Σκηνοθεσία: Θόδωρος Αγγελόπουλος

Σενάριο: Θόδωρος Αγγελόπουλος

Παίζουν: Βαγγέλης Καζάν, Γιώργος Δάνης, Μπέτυ Βαλάση, Μαίρη Χρονοπούλου, Ηλίας Σταματίου, Αλίκη Γεωργούλη, Εύα Κοταμανίδου

Παραγωγή: Ελλάδα, Γαλλία, Δυτική Γερμανία – 1977

Διάρκεια: 2 ώρες 45 λεπτά

Μια ομάδα κυνηγών βρίσκει το πτώμα ενός αντάρτη του Εμφυλίου στις ορεινές περιοχές των Ιωαννίνων. Παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1977, βαθιά μέσα στο σκοτάδι του κοινωνικοπολιτικού βούρκου της μεταπολεμικής και μεταπολιτευτικής Ελλάδας οι συνδαιτημόνες θα γιορτάσουν σε ένα ξενοδοχείο της περιοχής το νέο έτος, όμως η αναστάτωση από την ανακάλυψή τους είναι έκδηλη. Ο συνταγματάρχης εν αποστρατεία συναντάται με τον «ανανήψαντα “αριστερό”» στην κοινή ταξική τους μοίρα, αυτή του μόνιμου τρόμου που τους γεννά ακόμα και το πτώμα ενός αντάρτη, ακόμα και η σκέψη ότι υπάρχει, ακόμα ίσως και η λέξη. Οι εκπρόσωποι της αστικής τάξης του νεοελληνικού κράτους ζουν έναν εφιάλτη.

Το αίμα του νεκρού είναι φρέσκο και αυτό σημαίνει ότι η ιστορία, που οι κυνηγοί θεωρούν ότι τελείωσε το ’49, φαίνεται να κρατάει ακόμα. Ενδεχομένως και να τελείωνε αν οι ξιπασμένοι αστοί κρατούσαν έστω τα προσχήματα, όμως ούτε γι’ αυτό είναι ικανοί. «Το ότι αυτός βρίσκεται εδώ, είναι ιστορικό λάθος», λέει ένας από αυτούς. Ο Αγγελόπουλος τους βάζει να απλώνουν τις αλαζονικές απρέπειές τους, αναπτύσσοντας προοδευτικά – μέσα από τις καταθέσεις τους – τους παρασιτικούς χαρακτήρες τους, την φοβική ύπαρξή τους, τις τουλάχιστον αμφιλεγόμενες πορείες τους μέσα στην Ιστορία.

Η χρονικότητα είναι ελεύθερη, και αυτό γίνεται με τη μεγαλύτερη ευκολία. Εξάλλου, αυτό είναι το σύμπαν του Αγγελόπουλου, ο ελεύθερος-ανοικτός χρόνος, ο άνθρωπος μέσα στο σύνολο, αλλά και τα πιο απλά προσωπικά-υπαρξιακά προβλήματά του. Όμως, Οι  Κυνηγοί είναι από τις ταινίες του που εφευρίσκουν ξανά τη σχέση του ανθρώπου με τον χώρο, νοούμενο ως ιστορικό πεδίο αλλαγών, αλλά και ως κινηματογραφική διάσταση διεύρυνσης των εκφραστικών μέσων. Ο τρόπος με τον οποίο δεν διστάζει να κρατήσει το πλάνο – αναζητώντας την περίφημη εσωτερική μουσική – αρκετά περισσότερο απ’ ό,τι θα έκαναν άλλοι σκηνοθέτες, θυμίζει τη λύση της διαφωνίας με όρους αρμονίας. Αυτό γίνεται είτε με υφολογική αλλαγή στο παίξιμο των ηθοποιών, είτε με απρόβλεπτες κινήσεις τις μηχανής που προκαλούν έκπληξη (πολλές φορές η κάμερα καλύπτει τις 360 μοίρες του κύκλου της, φανερώνοντας όλο το σκηνικό). Και πάλι: αν ο Θόδωρος Αγγελόπουλος έχει ως κεντρικό θέμα του τον χρόνο, τότε είναι ο ίδιος προσωπικά ο χώρος, καθώς δεν εξηγόυνται αλλιώς οι παραγόμενες φόρμες, οι τρόποι και το περιεχόμενο αυτού του ανεπανάληπτου ταξιδιού στον χώρο.

Σταματώντας τις υπερβολές, πρέπει να σημειωθεί εκ νέου ότι ο κινηματογράφος του Αγγελόπουλου ασχολείται με κοινωνικοπολιτικά ζητήματα, συνδυασμένα όμως με τα ανθρώπινα πάθη, το άχθος μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης. Έτσι, το άτομο αντανακλά την κοινωνία, σε έναν κύκλο που πολλές φορές δείχνει φαύλος, όμως οι σκέψεις του Αγγελόπουλου δεν παράγουν αρνητικά συναισθήματα. Αντιθέτως, σημειώνει τις ιστορικά εντοπισμένες τραγωδίες με το βλέμμα του, έχοντας ως αίτημα τη συνάντησή του με αυτό του θεατή. Τα πλαν σεκάνς με την ιδιαίτερη λεπτομέρεια στη μιζανσέν και την κινησιολογία, άλλες φορές χτίζουν το ύφος του σπουδαίου δημιουργού και άλλες φορές μπορεί απλά να επισημαίνουν πόσο μικραίνει εκείνος που θέλει να λειτουργήσει μόνος του, ακόμα και εν μέρει δικαιολογημένα μετά από την κούραση από το κυνηγητό και τις εξορίες. Ένα υπέροχο tracking back στη λίμνη Παμβώτιδα μικραίνει τον «ανανήψαντα “αριστερό”» την ώρα που ο σύντροφός του δεν θέλει ούτε να τον ξέρει.

Ανδρέας Άννινος

Leave a comment