Ο Παναγιώτης Φαφούτης γεννήθηκε στην Πάτρα. Έχει σκηνοθετήσει έξι ταινίες μικρού μήκους, δύο μεγάλου μήκους, αυτοτελή επεισόδια στην τηλεόραση και αρκετά ντοκιμαντέρ. Βραβευμένος σε φεστιβάλ σε όλο τον κόσμο, γενικός γραμματέας της Ένωσης Σκηνοθετών Παραγωγών Ελληνικού Κινηματογράφου (ΕΣΠΕΚ) που διοργανώνει τη Χαμένη Λεωφόρο του Ελληνικού Σινεμά, διδάσκων στη Σχολή Σταυράκου αλλά και στο ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, άνθρωπος ανήσυχος σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής. Μιλήσαμε για τον κινηματογράφο σε μια συνέντευξη που έγινε υπό συνθήκες διωγμού λόγω καραντίνας. (Όλες οι φωτογραφίες είναι του Νίκου Ψαθογιαννάκη, ενώ το σχέδιο είναι του εικαστικού Γιώργου Μαραζιώτη).
– Τη Νομική την τελείωσες ή την παράτησες;
Τη Νομική την είχα στο μυαλό μου μ’ έναν κινηματογραφικό τρόπο, ότι θα αθωώνω τους φτωχούς και τους κατατρεγμένους. Όταν μπήκα στη Νομική διαπίστωσα ότι δεν είναι έτσι και απογοητεύτηκα. Δεν μου άρεσε πολύ και μετά έπιασα τον εαυτό μου να πηγαίνει σινεμά, μόνος μου, τρείς φορές την εβδομάδα στην Αθήνα και άρχισα να βλέπω τις ταινίες με διαφορετικό τρόπο. Μ’ ενδιέφερε πώς την έχει γυρίσει ο σκηνοθέτης, τι φωτισμό είχε κλπ. Πήγα λοιπόν στη Σχολή Σταυράκου που ήταν απογεύματα μόνο και επειδή ήμουν Dj και έβγαζα χρήματα, πήγα και τον πρώτο χρόνο τον πλήρωσα μόνος μου. Δεν είπα στον πατέρα μου ότι θα πάω γιατί ήμουν στη Νομική και θα γκρίνιαζε. Την τελείωσα τη Νομική στα 10 χρόνια. Πέρασα τα 5 πρώτα χρόνια του φοιτητικού μου βίου ως ένας κλασικός φοιτητής. Κοιμόμουν ατελείωτες ώρες και δεν έκανα σχεδόν τίποτα παρά μόνο πηγαινοερχόμουν τα παρασκευοσάββατα και ήμουν Dj στην Πάτρα. Μετά φόρτσαρα και πήγα στη σχολή, απ’ την πρώτη εβδομάδα της σχολής άρχισα να δουλεύω ως βοηθός μαζί με το Λάμπη Ζαρουτιάδη που έκανε μετά τα σίριαλ της Μιρέλας Παπαοικονόμου και ως Dj. Τα έκανα όλα μαζί, πήγα στρατό και τέλειωσα και τη Νομική. Όλα αυτά μέσα σε 10 χρόνια.
– Τι σε παρακίνησε να ασχοληθείς με τη σκηνοθεσία;
Πάντα με γοήτευε η έννοια της διασημότητας, αλλά να μην έχεις το τίμημα του να είσαι στο προσκήνιο και κάπως ο σκηνοθέτης δεν ήταν τόσο εκτεθειμένος. Αυτό βέβαια έχει αλλάξει στις μέρες μας. Εκ των υστέρων κατάλαβα ότι αυτό που πραγματικά με παρακίνησε ήταν η ανάγκη να επικοινωνήσω με τον κόσμο κάποια πράγματα που με απασχολούν και να τα καταλάβω κι εγώ καλύτερα παρά η αγάπη μου για το μέσο.
