ο Αστακός, και κυρίως Η Ευνοούμενη) για να χαϊδέψει τα αυτιά ενός ακροατηρίου, που θα τον βγάλει ασπροπρόσωπο στην εύκολη και υστερική διαφήμιση του έργου του.
Δεν είναι ούτε κατά διάνοια τολμηρή η ταινία του Λάνθιμου, αντιθέτως ο φόβος του μήπως δεν ικανοποιήσει και τον τελευταίο θεατή, τον οδηγεί σε κραυγαλέα αμήχανες στιγμές. Και φυσικά σε διάλογο που μερικές φορές θυμίζει εκείνη την ταινία με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, «Το Δόλωμα» θαρρώ λέγεται, όταν η ξεβγαλμένη εν γένει και άβγαλτη στον καλό κόσμο πρωταγωνίστρια, προκαλεί μειδίαμα με την αυθόρμητη συμπεριφορά της μπροστά στους καλλιεργημένους μα διεφθαρμένους αστούς. Εδώ, η εν γένει άβγαλτη Μπέλα προκαλεί το συγκαταβατικό κούνημα του κεφαλιού, με αστεία βγαλμένα από τον Παλιό (;) Καλό (;) Ελληνικό Κινηματογράφο, του στιλ έχω δώσει το χέρι μου στον αρραβωνιαστικό μου, μα νομίζω θα πάρει και το υπόλοιπο κορμί μου…
Το ανύπαρκτο χιούμορ, λοιπόν, παντρεύεται με αμπελοφιλοσοφίες (cod philosophy) περί κακού και καλού, ντετερμινισμού και ιντετερμινισμού, φεμινισμού και φαλλοκρατίας. Τρικυμία εν κρανίω, σε μια υπερσυντηρητική ταινία, έτσι όπως η Μπέλα ξεκινά να ηθικολογεί τη στιγμή που ο εγκέφαλός της έχει αρχίσει να επεξεργάζεται τα δεδομένα και να παράγει σκέψεις. Ξαφνικά, θεωρεί τέρατα τον Γκόντγουιν και τον μαθητευόμενο και μνηστήρα της, Μαξ ΜακΚαντλς (Ράμι Γιούσεφ) για την νεκρανάσταση που πραγματοποίησε ο πρώτος και απέκρυψε ο δεύτερος, και εν συνεχεία επιστρέφει σπίτι και διαβάζει για την ιατρική, πίνοντας τζιν με τον σύζυγο και το αμόρε της. Η ωριμότητα του εγκεφάλου, δηλαδή, συνεπάγεται τη συμβατική ζωή και την επανάπαυση!
Τα σχετικά με την αποδοχή της ταινίας και την υστερία των κριτικών κινηματογράφου γι’ αυτήν – όπως και για κάθε αντίστοιχη ταινία, μιας και έχει γεμίσει ο κόσμος από αυτές – είναι κουραστικό και να τα θίξει κανείς, όμως ο ίδιος ο Λάνθιμος δίνει μια απάντηση: Όταν η Μπέλα «παίρνει» έναν πελάτη, μια συνάδελφος ιερόδουλη της συστήνει να πει «Forrmidable» (Έξοχο) στο τέλος. «Είναι κανόνας του “σπιτιού”.» Έτσι, όταν η σεμνή τελετή λαμβάνει τέλος, η Μπέλα λέει στον πελάτη, πριν εκείνος φύγει: «Formidable!»
Ανδρέας Άννινος