Σκηνοθεσία: Κάρολ Ριντ

Σενάριο: Γκράχαμ Γκριν

Παίζουν: Όρσον Γουέλς, Τζόζεφ Κότεν, Αλίντα Βάλι

Παραγωγή: Ηνωμένο Βασίλειο – 1949

Διάρκεια: 1 ώρα 44 λεπτά

«Στην Ιταλία με τους Βοργίες είχαν πόλεμο, τρόμο, αίμα αλλά έβγαλαν τον Μικελάντζελο, τον Ντα Βίντσι, την Αναγέννηση. Στην Ελβετία είχαν αδελφική αγάπη, πεντακόσια χρόνια δημοκρατία, ειρήνη. Και τι πέτυχαν; Το ρολόι κούκο»!

Ο Αμερικανός συγγραφέας φτηνών μυθιστορημάτων και γουέστερν, Χόλι Μάρτινς (Τζόζεφ Κότεν) φθάνει στη μεταπολεμική διαμελισμένη Βιέννη, μετά από πρόταση για δουλειά από τον φίλο του Χάρι Λάιμ (Όρσον Γουέλς). Ο θάνατος του τελευταίου εμπλέκει τον Χόλι στην αναζήτηση της αλήθειας. Όσκαρ Καλύτερης Φωτογραφίας για την εκπληκτική κινηματογράφηση από τον Ρόμπερτ Κράσκερ, Μεγάλο Βραβείο του Φεστιβάλ Καννών (ο τότε Χρυσός Φοίνικας του Φεστιβάλ), μόνιμη παρουσία στις λίστες με τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Αξίζει όλος αυτός ο θόρυβος για την ιδιαίτερη αυτή ταινία; Η απάντηση είναι ένα μεγάλο ναι.

«Ο Τρίτος Άνθρωπος» είναι ένα βρετανικό φιλμ νουάρ, σε σενάριο του μυθιστοριογράφου Γκράχαμ Γκριν, που αργότερα το έκανε και βιβλίο. Πρόκειται για ένα ευφυές σενάριο, που κρατά το μυστήριο σε όλη τη διάρκειά του, που παρασέρνει το θεατή στην αναζήτηση μαζί με τον πρωταγωνιστή, που εν τέλει αποτελεί τη βάση για ένα σπουδαίο φιλμ νουάρ. Αν το σενάριο είναι η βάση, τότε η τελική κατασκευή κρίνεται ως άρτια από τον σκελετό της, δηλαδή τα υφολογικά χαρακτηριστικά. Η ταινία είναι τόσο ιδιόμορφη, που αν και κατατάσσεται στα πασίγνωστα και κορυφαία φιλμ νουάρ, είναι ταυτοχρόνως ένα sui generis κομψοτέχνημα. Σε αυτό συμβάλλουν τολμηρές σκηνοθετικές επιλογές και μια αριστουργηματική διεύθυνση φωτογραφίας. Είναι από τις ταινίες που κάθε καρέ αποτελεί ένα έργο τέχνης.

Ενώ το χαρακτηριστικό μουσικό θέμα είναι πρόσχαρο, οι έξυπνοι διάλογοι ισορροπούν την απειλητική ατμόσφαιρα που γεννάται από τα στρεβλά κάδρα με την παραμορφωμένη προοπτική – χαρακτηριστικό γνώρισμα του συγκεκριμένου φιλμ –, οι ερμηνείες είναι κομψές και παιχνιδιάρικες, παρά λοιπόν τα παραπάνω χαρακτηριστικά, η ταινία επιβάλλει το μυστήριο, διατηρεί το σασπένς και μετατρέπει το θεατή σε συνεργάτη προς την εύρεση της αλήθειας. Η νουάρ εικονογραφία της ταινίας είναι βοηθητική προς αυτή την κατεύθυνση, καθώς γινόμαστε μάρτυρες μιας άσκησης πάνω στη νουάρ αισθητική. Νυχτερινές σκηνές, μεγεθυμένες σκιές, σταυροί πάνω στους φωτισμένους τοίχους, πλέγματα, γρίλιες, βαριά κοντρ-πλονζέ, έντονο κοντράστ, μισοφωτισμένοι ήρωες, καπνισμένοι σιδηροδρομικοί σταθμοί. Ίσως μπορεί να γίνει λόγος για πλεόνασμα αισθητικής από έναν ιδιαιτέρως προικισμένο Διευθυντή Φωτογραφίας, όπως ο Ρόμπερτ Κράσκερ.

Όπως προαναφέρθηκε, τα στρεβλά κάδρα που κατά κύριο λόγο χρησιμοποιούνται στην αρχή της ταινίας, υπονομεύουν την ελαφριά αίσθηση και την απλοϊκή λύση του μυστηρίου, σηματοδοτώντας μια άλλη εξέλιξη, ενεργοποιώντας την μεγάλη περιπέτεια. Ενάντια στην υφολογική παραδοσιαρχία, ο Ριντ προχωρά σε νεοτερισμούς. Ένας από αυτούς είναι και η αντιστροφή της Femme Fatale. Εδώ, η Άννα Σμιντ (Αλίντα Βάλλι) είναι ανίσχυρη, έρμαιο των διαθέσεων του δαιμονικού Χάρυ Λάιμ. Ο Όρσον Γουέλς είναι το κερασάκι στην τούρτα της καλογραμμένης και καλοφτιαγμένης αυτής ταινίας. Μια κλασική ταινία, πιο σύγχρονή από ποτέ, που τη στιγμή που ρέπει προς τη στομφώδη καλλιέπεια (η σκηνή στο παιδικό νοσοκομείο είναι ένα όργιο επίκλησης στο συναίσθημα με αυτό τον χείμαρρο εικόνων, σημαινόντων και σημαινομένων, που προκαλούν ακόμα και γέλιο), καταφέρνει να ξεχωρίσει το πρωτεύον από το δευτερεύον και να συγκλονίσει με την πλαστικότητα των εικόνων της.

Η ενότητα μορφής και περιεχομένου βρίσκει τον εκπρόσωπό της σε αυτό το φιλμ. Εξ ου και η αίσθηση της πληρότητας που νοιώθει ο θεατής στο φινάλε του. Πόσω μάλλον με αυτό το αξιέπαινο φινάλε, που αποδεικνύει ότι ακόμα και οι καλές προθέσεις είναι ακόμα μία σχετικότητα, με την οποία πρέπει να παλέψει ο φορέας τους.

Ανδρέας Άννινος

Leave a comment