Μια συνέντευξη – ποταμό παραχώρησε ο Νίκος Καββαδίας στο cinepatra.gr.

Ο Νίκος Καββαδίας είναι ο άνθρωπος που δημιούργησε το Γυμνό Οφθαλμό, μια κινηματογραφική ομάδα που έχει διοργανώσει μερικές από τις ιστορικότερες προβολές σε κινηματογράφους της Πάτρας, αλλά και σε πολλά και διαφορετικά μέρη της Πάτρας, χειμερινά και θερινά, με τον Κινητό Κινηματογράφο Πατρών. Ένας γνώστης της κινηματογραφικής Τέχνης, ένας ανήσυχος άνθρωπος, που η δημιουργικότητά του βρίσκει την ικανοποίησή της στην ανταπόκριση των Πατρινών και στη γνωριμία του με τέρατα από τον χώρο της Τέχνης.

Δεν είναι μόνο οι προβολές που διοργανώνει ο Νίκος, που τον κάνουν αγαπητό και ενδιαφέροντα. Όταν τον συναντήσεις, είναι αδύνατο να βαρεθείς καθώς τα πεδία ενδιαφέροντος του είναι αμέτρητα. Η συζήτηση μαζί του θα καλύψει σχεδόν τα πάντα, “θα κάνει κύκλους”, όπως και ο ίδιος λέει, και θα συνέχιστεί την επόμενη φορά.

Η συνέντευξη είναι σκοπίμως μεγάλη σε μέγεθος, καθώς ο Νίκος Καββαδίας έχει μακρά πορεία στον κινηματογραφικό χώρο, και οι ιστορίες, οι διηγήσεις και οι αναμνήσεις του ήταν μέσα στο σχεδιασμό της συνέντευξης αυτής. Άλλωστε, όντας λάτρης της Πάτρας, έχει ζήσει έντονα αυτή την πόλη, και οι εμπειρίες του είναι πολλές. Τον βοηθάει και η δύναμη του λόγου του, χαρακτηριστικό στοιχείο της προσωπικότητάς του. Τον ευχαριστούμε θερμά και προσβλέπουμε στην επόμενη συνάντηση.

Μην ξεχνάμε την προβολή της ταινίας Άντρας, που κοιτάζει ΝοτιοΑνατολικά του Ελιζέο Σουμπιέλα, στο Σινέ Παντάνασσα (Παντανάσσης και Καραϊσκάκη), την Τετάρτη 8/7, στις 21:30 το βράδυ, που διοργανώνει ο Γυμνός Οφθαλμός και η οποία γίνεται με την υποστήριξη και του cinepatra.gr.

– Τι είναι το σινεμά για εσένα;

Κοιτάξτε, αυτή είναι μια ερώτηση, που μπορεί να φαντάζει εύκολη, αλλά, ταυτόχρονα, να μην είναι. Ο πατέρας μου σαν πιτσιρικάς μέσα στην Κατοχή αγάπησε πολύ το ποδόσφαιρο και τον κινηματογράφο. Πέρασε, λοιπόν, αυτές του τις αγάπες στον πιτσιρικά γιό του τη δεκαετία του ’70.  Όπως με πήγε στην αλάνα να παίξω ποδόσφαιρο, έτσι με πήρε μαζύ του και στην κινηματογραφική αίθουσα.
Αρχικά μιά πατρική κληρονομιά, που στο πέρασμα του χρόνου μετατράπηκε σε σωτήριο εθισμό. Ξέρω, ότι μπορεί να ακουστεί υπερβολικό, αλλά χωρίς τον κινηματογράφο μπορεί και να είχα πεθάνει από καιρό.

– Η πρώτη ταινία, που θυμάσαι να είδες στον κινηματογράφο;

1969 ή 1970 σ’ έναν θερινό κινηματογράφο στην Αιγείρα, όπου υπηρετούσε ο πατέρας μου στην Βασιλική – όπως την λέγανε τότε –  Χωροφυλακή.
Σίγουρα ήταν καλοκαίρι και, εάν δεν γελιέμαι, ο κινηματογράφος ήταν σε ταράτσα.
Ο πατέρας μου είχε βραδυνή υπηρεσία και η μητέρα μου, μην έχοντας, που να μας αφήσει, πήρε εμένα και την αδερφή μου στον κινηματογράφο, παρ΄ότι η ταινία ήταν ακατάλληλη. Είμαι σίγουρος, ότι η ταινία ήταν Ελληνική, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ ποιά ήταν. Στο τέλος του ’70, στην Κόρινθο, που μετατέθηκε ο πατέρας μου, ξεκίνησε η πραγματική μου ζωή στην σκοτεινή αίθουσα. Στην αρχή πήγαινα μαζύ του και στη συνέχεια μόνος μου. Παρ΄ότι ήμουν μπόμπιρας – και στην ηλικία και στο μπόι – αφού ήμουν ο γιός του Θύμιου του Χωροφύλα, οι αιθουσάρχες με άφηναν να μπαίνω και στα ακατάλληλα έργα! Στο Σινέ – Ηλέκτρα, που δεν νομίζω να υπάρχει, πιά, ήμουνα κάτι σαν…μασκώτ! Θυμάμαι σαν τώρα να είμαι κυριολεκτικά χωμένος στο κάθισμα και να βλέπω τον Αλαίν Ντελόν και την Κατρίν Ντενέβ στον “Αστυνόμο” (“Un Flic”) του μάστορα Ζαν Πιέρ Μελβίλ. Χαραγμένη στη μνήμη μου είναι και η περιβόητη για την εποχή της “Δίκη των Δικαστών”, που είδα με τον πατέρα μου στον κινηματογράφο “Απόλλωνα” στην Κόρινθο. Είχα εντυπωσιασθεί με την αίθουσα, αλλά και την ταινία.  Του πατέρα μου του άρεσαν τα δικαστικά δράματα, εγώ, χωρίς να ξέρω ποιόν γίγαντα έβλεπα στην οθόνη, είχα μείνει με το στόμα ανοικτό με τον Κολοκοτρώνη του Μάνου Κατράκη.Εκείνη την εποχή, πριν την προβολή περίμενα πώς και πώς και τα “επίκαιρα¨, τα οποία πάντα “έκλειναν” με στιγμιότυπα από κάποιο ελληνικό ποδοσφαιρικό ντέρμπυ. Ετσι μπορούσα να συνδυάσω, και στην μεγάλη οθόνη, μάλιστα, τις δυό μεγάλες μου αγάπες: την Στρογγυλή Θεά και τις κινούμενες εικόνες.