– Θα μπορούσες δηλαδή να εκφραστείς και μέσα από το θέατρο για παράδειγμα;
Δεν ξέρω αν επέλεγα το θέατρο τι θα γινόταν. Στη σχολή έγραφα πολύ καλά αλλά δεν μπορούσα να κάνω ασκήσεις, τότε μάλιστα τραβάγαμε με φιλμ, και δεν έκανα καμία ολοκληρωμένη άσκηση στα τρία χρόνια της σχολής. Απλώς επειδή δούλευα ως βοηθός σκηνοθέτη έβλεπα πώς στήνονται τα πράγματα και έκανα τη σπουδαστική μου ταινία 2 χρόνια αφότου τελείωσα τα μαθήματα της σχολής.
– Ποιά είναι τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει ένας σκηνοθέτης; Εσύ τα είχες όταν ξεκίνησες;
Ένας σκηνοθέτης καταρχήν πρέπει να έχει αναλυτική και συνθετική σκέψη. Πρέπει να έχει αντίληψη, πολύ καλή επικοινωνία με τους ανθρώπους και πρέπει να έχει τεχνικές γνώσεις. Όλα τα προηγούμενα πιστεύω ότι τα έχω, στο τελευταίο υστερώ δυστυχώς. Επίσης, πρέπει να έχει την ιδιότητα να καταλαβαίνει τι αρέσει στους πολλούς και ταυτοχρόνως να μη φοβάται να δώσει την προσωπική του ματιά σ’ ένα θέμα.
– Ας πούμε κάποια λόγια για τις ταινίες σου. Η πρώτη, μικρού μήκους, είναι Η ζωή είναι βραχεία το 1999. Η πτυχιακή σου, η οποία πήρε μνεία στο Φεστιβάλ Δράμας και τρίτο βραβείο στα Κρατικά Βραβεία τότε.
Δυσκολευόμουν να κάνω ταινία, επειδή δεν είχα κάνει ασκήσεις στη σχολή. Δεν είχα αυτοπεποίθηση. Είπα το σενάριο σ’ έναν σκηνοθέτη με τον οποίο συνεργαζόμουν τότε. Αυτός το βρήκε πολύ ενδιαφέρον και έβαλε μία σεναριογράφο να ετοιμάσει μια μεγάλου μήκους και μπορώ να πω ότι πληγώθηκα. Έτσι, είπα πάω να την κάνω τώρα κι επειδή αφορούσε τη σχέση πατέρα-γιού που πήγαιναν στη γενέτειρα του πατέρα για μια δουλειά και ξεμένανε στη μέση του δρόμου και ήταν η πρώτη φορά που μιλούσαν πραγματικά γιατί δημιουργήθηκε ο χρόνος, αυτό το κενό, για να είναι μαζί, και ήταν μια προσωπική ιστορία, είχε μια επιτυχία. Ενώ ήταν πρωτόλεια, άγουρη και άτεχνη ήταν παρ’ όλα αυτά συγκινητική. Άρεσε. Από τη στιγμή που έκανα τη σπουδαστική, μετά έκανα κάθε χρόνο ταινία.
– Ο Γκόγκος έρχεται το 2001, και θυμάμαι αυτό που είχες πει στη Σχολή Σταυράκου (σημ. ο Παναγώτης Φαφούτης ήταν δάσκαλός μου στη Σχολή Σταυράκου) όταν ξαναείδες την ταινία ότι υπάρχει μια αίσθηση του κάδρου. Επιπλέον, έχει σιωπές, με την έννοια ενός ρυθμού που δείχνει μια σιγουριά από τη μεριά του δημιουργού.
