Σκηνοθεσία: Michael Powell
Σενάριο: Leo Marks
Παίζουν: Karlheinz “Carl” Boehm, Anna Massey, Moira Shearer
Παραγωγή: Ηνωμένο Βασίλειο – 1960
Διάρκεια: 1 ώρα 41 λεπτά
Ο Μαρκ Λιούις (Karlheinz “Carl” Boehm), focus puller και επίδοξος σκηνοθέτης, επιδίδεται σε δολοφονίες, χρησιμοποιώντας το αιχμηρό άκρο ενός τριπόδου. Κουβαλάει πάντα μαζί του την κάμερα και το εν λόγω τρίποδο, προσπαθώντας να τρομοκρατήσει γυναίκες και να καταγράψει τον τρόμο τους λίγα δευτερόλεπτα πριν τις δολοφονήσει, αντλώντας ικανοποίηση αργότερα από την παρακολούθηση των «ταινιών» του, που πάντα καταλήγουν σε ένα τραγικό track in.
Το βλέμμα δεν είναι απλή υπόθεση σύμφωνα με τον Powell. Χρειάζεται να εμβαθύνουμε στο υποκείμενο, στο αντικείμενο μα και σε πιο πεπλεγμένες σχέσεις, όταν δηλαδή εκτός από τα προαναφερθέντα υπάρχει και ένα τρίτο στοιχείο που αλλάζει τις ισορροπίες. Ο θεατής. Παρεμπιπτόντως, στο Peeping Tom συχνά είναι δύσκολο να καθοριστούν οι ρόλοι, αφού ο θεατής, ο σκηνοθέτης, ο ηθοποιός αλλάζουν θέσεις, όπως εξάλλου συμβαίνει και στην πραγματικότητα, όπου κανένας άνθρωπος δεν έχει μονίμως τον ίδιο ρόλο. Πάντως, στην σκοτεινή αίθουσα είμαστε όλοι λίγο-πολύ ηδονοβλεψίες. Ακόμα και ο ηθοποιός που παρακολουθεί τον εαυτό του να υποκρίνεται επί σκηνής ή επί μεγάλης οθόνης.
Η σκοποφιλία είναι η έντονη επιθυμία να βλέπεις, δηλαδή να είσαι θεατής. Δύο τα τινά εδώ: Η καθαυτή επιθυμία να παρακολουθείς καταρχάς σε μετατρέπει σε παθητικό θεατή με ελάχιστες εξαιρέσεις σε αυτόν τον κανόνα, ενώ όχι μόνο η ενέργεια γίνεται μια μακρινή ανάμνηση, αλλά η υπέρμετρη επιθυμία για θέαση, δίνει την ψευδαίσθηση στο υποκείμενο ότι συμμετέχει στα υπό παρακολούθηση συμβαίνοντα. Γίνεται, δηλαδή, η θέαση μια φθοροποιός παράμετρος, που προκαλεί παραισθήσεις στον άνθρωπο που έχει πάψει να δρα και απλώς βλέπει. Έτσι, η διανοητική λειτουργία αλληλοεξουδετερώνεται με την αίσθηση και τις όποιες αντιδράσεις του υποκειμένου, οδηγώντας σε απώλεια ταυτότητας.
Στο όνομα της επιστήμης λειτουργούσε ο βιολόγος πατέρας του Μαρκ, όταν τρόμαζε τον μικρό του γιο για να μπορέσει να μελετήσει την επίδραση του φόβου στο νευρικό σύστημα. Η ψυχοσύνθεση ενός ανθρώπου εξαρτάται από στοιχεία σύνθετα και αντιφατικά, ιδιαιτέρως όταν τα ερεθίσματα στην παιδική ηλικία είναι αρνητικά και ακατάλληλα. Ως άχτι, λοιπόν, ο Μαρκ θέλει να βλέπει και να καταγράφει τον τρόμο στα μάτια γυναικών, καθώς φοβάται φρικτά τον άνδρα-πατέρα που τόσα δεινά τού προκάλεσε. Έντονος ο ψυχολογισμός της ταινίας, τα συμπλέγματα καραδοκούν σε κάθε σημείο της.
Το σημαντικό στοιχείο της ταινίας είναι ο παραλληλισμός της με την κινηματογραφική τέχνη. Ο σκηνοθέτης σκοτώνει τους ήρωές του, πολύ συχνά και τις ηρωίδες του, και εν συνεχεία ένα κοινό σε όλο τον κόσμο είναι έτοιμο να τον αποθεώσει αναλόγως με τον βαθμό στον οποίο τον τρομοκράτησε. Ο Powell θολώνει τα νερά, ανάμεσα στον φιλμικό και τον πραγματικό χρόνο αφήνοντας να ακουστεί το cut του σκηνοθέτη σε μια σκηνή εκτός στούντιο για να κόψει σε μια σκηνή εντός στούντιο, όπου και δικαιολογείται η φωνή αυτή. Η πραγματικότητα είναι γεμάτη από οφθαλμοπορνεία, όπως λέει και ο ψυχίατρος που επιστρατεύεται για να παρακολουθήσει την σοκαρισμένη πρωταγωνίστρια, ο οποίος ευφυέστατα παρομοιάζει τη δουλειά του με αυτή του focus puller.
Ειδικά στην σύγχρονη πραγματικότητα των διευρυμένων social media, το θύμα παρακολουθεί τον ίδιο του τον τρόμο. Ο Μαρκ έδινε αυτή τη δυνατότητα στα θύματά του: με έναν καθρέφτη παρακολουθούσαν και εκείνα την τελευταία έκφραση του υπέρτατου φόβου. Κινηματογράφος, οπτικοακουστική εμπειρία μέσα από έντονα κοντινά πλάνα και χρώματα, η ταινία του Michael Powell προφανώς και απορρίφθηκε στην αρχή για να δοξαστεί στη συνέχεια. Πλέον, η ακολουθία έχει αντιστραφεί: Ένας σωρός κινηματογραφικά σκουπίδια αποθεώνονται από υστερικούς κριτικούς κινηματογράφου και το «ποίμνιό» τους για να ξεχαστούν και να αποβληθούν λίγο καιρό μετά. Η αξία του μεγάλου κινηματογράφου μένει αναλλοίωτη στον χρόνο, εκεί ανήκει και το Peeping Tom.
Ανδρέας Άννινος