– Τι είναι ο Γυμνός Οφθαλμός; Γιατί διάλεξες αυτό το όνομα; Υπήρχε εναλλακτική;

Δεν μπήκα ποτέ σε δίλημμα. Το όνομα ήταν εκεί από καιρό και με περίμενε υπομονετικά. Πώς είναι ένα τραγούδι, που οι στίχοι περιμένουν την μουσική ή το αντίστροφο? Γιατί “Γυμνός Οφθαλμός”? Τρείς οι λόγοι: μου άρεσε πολύ η έκφραση “η φάση δεν είναι ξεκάθαρη διά “γυμνού οφθαλμού”, που άκουγα στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση, όταν είχε μετάδοση κάποιου ποδοσφαιρικού αγώνα.” Μου άρεσαν αυτά, που δεν ήταν ξεκάθαρα διά “γυμνού οφθαλμού”, αλλά γιά να τα ξεδιαλύνεις χρειαζόσουν, τουλάχιστον, μιά δεύτερη θέαση.
Άρχισαν και στον κινηματογράφο να μου αρέσουν οι ταινίες, που δεν εξαντλούνταν “δια γυμνού οφθαλμού” και ήθελαν να τις διαβάσεις παραπάνω από μιά φορά. Αυτός είναι ο κινηματογραφικός λόγος. Υπάρχει κι ένας λόγος καθαρά προσωπικός: λόγω της αυξημένης μυωπίας που έχω, δεν μπορώ χωρίς τα γυαλιά μου, που τα φοράω από πιτσιρίκι, να δω τίποτα στην οθόνη δια “γυμνού οφθαλμού”. Ο τρίτος λόγος, είναι, ότι πρόκειται γιά ένα όνομα πολύ όμορφο και διόλου συνηθισμένο.
‘Εκρινα, ότι θα κάνει μεγάλη εντύπωση και δικαιώθηκα απόλυτα.
Ακόμα κουβαλάω το βλέμμα μιάς ηλικιωμένης κυρίας, όταν με είδε, έξω από το βιβλιοπωλείο του Μεθενίτη στην Κανακάρη (εκεί, που τώρα είναι το βιβλιοπωλείο “Πίξελ” του φίλου Νεκτάριου Λαμπρόπουλου) να κολλάω την αφίσσα γιά την πρώτη προβολή του “Γυμνού Οφθαλμού”. Ήταν βραδάκι, παραμονές της 25ης Μαρτίου του 1992. Το θυμάμαι σαν τώρα. Η κυρία αφού είδε την αφίσσα, που είχε σχεδιάσει ο φίλος μου Δημήτρης Θωμάς, γεμάτη απορία γύρισε και με ρώτησε: “τι είναι αυτός ο “Γυμνός Οφθαλμός”, παιδάκι μου?”.
Μάλλον νόμιζε, ότι με κάτι πονηρό θα είχε να κάνει κι εγώ της απάντησα μ’ ένα πονηρά αθώο χαμόγελο.  Ο σύλλογος “Γυμνός Οφθαλμός” μπορεί να γεννήθηκε και να  βαφτίστηκε από εμένα, αλλά ο πυρήνας του ήταν εκείνη η φοβερή ομάδα των φερέλπιδων νέων, που μαζευόμασταν κάθε πρωί στο στέκι μας, το θρυλικό καφενείο του φοβερού κυρ – Μάκη, στο κάτω μέρος της Πλατείας Όλγας. Εγώ, ο Φώντας “Δισκορυχείον” Τρούσας, ο Ανδρέας Καράμπελας, ο Λεωνίδας Σόμπολος, ο Γιάννης “Το Χασομέρι” Κοκκίνης, ο αγαπημένος μας Γιάννης Αδαλόπουλος, που τόσο νωρίς την έκανε γιά τα ψηλά…Ωρες ατελείωτες συζητούσαμε γιά ποδόσφαιρο, πολιτική και κυρίως γιά μουσική και ταινίες. Είχε προηγηθεί και ο “Μουσικός Δίαυλος”, ένας υποδειγματικός ανεξάρτητος ραδιοφωνικός σταθμός, που μας είχε φέρει πολύ κοντά και μας είχε κάνει μιά οικογένεια, οπότε ήταν πολύ εύκολο τα παιδιά να με ακολουθήσουν στην ίδρυση του “Γυμνού Οφθαλμού”.
Τότε, υπήρχε μια αντίθεση σε σχέση με αυτό, που γίνεται σήμερα: υπήρχαν λίγα γραφεία διανομής, που έφερναν τις ταινίες, που μας άρεσαν και πολλοί – και χειμερινοί και θερινοί – κινηματογράφοι. Αλλά κι από τις ταινίες, που μας άρεσαν και παίζονταν στην Αθήνα ελάχιστες “περνούσαν τον Ισθμό της Κορίνθου”, όπως συνήθιζα να λέω. Εγώ λοιπόν πρότεινα να φτιάξουμε τον “Γυμνό Οφθαλμό” για να πάρουμε την κατάσταση στα χέριά μας και να προβάλλουμε τις ταινίες γιά τις οποίες συζητούσαμε πολύ, αλλά ποτέ δεν βλέπαμε στην μεγάλη οθόνη!
Αυτή ήταν η ανάγκη. Από εκεί και πέρα ο “Γυμνός Οφθαλμός”, βάσει του καταστατικού του, είναι ένας Μη Κερδοσκοπικός Σύλλογος Τέχνης και Πολιτισμού.
Δίκαια στην συνείδηση του κόσμου έχει καταγραφεί σαν μιά εναλλακτική κινηματογραφική λέσχη, που, έχει, όμως, διοργανώσει και μουσικές συναυλίες, αλλά και μιά έκθεση φωτογραφίας στο Παλαιό Δημοτικό Νοσοκομείο του φίλου Δημήτρη “Ντίμη” Τριανταφυλλόπουλου, ενός καλλιτέχνη, που αγαπώ ιδιαίτερα κι εδώ και κάποια χρόνια ζει και δημιουργεί στο Αμέρικα.

– Παρατηρείς αλλαγές από την δεκαετία του ’90 που ξεκίνησες;
Στους θεατές, στις απόψεις τους, στις γνώσεις τους πάνω στο αντικείμενο, στη στήριξή τους.