Κοίτα, πώς ο Πασχάλης έχει το Πόσο μ’ αρέσει ο τρόπος που μ’ αγαπάς και το τραγουδάει στα εβδομήντα τόσα, έτσι και ο Γκόγκος εμένα με ακολουθεί ότι έκανα μια μεγάλη επιτυχία που μετά δεν επαναλήφθηκε. Εντάξει, η αλήθεια είναι ότι η ταινία με βοήθησε να ταξιδέψω σε πολλά φεστιβάλ έξω, είχε μεγάλη απήχηση και κατάλαβα το σινεμά του κόσμου και τις δυσκολίες που έχουν όλοι όσοι θέλουν να κάνουν σινεμά τέχνης. Με τοποθέτησε σε ένα παγκόσμιο σύστημα και μου άνοιξε κάπως το μυαλό. Την ταινία τη δούλεψα αρκετά με τους ηθοποιούς και άλλαξε γιατί υπήρχαν ηθοποιοί που την άλλαξαν. Η ταινία στην αρχική της μορφή δούλευε περισσότερο σε ένα πρώτο επίπεδο, ενώ οι ηθοποιοί έβαλαν στοιχεία, για παράδειγμα έκαναν τους χαρακτήρες πιο σύνθετους. Είχα επίσης μία άγνοια κινδύνου και όποια ιδέα μου ερχόταν την πραγματοποιούσα, είχα μια πολύ καλή ομάδα γιατί είχαμε μια πολύ καλή εταιρία παραγωγής πίσω, αφού η ταινία χρηματοδοτήθηκε από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου. Τώρα, και οι τρεις παραγωγοί διαπρέπουν στο σημερινό σύστημα: η Φένια Κοσοβίτσα που έχει την Blonde, η Αμάντα Λιβανού τη Neda και ο Ηρακλής Μαυροειδής με τη Βοο. Με βοήθησαν πάρα πολύ τότε, ήταν μια καλοστημένη παραγωγή, είχε πολλά στοιχεία από εμένα, έγινε στην Πάτρα που πάντα κάνω ταινίες και αισθάνομαι ασφαλής σε σχέση με το περιβάλλον και τους ανθρώπους. Ήταν μια ιδέα που πάλι με αφορούσε. Όλες μου οι ταινίες εκτός από την Κληρονόμο ξεκινάν από εμένα, που είτε το καταλαβαίνω εκείνη τη στιγμή, είτε εκ των υστέρων.
– Η τρίτη μικρού μήκους, το Μετά τις 11, έγινε το 2002.
Το σενάριο γράφτηκε παράλληλα με τον Γκόγκο. Είχε παρόμοια στόχευση, έγινε πολύ γρήγορα και τελικά δεν έμεινα ευχαριστημένος. Κάτι μου ξέφυγε. Το ενδιαφέρον είναι ότι επειδή ήταν κάτι που δεν πέτυχε μετά από μια μεγάλη επιτυχία, κατάλαβα γρήγορα τι σημαίνει το δίπολο επιτυχία – αποτυχία. Αυτό ήταν πολύ χρήσιμο σχετικά με το τι ζητάω από τις ταινίες διότι μπορεί να εξοκείλεις.
– Red sky, το 2003, η ταινία έχει βραβευτεί για το Μοντάζ, και πράγματι έχει ένα γρήγορο, ιλιγγιώδες μοντάζ.
Σε όλες τις ταινίες μοντέρ ήταν ο Πάνος Βουτσαράς, εκτός από τη Joanna και την Κληρονόμο πού συνεργάστηκα με τον Λάμπη Χαραλαμπίδη. Ήταν πολύ προσωπική ταινία, από τον κόσμο του κλάμπινγκ , της τέκνο κλπ. Την έκανα μόνος μου με πολλή χαρά. Βέβαια, φοβήθηκα να πραγματοποιήσω την αρχική μου ιδέα, η ηδονοβλεψίας να είναι θρήσκα, όπως και στα Σαλιγκάρια της Λουλούς φοβήθηκα ένα άλλο τέλος στο οποίο ο μετανάστης έβαζε φωτιά στην καλύβα και μέναμε με την απορία αν έχει σωθεί το κοριτσάκι ή όχι. Γι αυτό λέω σε όλους και στον εαυτό μου να μη φοβάσαι τις πιο κρυφές σου σκέψεις γιατί αυτό είναι το προσωπικό.
