O Βιτόριο Ντε Σίκα γεννήθηκε στη Σόρα του ανατολικού Λάτσιο, από ναπολιτάνους γονείς. Μεγάλωσε μέσα σε μεγάλες οικονομικές δυσκολίες και το 1923 μπήκε στο θίασο της Τατιάνα Πάβλοβα ως ηθοποιός. Μετά την ίδρυση δικού του θιάσου και τη συνεργασία του με τον Λουκίνο Βισκόντι, ο Ντε Σίκα στράφηκε στον κινηματογράφο συμμετέχοντας σε αρκετές ταινίες με τα «λευκά τηλέφωνα», τις γλυκανάλατες κομεντί, που είχε επιβάλει το καθεστώς του Μουσολίνι πριν το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε αυτές τις ταινίες, ο Ντε Σίκα απέκτησε εξαιρετική αποδοχή από το κοινό, το οποίο μάλιστα του απέδωσε τον χαρακτηρισμό, «ο Ιταλός Κάρι Γκραντ».
Από το 1940 και έπειτα, ξεκινά την καριέρα του ως κινηματογραφικός σκηνοθέτης, αναπτύσσοντας μια χαρακτηριστική ευαισθησία, που εκφράζεται από χαρακτήρες της εργατικής τάξης και του καθημερινού τους μόχθου, αλλά και παιδιά και έφηβους που προσπαθούν να ριζώσουν σε έναν εχθρικό κόσμο. Η γνωριμία του με τον Τσέζαρε Τσαβατίνι, τον βοήθησε στη δημιουργία σημαντικών ταινιών του Ιταλικού Νεορεαλισμού, όπως τα περίφημα, Sciuscià (1946), Κλέφτες Ποδηλάτων (1948), Umberto D. (1952). Το κίνημα του Ιταλικού Νεορεαλισμού στηρίχθηκε σε ερασιτέχνες ηθοποιούς, στα γυρίσματα σε εξωτερικό χώρο, στα ερείπια της Ιταλίας μετά τον πόλεμο, και κυρίως σε μια θεματική που είχε να κάνει με επίκαιρα προβλήματα και συγκεκριμένα με τις αβάσταχτες δυσκολίες την επόμενη μέρα του πολέμου.
Το πάθος του για τον τζόγο και η ανάγκη του για χρήματα τον έκανε να είναι λιγότερο επιλεκτικός απ’ ό,τι θα έπρεπε, και έτσι συμμετείχε σε αρκετές δουλειές χαμηλού επιπέδου. Μάλιστα, επρόκειτο για ένα πάθος που δεν το έκρυβε, και σε κάποιες ταινίες υποδύθηκε τον εθισμένο στο τζόγο, όπως στο The Gold of Naples (1954), ή και σε ταινίες άλλων σκηνοθετών, όπως το Count Max (1957) του Τζόρτζιο Μπιάνκι και το Il generale Della Rovere (1959) του Ρομπέρτο Ροσελίνι.
Καρέ από το αριστουργηματικό «Κλέφτες Ποδηλάτων»
Βραβεύτηκε με 4 Βραβεία Όσκαρ: δύο τιμητικά για το Sciuscià και τους Κλέφτες Ποδηλάτων και 2 Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας για την ταινία Ο κήπος των Φίντζι-Κοντίνι (1970) και το Χθες, σήμερα, αύριο (1963). Χρυσό Φοίνικα πήρε για το Θαύμα στο Μιλάνο (1951). Άλλες σημαντικές ταινίες που δημιούργησε είναι η Ατιμασμένη (1960) και το Il tetto (1956). Ήταν υποψήφιος για Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου για το ρόλο του ως Major Rinaldi στην προσαρμογή του A Farewell to Arms (1957) του Έρνεστ Χέμινγουεϊ από τους Τσαρλς Βίντορ και Τζον Χιούστον.
Μαρτσέλο Μαστρογιάνι και Σοφία Λόρεν στην περίφημη σκηνή του «Χθες, σήμερα, αύριο»
Υπήρξε υποστηρικτής του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας. Το 1937 παντρεύτηκε με την ηθοποιό Τζουντίτα Ρισόνε, με την οποία απέκτησε μία κόρη, την Εμίλια. Το 1942 γνώρισε τη Μαρία Μερκαντέρ, εξαδέλφη του Ραμόν Μερκαντέρ, δολοφόνου του Λέον Τρότσκι, την οποία ερωτεύτηκε. Απέκτησαν δύο γιούς, εκ των οποίων ο Κρίστιαν, ακολούθησε τα χνάρια του πατέρα του, ασχολούμενος επαγγελματικά με την υποκριτική και τη σκηνοθεσία.
Στις 13 Νοεμβρίου 1974, σε ηλικία 73 ετών, ο Βιτόριο Ντε Σίκα, ο σπουδαίος Ιταλός σκηνοθέτης, πεθαίνει μετά από χειρουργική επέμβαση λόγω καρκίνου του πνεύμονα στο νοσοκομείο Neuilly-sur-Seine στο Παρίσι. Το έργο του σημαντικό και αναγνωρισμένο, μας θυμίζει την υποχρέωση του καλλιτέχνη να μπαίνει μπροστά στις κοινωνικές εξελίξεις, αποτινάσσοντας οποιαδήποτε συνενοχή, μέσα από ανανεωτικές προτάσεις και διαφοροποιούμενες ματιές στην επικαιρότητα.
Ανδρέας Άννινος