Αφού δεν επιτρέψω στη νοσταλγία να παραμορφώσει την πραγματικότητα, θα προσπαθήσω να απαντήσω όσο πιό αντικειμενικά μπορώ στην ερώτησή σας. Από την άλλη, επειδή μεγαλώνουμε και ο χρόνος μας τελειώνει, μέσα στην τρομάρα και την αμηχανία μας, είθισται να παρουσιάζουμε το παρελθόν, περίπου, σαν παράδεισο. Θεωρώ, ότι σήμερα τα πράγματα είναι πάρα πολύ χειρότερα από τότε που ξεκινήσαμε. Και είμαι ευτυχής, που ο “Γυμνός Οφθαλμός” γεννήθηκε και μεγάλωσε την δεκαετία του ’90, την τελευταία δεκαετία, που έγιναν πραγματικά σπουδαία πράγματα.
Τίποτα δεν είναι το ίδιο. Πάμε πρώτα στο κοινό. Όταν ξεκίνησε ο “Γυμνός Οφθαλμός” υπήρχε ακόμα κοινό. ‘Ανθρωποι, που, πάνω απ΄όλα διάβαζαν. Βιβλία, εφημερίδες, κριτικές γιά βιβλία, δίσκους, ταινίες, εκθέσεις. Άνθρωποι, που στα βιβλιοπωλεία, πριν ξεφυλλίσουν ένα βιβλίο πρώτα μύριζαν το χαρτί του. Υπήρχαν κινηματογραφόφιλοι, που στις μία τα ξημερώματα θα γέμιζαν το “Ιντεάλ” γιά να δουν μιά ανεξάρτητη ταινία.

Σήμερα, ενώ φαίνεται να υπάρχει μεγαλύτερη πρόσβαση στην πληροφορία, τα πράγματα είναι χειρότερα. Όλο και λιγότεροι αγοράζουν ένα βιβλίο – σίγουρα, πάντως, ελάχιστοι το μυρίζουν. Μάλλον το χαρτί δεν μυρίζει, πιά… -, ελάχιστοι θα αγοράσουν ένα δίσκο, όλο και λιγότεροι πηγαίνουν να δουν μιά ταινία στην μεγάλη οθόνη. “Και γιατί να πληρώσω?”, σου λένε. “¨Αφού “μπορώ” να την “κατεβάζω” και να την δω με την άνεσή μου στο σπίτι μου. Μίκρυνε η οθόνη, μίκρυνε και η ζωή μας και η υποτιθέμενη άνεση είναι, τελικά, και ο επιτάφιός μας.

Στις θεωρητικά εύκολες μέρες μας τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα, αλλά αυτό με κάνει να πεισμώνω και να μην τα παρατάω. “Ακόμα κι αν δεν υπάρχει κοινό, οφείλεις να το δημιουργήσεις”, λέω στον εαυτό μου και συνεχίζω!

– Πιστεύεις ότι το κοινό τότε ήταν πιο ενημερωμένο, πιο εξοικειωμένο με την κινηματογραφική γλώσσα;

Πιό ενημερωμένο σίγουρα. Υπήρχαν βιβλία και περιοδικά για τον κινηματογράφο, ενώ σήμερα το έντυπο έχει περάσει στο περιθώριο. Η πληροφορία πλέον έρχεται ηλεκτρονικά και έτσι δεν μιλάμε για το ίδιο κοινό. Οι κριτικοί είχαν τεράστια δύναμη τότε, κάτι, που είχε και τα αρνητικά του. Υπήρχε, όμως, ένας κόσμος που ψαχνόταν. Και σήμερα υπάρχει κοινό, αλλά η ουσία κρύβεται στην ανάγκη. Τότε, που ξεκίνησε ο “Γυμνός Οφθαλμός” διέκρινες καθαρά την ανάγκη του κοινού να δει πραγματικό κινηματογράφο.
Σήμερα με την εξέλιξη της τεχνολογίας πέρασε μιά εσφαλμένη εντύπωση στον κόσμο, ότι δεν έχει ανάγκη την μεγάλη οθόνη, του κάνει και η μικρή.

Στις μέρες μας ο κόσμος δείχνει να είναι πιό εξοικειωμένος με την εικόνα, αλλά πολύ φοβούμαι, ότι αυτό είναι, τελικά, μιά ψευδαίσθηση, μιά παραμύθα.

Ακόμα και με ένα κινητό μπορείς να δημιουργήσεις μιά ταινία και να νομίσεις, ότι είσαι δημιουργός. Είσαι, όμως?

– Με ποιά κριτήρια επιλέγεις τις ταινίες, που προβάλλεις;

Τα πρώτα χρόνια λειτουργούσαμε σαν ομάδα, οπότε, απόλυτα δημοκρατικά, τρεις – τέσσερις άνθρωποι προτείναμε και αποφασίζαμε ποιές ταινίες θα προβληθούν.

Όταν η ζωή άρχισε να διασπάει την ομάδα, έπρεπε να γίνω ο “Γυμνός Οφθαλμός” και να συνεχίσω. Δεν το κρύβω, ότι πολλές φορές είπα “Τα παρατάω, αυτή είναι η τελευταία προβολή”. Συνεχίζω, όμως! Γιατί η ανάγκη μου να μοιραστώ εξαίσιες κινούμενες εικόνες είναι τόσο δυνατή, που ανασταίνει και…νεκρό!
Και ένας λόγος για τον οποίο ακόμα διοργανώνω προβολές, είναι γιατί θέλω να μοιραστώ εικόνες που με αγγίζουν, το έχω ανάγκη.
Το κριτήριο με το οποίο επιλέγω ήταν και θα παραμείνει το ίδιο: γιά να προβληθεί διά “γυμνού οφθαλμού” μιά ταινία πρέπει να είναι Ανθρώπινη, Αυθεντική και Ανυπότακτη.

Αλλιώς γιατί να θέλω να την μοιραστώ?

– Η εμπορικότητα μιάς ταινίας δεν αποτέλεσε ποτέ γιά σένα κριτήριο?

Την δεκαετία του ’90 έβρισκα εύκολα και πολλές και καλές χορηγίες.

Υπήρξαν περιπτώσεις, που το κόστος της προβολής είχε, σχεδόν, καλυφθεί προκαταβολικά από τις χορηγίες. Υπήρξε και προβολή, που ο χορηγός είχε καλύψει όλο το κόστος και μοίρασε δωρεάν προσκλήσεις στους σινεφίλ.

Δεν λέω, ότι γύριζα την πλάτη στα εισιτήρια, αλλά αυτό, που με “έτρωγε” ήταν να ανταποκριθεί το κοινό στην ταινία, που είχα επιλέξει.

Νοιώθω τις ταινίες, που προβάλλω σαν παιδιά μου και αγωνιώ γιά την τύχη τους.

Αν δεν ερχόταν ο κόσμος, το έφερα βαρέως, σαν να έστησα μια γιορτή, που κανείς δεν ήρθε, ή να έφτιαξα ένα γλυκό, που κανείς δεν δοκίμασε.

– Μια εντελώς άγνωστη ταινία, που για εσένα μπορεί να ήταν σημαντική θα την προέβαλλες?