– Το 2005, λοιπόν κάνεις Τα σαλιγκάρια της Λουλούς. Μια ταινία που κοιτάει πολύ νωρίς το μεταναστευτικό στα μάτια.
Είχα πάρει το βραβείο από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου για τον Γκόγκο, που ήταν η χρηματοδότηση ανάπτυξης σεναρίου μικρού μήκους. Βασίστηκε στο διήγημα ενός Γάλλου συγγραφέα. Θυμάμαι, τότε έμενα σε μια πολυκατοικία στα Εξάρχεια και οι κάτοικοι ήμασταν Ρουμάνοι, Ρώσοι, Αλβανοί, Πακιστανοί. Τρία ήταν τα διαμερίσματα Ελλήνων. Δεν υπήρχε καμία συνεννόηση, μου φαινόταν σαν να ήταν όλοι ρατσιστές με όλους. Οι Ρώσοι με τους Αλβανούς, οι Αλβανοί με τους Πακιστανούς, ήταν πολύ περίεργο. Οι Έλληνες ήταν οι πιο αμέτοχοι, τότε δεν υπήρχε και αυτό το πράγμα με χρυσές αυγές και την ακροδεξιά, να φανερώνει ο άλλος πόσο μαλάκας είναι. Όλο αυτό με έκανε να ενδιαφερθώ για το συγκεκριμένο τύπο ιστορίας.
– Αυτές οι πέντε πρώτες ταινίες μικρού μήκους δείχνουν μια διάθεση να ασχοληθείς με τις ανθρώπινες σχέσεις.
Από νωρίς κατάλαβα ότι για θέματα τα οποία δεν με αφορούν πολύ αλλά μπορεί να είναι επίκαιρα δεν θα ήθελα να κάνω ταινία. Δηλαδή τώρα δεν θα έκανα ταινία για το μεταναστευτικό, δεν θα πήγαινα να κάνω ταινία στη Χίο. Θα έκανα για την τρίτη ηλικία, με απασχολεί ο χρόνος, το τέλος, τι είναι αυτό το τέλος. Πράγματι πάντως έκανα πράγματα που μου έδωσαν μια ταυτότητα, η οποία χάθηκε με τη μεγάλου μήκους.
– Ποιός είναι ο τρόπος δουλειάς σου με τους ηθοποιούς; Αφήνεις χώρο για δική τους συμβολή στην ταινία;
Μου αρέσει οι ηθοποιοί και όσοι συμμετέχουν να είναι συνδημιουργοί της ταινίας, δηλαδή ψάχνω ανθρώπους που να τους ενδιαφέρει και το θέμα της ταινίας, όχι μόνο να έχουν τα φυσικά χαρακτηριστικά και να είναι καλοί ηθοποιοί. Το αγαπημένο μου κομμάτι στην κατασκευή μιας ταινίας είναι η δουλειά με τους ηθοποιούς πριν, και πιστεύω ότι είμαι πολύ καλός στο να διαχειρίζομαι τους ηθοποιούς.
