Σκηνοθεσία: Απιτσατπόνγκ Ουερεσεθάκουλ,
Σενάριο: Απιτσατπόνγκ Ουερεσεθάκουλ
Βασισμένο στο βιβλίο του Phra Sripariyattiweti
Παίζουν: Σάκντα Καεμπουάντι, Ματιέ Λι, Βιέν Πίμντι, Τζεντζίρα Πόνγκπας
Παραγωγή: Ταϊλάνδη – Ηνωμένο Βασίλειο – Γαλλία – Γερμανία – Ισπανία – Ολλανδία, 2010
Διάρκεια: 1 ώρα 54 λεπτά
Ο κτηματίας Μπούνμι περνάει τις τελευταίες στιγμές της ζωής του θυμούμενος τους αγαπημένους του ανθρώπους αλλά και στιγμές τις ζωής του. Μια ταϊλανδέζικη φάρμα κάπου μέσα στη ζούγκλα, παρένθεση στην αδυσώπητη φύση, φιγούρες της φαντασίας και μερικά από τα πιο όμορφα κάδρα που μας έχουν δοθεί. Αν υπάρχει ένα σπουδαίο επίτευγμα της ταινίας αυτής, δεν μπορεί να είναι άλλο από την παράκαμψη του εξωτισμού, προς όφελος μιας ενδιαφέρουσας αφήγησης που δεν χάνει την κλασική δομή της όσο και αν πληθώρα στοιχείων τη διαθλούν και μαρτυρούν παράξενες σκηνοθετικές επιλογές και αποκλίσεις.
Η φύση παραπέμπει σε μια σταθερότητα λειτουργώντας καθαρτικά, σε μια σύνθεση του χώρου κατά την οποία ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί φαινομενικά ατημέλητες ακολουθίες πλάνων, ενισχύοντας την απροσδόκητη οπτική του και καταλήγοντας σε ένα διαλεκτικό σχήμα, κατά το οποίο κάθε στιγμή η σταθερότητα και η ηρεμία μπορεί να σημαίνουν την αγωνία του θανάτου, φυσικά όχι με χριστιανικούς όρους. Εδώ, η ανθρώπινη κλίμακα σημαίνει χάσιμο στην απέραντη φύση, στη μήτρα της οποίας επιστρέφει ο Μπούνμι για να κλείσει ο κύκλος, που σημαίνει πολλά για τους ανατολικούς λαούς, τίποτα όμως για τους δυτικούς.
Το άρρωστο σώμα αποβάλλεται ή καλύτερα αποσυντίθεται για να συνεχιστεί ο κύκλος της ζωής. Οι κορμοί των δέντρων και οι άνθρωποι φτιάχνουν ένα πλέγμα που συγκρατεί το θάνατο, που, ίσως, τον απομακρύνει, όμως η εγγενής δύναμη της φύσης δεν αναχαιτίζεται. Είναι τόσο ασυγκράτητη, ώστε ο κόσμος να μην χωρίζεται σε αυτόν των ζωντανών και των νεκρών, αλλά να είναι ένας, κοινός. Το χαμόγελο προς το φάντασμα είναι η φυσική αντίδραση ενός ταϊλανδού, ένα χαμόγελο που παραπέμπει στην αναζήτηση ενός νέου κόσμου. Ο υπερεκτιμημένος παράδεισος, ο οποίος είτε δεν υπάρχει, είτε, ακόμα και αν υπάρχει, δεν περιέχει τίποτα, αποτελεί έναν τόπο, και τα φαντάσματα δεν δένονται με τόπους, αλλά με ανθρώπους.
Οι άνθρωποι δένονται με τόπους, όχι όμως σε παρόντα χρόνο αλλά σε παρελθόντα. Οι αναμνήσεις κρατούν τους ανθρώπους ζωντανούς, μέχρι η μνήμη να φθίνει τόσο που οι αναμνήσεις να εκπέσουν σε εντυπώσεις. Τα φιξ καρέ εκφράζουν αυτή την παγωμάρα, το σημείο στο οποίο η επιστροφή στη μήτρα είναι αναπόφευκτη. Ο Τρίερ στο The House That Jack Built έχει δανειστεί το ύφος με το οποίο ο Απιτσατπόνγκ κινηματογραφεί την κάθοδο στη σπηλιά. Και ενώ στον πρώτο, δεν λειτουργεί κόντρα στο συνολικό ύφος της ταινίας, εδώ η αντίθεση είναι ολοφάνερη, καθώς στο πρώτο μέρος τού έργου του, επιλέγει εκπληκτικά φωτογραφημένα πλάνα, βουτηγμένα στο μπλε και πράσινο της αιώνιας φύσης.
Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι ότι η ταινία δεν επιδέχεται καμία κριτική που να καταπιάνεται με εξόφθαλμα στοιχεία. Πρόκειται για ένα ελαφρύ αεράκι κινηματογραφικής ανανέωσης, μια εμπειρία που βιώνεται με όρους πνευματικότητας και ανοιχτών οριζόντων. Βραβευμένη με Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών το 2010, η ταινία αυτή είναι το αντίδοτο – καλύτερα, ένα από τα αντίδοτα – όταν το δηλητήριο από τις κινηματογραφικές «Μαύρες Χήρες» έχει ανέβει σε επικίνδυνα επίπεδα στο αίμα.
Ανδρέας Άννινος