Φυσικά! Θα το έκανα ακόμα κι αν μετά “πονούσε” η τσέπη μου. Απλά σε αυτήν την περίπτωση, δεν θα μπορούσα να το κάνω πολλές φορές.

Έχω κάνει, όμως, και το αντίθετο!

– Δηλαδή;

Μιά φορά προέβαλα στο “Ιντεάλ” – σε μεταμεσονύχτια, μάλιστα, προβολή! – μιά ταινία που εμένα δεν μου άρεσε, το κοινό, όμως, λόγω κριτικών και σκηνοθέτη την περίμενε πώς και πώς.

Αναφέρομαι στα “Παράξενα Παιχνίδια”του Αυστριακού Μίκαελ Χάνεκε, που δεν μου αρέσει αυτή η μισανθρωπία, που διακρίνει το έργο του.
Από τα πρώτα λεπτά ένοιωσα την ανάσα του κοινού και κατάλαβα, πώς θα αντιδράσει. Το αποκορύφωμα ήρθε με την σκηνή του τηλεκοντρόλ.

Την επόμενη μέρα, αρκετοί φίλοι περνούσαν από το καφενείο του κυρ -Μάκη και δεν χρειαζόταν να μου πουν τίποτα.

“Έσκαγαν” ένα χαμόγελο σαν να μου έλεγαν: “αυτήν την ταινία δεν θέλαμε? Καλά να πάθουμε!”.

– Ποιές είναι οι πιο αγαπημένες σου ταινίες, από αυτές που έχει προβάλει ο “Γυμνός Οφθαλμός”?

Δύσκολη ερώτηση. Γι’ αυτό και θα απαντήσω αναφέροντας τις ταινίες, που μου έρχονται αμέσως στο μυαλό.
Αμέσως μου έρχεται στο μυαλό ο αριστουργηματικός “Λεολό”  του Καναδού Ζαν Κλοντ Λοζόν. Ενός πολύ σπουδαίου Καναδού σκηνοθέτη, που δεν πρόλαβε να κάνει την τρίτη ταινία του, αφού το 1997, σε ηλικία, μόλις 44 χρόνων έχασε την ζωή του σε αεροπορικό ατύχημα μαζύ με την 27χρονη φίλη του Marie-Soleil Tougas. Θέλω μείνω λίγο παραπάνω σε αυτήν την προβολή, γιατί είναι πολύ ξεχωριστή. Πρέπει να είμαστε στο τέλος του 1995 ή στις αρχές του 1996, τελευταία χρονιά λειτουργίας του θρυλικού κινηματογράφου “Άστυ” στην Πλατεία Όλγας. Θέλω να δοκιμάσω το κοινό, προβάλλοντάς του μιά ταινία χωρίς, όμως, να ανακοινώσω τον τίτλο της!

Βγάζω, λοιπόν, μιά ασπρόμαυρη αφισσούλα, με ένα πανέμορφο μωρό να κάθεται στο κανατάκι του και γράφω: “o “γυμνός οφθαλμός παρουσιάζει μιά ταινία…μα ποιά ταινία?”. Η προβολή είναι προγραμματισμένη γιά Κυριακή, στις 11 το πρωί!

Περιμένω με αγωνία να δω πόσοι κινηματογραφόφιλοι θα ακολουθήσουν την τρέλλα μου.
Και προς μεγάλη μου έκπληξη βλέπω 60 περίπου κινηματογραφόφιλους να έρχονται το πρωί της Κυριακής να δουν μιά ταινία, γιά την οποία δεν ξέρουν απολύτως τίποτα – ούτε καν τον τίτλο της! Υπάρχει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη?

Σβήνουν, λοιπόν, τα φώτα κι αρχίζει η ταινία. Το κοινό θα μάθει τον τίτλο της ταινίας μετά από 8 ολόκληρα λεπτά, αφού τότε θα εμφανισθεί ο τίτλος “Leolo” στην μεγάλη οθόνη του “Άστεως”.

Είναι μεσημέρι, όταν θα βγούμε στην Πλατεία Όλγας. Μας έχει συνεπάρει τόσο πολύ η ταινία, που έχουμε μεταφερθεί στο σύμπαν του Λεολό. Σε μιά άλλη πλατεία, σε μιάν άλλη πόλη, σ΄έναν άλλο κόσμο.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ την αντίδραση του φίλου μου Λεωνίδα Σόμπολου, που με κοίταξε και με το βλέμμα του με ρώτησε: “Τι ήταν αυτό, που είδαμε?”
Αυτή είναι σίγουρα η κορυφαία προβολή στην μακρόχρονη ιστορία του “Γυμνού Οφθαλμού”.Στο νούμερο δύο θα βάλω την προβολή της σπουδαίας ταινίας του Σέρβου Σριντζάνε Ντραγκόγιεβιτς “Τα όμορφα χωριά, όμορφα καίγονται”. Μιά μεταμεσονύχτια προβολή στο κανονικό “Ιντεάλ”, που έγινε πραγματική σφαγή γιά μιά θέση μία η ώρα τα μεσάνυχτα! 400 κινηματογραφόφιλοι “βούλιαξαν” το “Ιντεάλ”! Όταν λίγους μήνες μετά ξανασυνάντησα τον σκηνοθέτη της ταινίας στην Θεσσαλονίκη έπρεπε να του δείξω φωτογραφίες γιά να με πιστέψει! “Αυτά δεν γίνονται ούτε στο Βελιγράδι, πώς έγιναν στην…Πώς την λένε την πόλη σου?”, ήταν η αντίδρασή του.
Παραλίγο, μάλιστα, να μην μπω καν στο “Ιντεάλ”, αφού με πήρε ο ύπνος κι έφτασα με καθυστέρηση στην Αγίου Νικολάου. Όταν είδα την ουρά, νόμισα, ότι ακόμα κοιμόμουνα κι έβλεπα όνειρο! Πλησίασα την ουρά και οι φίλοι δυσανασχετούσαν καθώς τους ζητούσα να με αφήσουν να περάσω, αφού νόμιζαν, ότι ήθελα να τους πάρω την θέση.
Εξίσου σπουδαία και πολύ ιδιαίτερη θεωρώ την προβολή της Αμερικάνικης ταινίας “Ιστορίες Πεζοδρομίου” (“Sidewalk Stories”) του σκηνοθέτη και ηθοποιού Charles Lane.‘Ενα σύγχρονο, σχεδόν βουβό, ασπρόμαυρο ποίημα με τον σπουδαίο Peter Kowald να συνοδεύει ζωντανά με το κοντραμπάσο του τις μοναδικές εικόνες. Κι αυτή η τόσο ιδιαίτερη προβολή είχε γίνει ένα Κυριακάτικο πρωινό στο “Άστυ” στην Πλατεία Όλγας. Θα έχει πάντα μιά σημαντική θέση στην καρδιά μου, αφού ο Πέτρος, όπως ήθελε να τον λέμε, αυτός ο σπουδαίος καλλιτέχνης, ένοιωθε την Ελλάδα πατρίδα του και την Πάτρα πόλη του. Δυστυχώς, σε ηλικία μόλις 58 ετών, άφησε την τελευταία του πνοή στην Νέα Υόρκη.