– Λοιπόν, η Κληρονόμος, η πρώτη σου μεγάλου μήκους, είναι μια εμπορική ταινία που ήταν επιτυχημένη σε επίπεδο απήχησης. Ταυτοχρόνως, σήμαινε και μια στροφή στο εμπορικό κύκλωμα από το ανεξάρτητο, φεστιβαλικό στο οποίο έκανες ταινίες. Πώς το αποφάσισες αυτό και πώς το χειρίστηκες;
Όταν έκανα τις μικρού μήκους, αποφάσισα ότι θα είμαι σκηνοθέτης γιατί μέχρι τότε δούλευα παράλληλα ως βοηθός σκηνοθέτη. Από ένα σημείο και μετά έκανα στην τηλεόραση αυτοτελή επεισόδια, με τη λογική να μην κάνω ολόκληρο επεισόδιο και χαλάσει η αισθητική μου και συνηθίσω στη λογική να κάνω γρήγορα τα πράγματα Επειδή έκανα καλά αυτοτελή επεισόδια, με επέλεξε ο παραγωγός με έτοιμη ιδέα και σενάριο να κάνουμε την Κληρονόμο. Πήγα και για κάποιους προσωπικούς λόγους αλλά και γιατί δεν μου άρεσε που χλεύαζαν τις κωμωδίες και έλεγα πήγαινε εσύ ρε φίλε να την κάνεις καλά. Όμως οι συνθήκες δεν είναι πάντα αυτές που θέλεις και είναι και θέμα πείρας. Δηλαδή πήγα σε κάτι που λίγο πολύ ήταν έτοιμο και δεν είχα τότε τη δύναμη ή τη γνώση να το αλλάξω και να το φέρω στα μέτρα μου, με αποτέλεσμα να γυρίσω κάτι που δεν ήταν αποκλειστικά δικό μου. Εννοώ να συνδέομαι με αυτό είτε σεναριακά, είτε σκηνοθετικά.
– Δεν το φανταζόσουν όμως ότι κάπως έτσι θα είναι;
Ίσως όχι. Να σου δώσω ένα παράδειγμα. Φτιάχναμε το σενάριο και ξεκινήσαμε γυρίσματα για λόγους ηθοποιών. Τώρα δε θα επέτρεπα να ξεκινήσουμε το γύρισμα ή θα έφευγα απ’ το πρότζεκτ. Παρ’ όλα αυτά η ταινία για τις συνθήκες μέσα στις οποίες πραγματοποιήθηκε ήταν ok. Δυστυχώς, υπάρχουν συστήματα και υποσυστήματα στον κινηματογράφο όπως φαντάζομαι σε όλες τις δουλειές. Δηλαδή, είσαι σκηνοθέτης που κάνει τηλεόραση, ή σκηνοθέτης που κάνει ταινίες και πάνε στο φεστιβάλ που είναι ένας κύκλος και ένα κύκλωμα. Για τα φεστιβάλ η πρώτη ταινία μετράει περισσότερο από την τρίτη ή την τέταρτη. Κάποιος που κάνει την πρώτη του ταινία, τα φεστιβάλ θέλουν να τον αναδείξουν, οπότε μπορεί να τον “πουλήσουν” καλύτερα, άρα υπάρχει και ένα κύκλωμα πώλησης και παρουσίασης. Εγώ έχασα αυτή την ευκαιρία της πρώτης ταινίας, απέκτησα μια εμπειρία αλλά δεν ήταν αυτό που ήθελα. Δεν ήθελα να γελάει ο κόσμος ή να μου πει ο ταξιτζής α ναι την ξέρω την Κληρονόμο. Σε όποιον λέω ότι είμαι σκηνοθέτης, αν με ρωτήσει τι έχεις κάνει και δεν με ρωτήσει που παίζεις, μόνο αν αναφέρω την Κληρονόμο ή μια δυο δουλειές στην τηλεόραση με αναγνωρίζει. Βέβαια, έγινε πολύ γρήγορα ο Παράδεισος γιατί είχε ήδη εγκριθεί από το ΕΚΚ.
– Ο Παράδεισος είναι μια επιστροφή στις ταινίες των φεστιβάλ.