– Σινεμά και Πάτρα. Θα μπορούσε να διοργανωθεί ένα μεγάλο κινηματογραφικό φεστιβάλ στην Πάτρα?

Σίγουρα θα μπορούσε. Στην σημερινή, όμως, Πάτρα, την πόλη των σκοτωμένων κινηματογράφων, πόσο αναγκαίο είναι ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ?

Η Πάτρα είναι η πόλη μου (το “μου”, παρακαλώ να εκληφθεί σαν μόριο τρυφερότητας κι όχι κτητικό, γιά να θυμηθώ τον Φώτη Γεωργελέ).

Πόσο ανάγκη έχει η Πάτρα ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ, την στιγμή, που έχει έναν και μόνο χειμερινό ¨κινηματογράφου δρόμου” και κανένα θερινό?

Οι Βραζιλιάνοι αποκαλούν “κινηματογράφους δρόμου” τους παραδοσιακούς κινηματογράφους, γιά να τους ξεχωρίσουν από τους πολυκινηματογράφους, τους οποίους, προσωπικά, τους λογίζω σαν πάρκινγκ κι όχι σαν κινηματογράφους.

Το αγαπημένο “μικρόΠΑΝΘΕΟΝ” είναι ένας κινηματογράφος δρόμου, αφού μπαίνεις από δρόμο, την οδό Γούναρη.

Από την άλλη, η Πάτρα έχει και τους ανθρώπους, που μπορούν να “στήσουν” και να “τρέξουν” καλλιτεχνικά ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ, αλλά και το κοινό να το στηρίξει.

Ο λόγος για τον οποίο δεν έχω στήσει ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ είναι καθαρά οικονομικός. Έχω σκεφτεί διαφόρων ειδών φεστιβάλ και έχω διαλέξει και τους συνεργάτες μου. Εσείς οι δυό είστε σίγουρα μέσα σε αυτούς. Υπάρχουν και άλλοι.

Θα ήθελα πολύ να “στήσω” ένα Φεστιβάλ Βαλκανικού Κινηματογράφου.
Νοιώθω πιό πολύ Βαλκάνιος, παρά Ευρωπαίος. Τα Μπαλκάνια, είναι μιά μεγάλη γειτοινιά, με κοινά χαρακτηριστικά. Οι Βαλκάνιοι, παρά την εσωτερική και εξωτερική ομοιότητά τους, γνωρίζονται ελάχιστα.

Γεωγραφικά μπορεί να είμαστε γείτονες, στην πράξη γνωριζόμαστε ελάχιστα.Γιά παράδειγμα, πόσο γνωστός είναι ο Βαλκανικός κινηματογράφος μέσα στα Μπαλκάνια?

– Τι πιστεύεις για τους νέους έλληνες κινηματογραφιστές?

Βλέπω αρκετό ελληνικό κινηματογράφο και θεωρώ ότι υπάρχει μέλλον στον ελληνικό κινηματογράφο. Είμαι πολύ πιό αισιόδοξος απ’ όσο ήμουν 10 χρόνια πριν.
Νοιώθω, ότι το μέλλον του ελληνικού κινηματογράφου είναι λαμπρό.
Είναι γνωστό, ότι μιά σκηνοθέτιδα, που αγαπάω πάρα πολύ είναι η Κωνσταντίνα Κοτζαμάνη. Χαρακτηριστικό αυτής της αγάπης, είναι, ότι ο “Γυμνός Οφθαλμός” έχει προβάλλει στην Πάτρα όλες τις ταινίες της. Την πιστεύω πολύ και περιμένω με ανυπομονησία την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της. Ένας άλλος σκηνοθέτης, που με εντυπωσίασε με την μικρού μήκους ταινία “Index”, είναι ο Νικόλας Κολοβός, που ζει και εργάζεται στην Σουηδία.

Και, σίγουρα, ο Βασίλης Κεκάτος από τον οποίο περιμένω μεγάλα πράγματα.
Θεωρώ κατόρθωμα αυτό, που έκανε στο τελευταίο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης με τα καταπληκτικά σποτάκιά του. Ειδικά ένα “έκλεψε” την παράσταση και, δίκαια, συζητήθηκε πολύ.

– Ποιός σκηνοθέτης σε έχει επηρεάσει περισσότερο?

Ο σκηνοθέτης, που λατρεύω, παρ’ ότι έχω χρόνια να δω ταινία του, είναι ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ. Τον αγάπησα πολύ πριν γίνει μόδα στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα ο Τζιμάκος, κολλώντας και τον Κόπολλα, να γράψει το “Φασμπίντερ και ξερό ψωμί”.

Το 1982, πρωτοετής φοιτητής Νομικής στην Αθήνα, αντί για τα αμφιθέατρα, με έβρισκες, είτε στο Αμφιθέατρο του Ινστιτούτου “Γκαίτε”, είτε στο Σινέ “‘Εμπασσυ”, στο Κολωνάκι, να βλέπω αφιερώματα στον Νέο Γερμανικό Κινηματογράφο.
Ταινία του Φασμπίντερ είδα γιά πρώτη μου φορά έφηβος στο ιστορικό Σινέ “Ομόνοια” στην Πλατεία Ομονοίας. Ήταν η εποχή, που ξεκοκάλιζα κινηματογραφικά περιοδικά, όπως τα “Κινηματογραφικά Τετράδια”, η ¨Οθόνη”, το “Φίλμ”, ο “Σύγχρονος Κινηματογράφος”. Ο Φασμπίντερ, λοιπόν, με επηρέασε πάρα πολύ. Ένας άλλος είναι, ο κάποτε τρομερός και φοβερός, Βιμ Βέντερς. Οι πρώτες του ταινίες και ειδικά “Η Κατάσταση των Πραγμάτων” με είχαν σημαδέψει. Ένας ακόμα σκηνοθέτης, που αγάπησα από την πρώτη του ταινία και τό ‘φερε η ζωή να τον γνωρίσω από κοντά και να συνταξιδέψω μαζί του από Αθήνα προς Πάτρα, είναι ο Εμίρ Κουστουρίτσα.

Δυστυχώς, εδώ και χρόνια δείχνει να έχει χάσει τον δρόμο του. Με συνεπήρε από την πρώτη, κιόλας, ταινία του, την καταπληκτική “Θυμάσαι την Ντόλυ Μπελ?”.

Ένας σκηνοθέτης, που λατρεύω, και με το πρόσχημα μιάς συνέντευξης τον γνώρισα και από κοντά το 1990, είναι ο Νίκος Νικολαΐδης.  “Τα Κουρέλια Τραγουδούν Ακόμα” με επηρέασαν πάρα πολύ, το ίδιο και “Η Γλυκιά Συμμορία”, αλλά η αγαπημένη μου ταινία του είναι η Πρωινή Περίπολος”. Και, σίγουρα, πρέπει να πω, ότι με επηρέασε πάρα πολύ ο Γούντυ Άλεν, του οποίου είχα διαβάσει όλα τα βιβλία του, που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις “Οδυσσέας”, πάντα σε μετάφραση του Σωτήρη Κακίση. Είχα τέτοιο δέσιμο με τις ταινίες του, που νόμιζα, ότι του έμοιαζα κιόλας, ενώ δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο.
Υπάρχουν και εθνικές κινηματογραφίες, που με επηρέασαν. Οι Ιρανικές ταινίες, είναι το πιό χαρακτηριστικό παράδειγμα.

– Ποιοί είναι οι αγαπημένοι σου χώροι προβολής?

Σίγουρα ο λατρεμένος μου κινηματογράφος είναι το επιβλητικό “Ολύμπιον” στην Θεσσαλονίκη. Αγαπάω να κάθομαι στο θεωρείο, στα πρώτα καθίσματα και στην ίδια ευθεία με την τεράστια οθόνη. ‘Ετσι έχω την αίσθηση, ότι εάν απλώσω τα χέριά μου μπορεί και να πετάξω και να μπω μέσα στην οθόνη!

Το “Ολύμπιον” είναι γιά μένα κάτι σαν το ποδοσφαιρικό “‘Ολντ Τράφορντ”. ‘Ενα κινηματογραφικό “Θέατρο των Ονείρων”!
Ενας άλλος χώρος, που λάτρεψα είναι το εμβληματικό Cornerhouse, στο Μάντσεστερ.

Δυστυχώς εδώ και μερικά χρόνια δεν υπάρχει, πιά…

Το Cornerhouse ήταν ένα μοναδικός πολυχώρος τέχνης με αίθουσες γιά εκθέσεις, τρεις κινηματογραφικές αίθουσες, βιβλιοπωλείο, καφετέρια και εστιατόριο.

Στο τριώροφο κτίριο υπήρχαν δυό μικροί κινηματογράφοι τέχνης κι απέναντι υπήρχε η μεγάλη αίθουσα. Σε αυτήν την αίθουσα μπορούσες να προσωποποιήσεις ένα κάθισμα γράφοντας μιά αφιέρωση σε κάποιο αγαπημένο σου πρόσωπο.

Ένα απόγευμα, λοιπόν, ενώ περίμενα να ξεκινήσει η ταινία παρατήρησα, ότι στην πλάτη του μπροστινού καθίσματος σε μιά μικρή μεταλλική πλακέτα ήταν γραμμένο ένα γυναικείο όνομα και αυτό: She Loved The Movies. Συγκινήθηκα μέχρι δακρύων.

Και διαπίστωσα, ότι αυτό, περίπου, θα ήθελα να γράψουν και γιά μένα σ’ ένα κάθισμα στο θεωρείο του αγαπημένου μου “Ολύμπιον”: “ΝΙΚΟΛΑΟΣ Κ. – ΕΘΙΣΜΕΝΟΣ ΣΤΙΣ ΚΙΝΟΥΜΕΝΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ
Δεν είναι, διόλου, τυχαίο, ότι το Cornerhouse, υπήρξε το αγαπημένο μέρος του Ερίκ Καντονά. Το ένοιωθε σαν το σπίτι του, γι’ αυτό κι όλες τις συνεντεύξεις του τις έδινε εκεί!

Στην τριάδα των αγαπημένων κινηματογράφων μπαίνει και το “Cine Passeio“, που βρίσκεται στην Κουριτσίμπα (Curitiba), την πρωτεύουσα της Πολιτείας του Παρανά, στο Νότιο Μπραζίλι. Το “Cine Passeio” μοιάζει σε πολλά με το Cornerhouse. Πέρυσι τον Μάρτιο βρέθηκα γιά λίγες μέρες στην Κουριτσίμπα, λίγο πρίν πάρω το αεροπλάνο της επιστροφής στην πατρίδα.
Στις 27 Μαρτίου το “Cine Passeio” θα “άνοιγε” τις πόρτες του, την παραμονή θα “πετούσα” γιά την πατρίδα.
Οι υπεύθυνοι του κινηματογράφου συναισθανόμενοι την λύπη μου, που δεν θα μπορούσα να είμαι στα εγκαίνια, αποφάσισαν να μου κάνουν δώρο μιά ξενάγηση σε όλους τους όμορφους χώρους του “Cine Passeio”, εξηγώντας μου, μάλιστα, τα πάντα!

‘Εμεινα άφωνος, όταν μου είπαν, ότι ο χώρος, που με κρατικά λεφτά φτιάχτηκε αυτό το στολίδι, τους παραχωρήθηκε δωρεάν από το Βραζιλιάνικο στρατό στον οποίο ανήκε και επί μιά δεκαετία τον είχε αναξιοποίητο. Έτσι γεννήθηκε το Σινέ “Ο περίπατος”, αυτό σημαίνει στα Ελληνικά η λέξη Passeio.
Αλήθεια, πόσο ταιριαστό όνομα γιά έναν κινηματογράφο!

Γιατί τι άλλο από έναν όμορφο περίπατο οφείλει να είναι ο κινηματογράφος?

Περιμένω πώς και πώς, όταν με το καλό επιστρέψω στο Νότιο Μπραζίλι, να δω μιά ταινία στο “Cine Passeio”, αλλά και να προβάλλω κάποιες ελληνικές ταινίες στην φοβερή ταράτσα του με την μοναδική θέα στο κέντρο της πόλης.

Θέλω να δείξω κάποια πρόσφατα ελληνικά μουσικά ντοκυμανταίρ και μετά την προβολή να “στήσω” dj set.

Υπάρχουν και αίθουσες από από το παρελθόν της πόλης, τότε, που η Πάτρα ήταν γεμάτη από χειμερινούς και θερινούς κινηματογράφους.