Ναι, είναι μια ταινία που την έγραψα εγώ, που είναι η νεότητά μου, που με ενδιέφερε. Έχει πολύ από εμένα. Νομίζω ότι είναι μια καλή ταινία αλλά έχει κάποιες σεναριακές αδυναμίες. Το θέμα είναι ότι δεν μπορούμε να προωθήσουμε ταινίες που είναι σε ένα μεσαίο χώρο, με το σύστημα της διανομής που είναι λίγο περίεργο, οπότε αν μια ταινία είναι κανονική και ελληνική δεν ξέρουν πώς να την πουλήσουν, ενώ αν είναι γαλλική ξέρουν. Έτσι, δεν είχε την τύχη που περιμέναμε. Ούτε στα φεστιβάλ. Τότε τα φεστιβάλ ήθελαν ταινίες που ανήκαν στο Weird Wave που τότε ήταν στο προσκήνιο. Κάνοντας αυτές τις δύο ταινίες (Παράδεισος, Η Κληρονόμος) έπαθα μια κρίση ταυτότητας, δηλαδή τι κάνω στο σινεμά, γιατί να κάνω σινεμά, αν πρέπει να κάνω σινεμά και τα λοιπά.
– Πάντως, η μικρού μήκους ταινία είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από τη μεγάλου μήκους.
Ναι είναι, γιατί διακυβεύονται χρήματα και απαιτεί εμπειρία που δεν ξέρω πόσο εύκολα την αποκτάς στη μικρού μήκους. Απ’ την άλλη, υπάρχουν σκηνοθέτες που έκαναν πολύ γρήγορα μεγάλου μήκους και τα έχουν καταφέρει. Παλιότερα, έλεγες ότι για να είσαι σκηνοθέτης, πρέπει πρώτα να έχεις κάνει βοηθός. Ε, τώρα δεν το πιστεύω αυτό.
– Το 2015 επιστρέφεις με τη μικρού μήκους ταινία Joanna, που έχει να κάνει με το μύθο της Γιαννούλας της Κουλουρούς.
Αφού λοιπόν έπαθα αυτή την κρίση ταυτότητας, μου πέρασε, και έκανα τη Joanna με πολύ χαμηλό μπάτζετ σαν ένα τρόπο να ανακαλύψω και πάλι τη χαρά του να κάνω ταινίες. Πέτυχε σε όλα τα επίπεδα, ήταν αυτό που ήθελα να κάνω, παρ’ ότι είναι μια ταινία conceptual, δηλαδή δεν είναι στρογγυλή ταινία, είχε αρκετή επιτυχία και μάλιστα πουλήθηκε στο Arte και σε αρκετές τηλεοράσεις ακόμα. Το περίεργο είναι, και για τον Παράδεισο και για τη Joanna, πως παρότι κάνω τις ταινίες στην Πάτρα, δεν ενδιαφέρει τόσο τον κόσμο να τις δει. Το λέω διότι μια ταινία σου μπορεί να κάνει επιτυχία στο εξωτερικό αλλά θέλεις και στη χώρα σου να πάει καλά. Κι επειδή η Joanna συνδέεται με την ιστορία της πόλης θα ήθελα να τη δει αρκετός κόσμος αλλά δεν έτυχε. Δεν ξέρω αν φταίει το timing ή κάτι δεν γίνεται καλά. Δηλαδή, ενώ μου αρέσει να κάνω ταινίες, δεν περιμένω πια να τις δείξω εδώ. Πλέον, θα έβρισκα και εναλλακτικό τρόπο διανομής για ταινίες σινεφιλ, διότι δεν λειτουργεί ο τρόπος διανομής βγαίνω σε ένα σινεμά ή σε δύο, δεν έχει ενδιαφέρον.
– Εννοείς μέσα από κάποια πλατφόρμα;
Ναι, ή με προβολές – event. Να είναι παρών και ο σκηνοθέτης, να είναι σε μια λέσχη. Μοναδικές προβολές, νομίζω ότι είναι πιο ενδιαφέρον. Και είναι και πιο στοχευμένο το κοινό.
– Πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε και ένα ντοκιμαντέρ για τον Παύλο Γιαννακόπουλο, το οποίο σκηνοθέτησες.