Οι αυτοκρατορικοί κινηματογράφοι “Αστυ” και “Ιντεάλ”, που έχουν μεγάλη αξία και γιά μένα και γιά τον ‘γυμνό οφθαλμό”.

Το “Άστυ”, μάλιστα, το αποχαιρετήσαμε, όπως άξιζε σ’ έναν τόσο ιστορικό κινηματογράφο. Μιά ολονύχτια προβολή ήταν το “αντίο” μας σ’ έναν κινηματογράφο, που τον κλάψαμε σαν ήταν ακριβός φίλος. Ξεκινήσαμε μετά τα μεσάνυχτα με την μικρού μήκους του Νίκου ΤριανταφυλλίδηΤα Σκυλιά Γλείφουν Την Καρδιά μου“, ακολούθησε το “Αντίο Βερολίνο“, παρουσία, μάλιστα, του δημιουργού του Δημήτρη Αθανίτη και κλείσαμε με την “Μποέμικη Ζωή” του ‘Ακι Καουρισμάκι. Τώρα, που το σκέπτομαι, όλες οι ταινίες ήταν  ασπρόμαυρες! Βγήκαμε έξω και μόλις, που ξημέρωνε! Καθώς απομακρυνόμουνα γύρισα πίσω και κοίταξα το αγαπημένο “‘Αστυ”. ‘Ενας αποχαιρετισμός – μαχαιριά…

Γιά το “Ιντεάλ” τι να πρωτοπώ? ‘Ενας άλλος αυτοκρατορικός κινηματογράφος, που χάθηκε από τις εγληματικές αμέλειες του πρώην Δημάρχου Ανδρέα Καράβολα.

Κι ότι ακολούθησε μετά τον αποχαρακτηρισμό της χρήσης του κινηματογράφου πρέπει να ελεγχθεί.

‘Αλλοι δύο γίγαντες ήταν οι θερινοί κινηματογράφοι “Ακροπόλ” και “Ζενίθ“.

Το “Ακροπόλ” Παναχαικού και Ιεροθέου και το “Ζενίθ” στα Ψηλαλώνια.

Πόσοι γνωρίζουν, ότι το καλοκαίρι του 1987 ο τεράστιος Ιάπωνας δημιουργός Ναγκίσα Οσίμα βρέθηκε στην Πάτρα και στο “Ζενίθ” γιά το αφιέρωμα στο έργο του, που παρουσιάστηκε από το Διεθνές Φεστιβάλ Πάτρας επί Θάνου Μικρούστικου?

Όσο γιά το “Ακροπόλ”, απ΄όσα γνωρίζω, ο ιδιοκτήτης του οικοπέδου ήθελε να φτιάξει με δικά του έξοδα στην ταράτσα της πολυκατοικίας, που θα χτιζόταν, ένα θερινό κινηματογράφο και το μόνο, που ζητούσε, ήταν να αναλάβει ο Δήμος την διαχείρισή του.

Σαν παιδί και λόγω της γειτονιάς, που έμενα συνδέθηκα με τον Σινέ – “Ερμής” στην Αγία Σοφίας και το όμορφο και μικρό, όπως λέει και το όνομά του, Piccolo στην Καρόλου, λίγο πριν την Ρήγα Φεραίου.

O “Ερμής” ήταν από τις σπάνιες περιπτώσεις, που διέθετε χειμερινή και, στην ταράτσα, θερινή αίθουσα.

Τα Κυριακάτικα πρωινά έπαιζε “Σινεάκ” με τις ανάλογες ταινίες (Μασίστας, Κολοσσός της Ρόδου), ενώ αργότερα έγινε διάσημος γιά τις ερωτικές ταινίες.

Στον “Ερμή”, λοιπόν, σύχναζα και σαν πιτσιρίκος, αλλά και σαν έφηβος μαθητής πήρα το βάπτισμα του…πυρός, βλέποντας την πρώτη μου, ας την πούμε, ερωτική ταινία.

Το “Πίκολο”, παρ΄ότι ήταν μικρούλι, είχε και εξώστη.

Έπαιζε ταινίες β΄ προβολής που είχαν κάνει τον κύκλο τους στο “Ρεξ” ή σε άλλο κεντρικό σινεμά της πόλης. Εκεί είχα δει όλες τις ταινίες του Μπρους Λη και μετά του Μπρους…Λάι καθώς και πολλά…Γερμανικά, όπως αποκαλούσαμε τις πολεμικές ταινίες.

– Προσπάθεια για μια μεταμεσονύχτια προβολή.

Κινηματογραφικά ο “γυμνός οφθαλμός” εξακολουθεί να είναι άστεγος. Από το ξεκίνημα του ¨γυμνού οφθαλμού” δεν διάλεγα εγώ τις ώρες, αλλά αναγκαζόμουνα να προβάλλω σε ώρες, που οι κινηματογράφοι ήσαν διαθέσιμοι.

Αναγκαστικά εξορίστηκα στα μεσάνυχτα με αποτέλεσμα οι μεταμεσονύχτιες προβολές να γίνουν το σήμα – κατατεθέν του “γυμνού οφθαλμού”.

Μερικές φορές δεν μπορούσα να παίζω ούτε μεσάνυχτα, γιατί τύχαινε η αίθουσα να παίζει μιά τρίωρη ταινία, που, με τα διαλείμματα, θα τελείωνε πολύ αργά, οπότε τι μεταμεσονύχτια προβολή να ξεκινούσες στις…2 το πρωί?

Οι μεταμεσονύχτιες προβολές του “γυμνού οφθαλμού” έγραψαν ιστορία και έμειναν βαθιά χαραγμένες στην μνήμη των κινηματογραφοφίλων αυτής της πόλης. Με συναντούν κινηματογραφόφιλοι από εκείνη την θρυλική εποχή, αλλά και νέα παιδιά, που μπορεί να μην είχαν καν γεννηθεί τότε, και με ρωτούν γιατί δεν κάνω, πιά, μεταμεσονύχτιες προβολές.

Δεν είναι στο χέρι μου, γι’ αυτό. Πιστεύω πολύ στις μεταμεσονύχτιες προβολές (και καλλιτεχνικά και εμπορικά), αλλά, δυστυχώς, γιά την ώρα δεν έχω καταφέρει να πείσω τον φίλο και συνεργάτη Παναγιώτη Κοτσάφτη, που μαζύ με τους γονείς του, “τρέχουν” το μικρόΠΑΝΘΕΟΝ.

Του έχω προτείνει, έτσι γιά να θυμηθούμε, τις παλιές ένδοξες νύχτες των μεταμεσονυχτίων προβολών, να κάνουμε, έστω, μία.