Εξαιτίας μιας δουλειάς στην τηλεόραση με φώναξε μια εταιρία παραγωγής και συγκεκριμένα η παραγωγός Βίκυ Λάσκαρη για να κάνουμε το ντοκιμαντέρ. Δεν είχε κάποιες ειδικές συνθήκες. Γνώρισα κάποιους ενδιαφέροντες ανθρώπους. Δεν είναι ένα ντοκιμαντέρ έρευνας, είναι ένα ντοκιμαντέρ παρουσίασης μιας προσωπικότητας και συγκεκριμένα στο αθλητικό κομμάτι. Είμαι πολύ ευχαριστημένος για τον τρόπο με τον οποίο έγινε το ντοκιμαντέρ και για την απήχηση που έχει.
– Από που αντλείς έμπνευση για τις ταινίες σου;
Εμπνέομαι κυρίως από ιστορίες που ακούω γύρω μου ή τυχαίνει να διαβάσω. Δεν έχω πάρει μεγάλους μύθους να τους διασκευάσω ή να τους αναλύσω, ούτε βιβλία. Αυτό που μ’ ενδιαφέρει είναι να αναδείξω μικρές λεπτομέρειες της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
– Έχεις κάνει και ντοκιμαντέρ και ταινίες μυθοπλασίας. Ποιές είναι οι διαφορές και ποιό είδος σε εκφράζει περισσότερο;
Δεν έχω κάνει τόσα ντοκιμαντέρ σε σχέση με ταινίες μυθοπλασίας ώστε να εξερευνήσω το είδος ιδιαίτερα και αυτά που έχω κάνει μού έχουν ανατεθεί. Οπότε δεν έχει ξεκινήσει κάποιο ντοκιμαντέρ από εμένα. Αν και η μυθοπλασία με γοητεύει περισσότερο, τα γυρίσματα είναι πολύ διαφορετικά. Και στα δύο είδη χρειάζεται προετοιμασία. Νομίζω ότι προτιμώ τη μυθοπλασία σε σχέση με τη φόρμα της και αυτά που έχεις να κάνεις δουλεύοντας.
– Πώς βλέπεις το μέλλον του ελληνικού κινηματογράφου, δηλαδή τους νέους δημιουργούς;
Το τι είναι ο ελληνικός κινηματογράφος πάντα είναι συνάρτηση με το τι γίνεται στη ζωή, σ’ αυτή την έρμη χώρα, και το τι μεριμνά το κράτος καθότι δεν έχουμε ιδιωτικά κεφάλαια, αφού όσα υπάρχουν δίνονται για να γίνουν κωμωδίες και τηλεοπτικής λογικής ταινίες. Επειδή πια έχει εκδημοκρατιστεί το μέσο και μπορείς να έχεις πρόσβαση στη γνώση πολύ πιο εύκολα, υπάρχει κόσμος να πει αυτά που χρειάζεται να πει και να γίνουν ταινίες. Όμως, όπως και στο υπόλοιπο φάσμα των τεχνών, η πολιτική του κράτους είναι απαγορευτική στο να τις υποστηρίξει.
– Θεωρείς ότι οι δημιουργοί λαμβάνουν την κινηματογραφική παιδεία που απαιτείται;
Υπάρχει κόσμος που σπουδάζει έξω, που ταξιδεύει, που πηγαίνει σε σεμινάρια, σε προγράμματα. Δεν έχουμε τις σχολές που έχουν οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες αλλά νομίζω ότι δεν είναι η γνώση το πρόβλημα, αλλά μια γενική πολιτική που θα βοηθήσει αυτόν που θέλει να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο να εκφραστεί όσο το δυνατόν καλύτερα.
– Θα μας πεις κάποιους σκηνοθέτες που έχεις ξεχωρίσει από τη νέα γενιά;
Η Κωνσταντίνα Κοτζαμάνη, η Ζακλίν Λέντζου, ο Χρήστος Μασσαλάς, ο Βασίλης Κεκάτος ή παιδιά που έκαναν μόλις την πρώτη μεγάλου μήκους όπως ο Τζώρτζης Γρηγοράκης.
– Διδάσκεις κινηματογραφική σκηνοθεσία στη Σχολή Σταυράκου, στο ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας υποκριτική στον κινηματογράφο, παραδίδεις σεμινάρια και φαίνεται η διδασκαλία να είναι κάτι που σε ενδιαφέρει.
Η διδασκαλία ξεκίνησε στα χρόνια της κρίσης, αλλά όσο πιο πολύ διδάσκω τόσο πιο πολύ με ενδιαφέρει. Οι άνθρωποι που ξεκινούν να σπουδάσουν κάτι, έχουν δύναμη και όρεξη. Είναι κάπως εξιδανικευμένα τα πράγματα και αυτό μου θυμίζει πώς θα έπρεπε να είναι. Μ’ αρέσει η ανταλλαγή απόψεων, να μεταδίδω κάτι που ξέρω, να το κωδικοποιώ και να το λέω καλά.
– Στην Πάτρα, εκτός από τις κινηματογραφικές αίθουσες που λείπουν, λείπει και ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ. Σκέφτεσαι μια τέτοια διοργάνωση;
Τα φεστιβάλ είναι γιορτή, είναι γνώση, είναι πολύ ωραίο πράγμα. Κάθε χρόνο σκέφτομαι πώς θα μπορούσε να διοργανωθεί στην Πάτρα ένα φεστιβάλ, όμως δεν έχω καταφέρει να βρεθώ με μία ομάδα, το αναβάλλω. Φέτος, επειδή έδειχνα αρκετές ελληνικές ταινίες στους φοιτητές μου εδώ στην Πάτρα, τα παιδιά έκαναν από μόνα τους μια λέσχη. Πάντως, λείπει ένα φεστιβάλ από την Πάτρα.
– Ετοιμάζεις κάτι αυτόν τον καιρό;
Γράφω ένα σενάριο μεγάλου μήκους μαζί με την Ελίνα Ψύκου, το οποίο έχει προσωρινό τίτλο Παραλιακή και εκτυλίσσεται στον παραλιακό δρόμο μιας επαρχιακής πόλης. Επίσης γράφω το σενάριο μιας ταινίας μικρού μήκους που θέλω να κάνω.
– Από ποιόν θα ήθελες να πάρουμε την επόμενη συνέντευξη;
Από την Κωνσταντίνα Κοτζαμάνη.
Για το τέλος:
“Γενικά, πιστεύω ότι το να είσαι σκηνοθέτης, μπορεί να ακούγεται βαρύγδουπο, αλλά είναι μια στάση ζωής. Δεν μπορεί να πρεσβεύεις κάτι με το έργο σου και εσύ να είσαι κάτι εντελώς αντίθετο. Πάντα με γοητεύουν οι σκηνοθέτες και οι άνθρωποι που η ζωή τους είναι σε συμφωνία με τις ιδέες των ταινιών τους, όσο αυτό είναι εφικτό. Είναι εξοργιστικό το γεγονός ότι το κράτος δεν εκπαιδεύει τον κόσμο στην τέχνη, δεν τον ωθεί να την εκτιμά διότι η ζωή μας θα ήταν καλύτερη. Βλέπουμε τώρα στην καραντίνα ότι η μόνη σωτηρία είναι κάτι να δεις, είναι πολύ σημαντικό. Δεν καταλαβαίνω γιατί αγνοούν την παιδεία, τα σχολεία, τις τέχνες. Εδώ δεν ασχολούνται με την υγεία, θα μου πεις. Ένα έργο θα σε σώσει από την αυτοκτονία, από τη μιζέρια. Αυτό δεν εκτιμάται και είναι εξοργιστικό”.
Ανδρέας Άννινος