Φάινεται, ότι, μάλλον, δεν τον έπεισα, αλλά είμαι αισιόδοξος, ότι πολύ σύντομα θα ξαναγίνει, έστω μιά, διά “γυμνού οφθαλμού”, μεταμεσονύχτια προβολή.

– Από ποιον θα ήθελες έπειτα να πάρουμε συνέντευξη? Σε παγκόσμια κλίμακα..(γέλια)

Δεν θα το σκεφτώ και πολύ. Θα ήθελα να πάρετε συνέντευξη από τον λατρεμένο μου Έννιο Μορρικόνε (η συνέντευξη έγινε λίγες μέρες πριν το θάνατο του μεγάλου μουσικού). ‘Ενα από τα μεγάλα μου πάθη είναι η κινηματογραφική μουσική και ο Έννιο είναι κάτι σαν…Θεός!

– Αν περιοριζόμασταν στην Ελλάδα?

Στην Ελλάδα θα έλεγα αυτό, που είπε και ο Παναγιώτης Φαφούτης: την Κωνσταντίνα Κοτζαμάνη. Μάλιστα θα ήμουν πανευτυχής, αν έκανα την συνέντευξη εγώ!

Θα έλεγα σίγουρα και τον Βασίλη Κεκάτο, δεν το συζητάω.

Ένας άλλος, είναι ο σπουδαίος ντοκυμανταιρίστας Σταύρος Ψυλλάκης.

Γιά το τέλος άφησα τον Νικόλα Κολοβό, που ζει και εργάζεται στην Σουηδία.

– Αφού σε ευχαριστήσουμε, θα θέλαμε να “κλείσεις” αυτή την συνέντευξη όπως εσύ επιθυμείς.

Είμαι πολύ χαρούμενος, που μίλησα μαζύ σας. Η πρόσκλησή σας με τιμά ιδιαίτερα και το εννοώ. Ο Λεωνίδας Ρηγόπουλος, το λέω και χαίρομαι, που θα δημοισιευθεί, είναι από τους κινηματογραφόφιλους της νέας γενιάς, στον οποίο υποκλίνομαι. Σε όλες τις προβολές, που έχω διοργανώσει, ακόμα και στις πιό μοναχικές, ήταν εκεί!

Υπήρξε προβολή, που είμασταν τέσσερις όλοι κι όλοι θεατές: εγώ, ο Νικηφόρος ο τεχνικός, μιά κυρία και ο Λεωνίδας! Είναι ένας γνήσιος κινηματογραφόφιλος, που μοιάζει να έρχεται από τα χρόνια, που γεννήθηκε ο “Γυμνός Οφθαλμός”. Νοιώθω περήφανος, που είναι συμπολίτης μου. Μετά περνάω στον Ανδρέα Άννινο, που γνωριστήκαμε με αφορμή τον Δημοτικό Κινητό Κινηματογράφο Πατρών του 2017. Κατάλαβε αμέσως τι ήθελα να κάνω κι ευτυχώς κατέγραψε σε εικόνες το δρώμενο και το διέσωσε. Δυστυχώς γιά την πόλη μας οι εξουσιάζοντες προσπαθούν ή να εξαφανίσουν ή να χαλκεύσουν την μνήμη.

Κλείνοντας θέλω να αναφερθώ σε δυό σημαντικούς συμπολίτες μου, που δεν υπάρχουν πιά, αλλά άφησαν ανεξίτηλο το σημάδι τους και σε μένα προσωπικά και στην πόλη.

Μιλάω γιά τον σπουδαίο ποιητή Χρίστο Λάσκαρη και τον σπουδαίο πολιτικό Θεόδωρο Άννινο.

Νοιώθω ευλογημένος γιά την σχέση, που είχα με τον Χρίστο Λάσκαρη.

Από τις αρχές του 1990 μέχρι και το τέλος της ζωής του δίπλα του πήρα τόσα πράγματα, που ούτε σε δέκα πανεπιστήμια δεν θα έπαιρνα.

Μιά σχέση πατέρα – γιού σε όλα τα επίπεδα.

Γιά τον εμβληματικό Δήμαρχο Πατρέων Θεόδωρο Άννινο τι να πω?

Ο μόνος, που, ίσως, θα μπορούσε να σταθεί δίπλα του, αλλά, δυστυχώς στις Δημοτικές Εκλογές του 2002 με βρώμικο τρόπο του “έκλεψαν” την ευκαιρία, είναι ο Παναγιώτης Κοσιώνης. Ο Θεόδωρος Άννινος έγραψε την ιστορία του.

Κι επειδή η κουβέντα κάνει κύκλους, άλλος ένας χώρος, που ξεχωρίζω είναι το θεατράκι της οδού Γερμανού.

Ο Θεόδωρος Άννινος με εθελοντές έφτιαξε ένα θεατράκι, όπου είχα την τύχη, μαθητής ακόμα, σε μιά από τις πρώτες προβολές, που έγιναν εκεί, να δω τον “Τοίχο” και το “Κοπάδι” του σπουδαίου Τούρκου σκηνοθέτη Γιλμάζ Γκουνέι.

Μηχανικός προβολής σε αυτές τις προβολές ήταν ο καλός μου φίλος, συνεργάτης και σπουδαίος κινηματογραφάνθρωπος αυτής της πόλης Πέτρος Χρυσοβιτσάνος.

Αυτό λοιπόν το Θεατράκι, εμείς οι παλιοί το μάθαμε και το αποκαλούσαμε σαν Θεατράκι του Άννινου, ενώ στις μέρες μας το αποκαλούν Λαϊκό Δημοτικό Θέατρο.

Θέλω να το σημειώσω αυτό με αφορμή, ότι μιλώ με τον γιο του σπουδαίου δήμαρχου, που ήταν ροκ και παρουσίαζε ενδιαφέρον και σαν άνθρωπος, όχι μόνο σαν πολιτικός. ‘Ανθρωπος ανυπότακτος και αυθεντικός, είναι, δυνατόν, να μη είναι ροκ?

Κλείνοντας, νοιώθω χαρούμενος, που εσείς οι δύο, εσύ Λεωνίδα ως κινηματογραφικά εθισμένος, και εσύ Αντρέα σαν σκηνοθέτης, ζείτε σε αυτήν τη πόλη και προσπαθείτε να την ομορφύνετε.

Κατά συνέπεια νιώθω μεγάλη χαρά, που μοιράστηκα μαζύ σας σχήματα καρδιάς και όχι λόγου.

Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στο Cafe – Αναγνωστήριο Βιβλιοθήκη Τριών Ναυάρχων 17.

Λεωνίδας Ρηγόπουλος, Ανδρέας Άννινος

Leave a comment