Ο αγαπημένος και ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς της γενιάς του, Μάκης Παπαδημητρίου παραχώρησε μια συνέντευξη-ποταμό στο cinepatra.gr, στον Ανδρέα Άννινο και τον Λεωνίδα Ρηγόπουλο.

Θα μπορούσαμε να μιλάμε για πολλές ώρες ακόμη με τον Μάκη, ο οποίος τοποθετήθηκε για το θέατρο, τον κινηματογράφο, τα βραβεία, τα προβλήματα του χώρου, ακόμα και για την παρακαταθήκη του “Life of Brian”. Ευχαριστούμε, Μάκη!

Γιατί έγινες ηθοποιός; Ήταν κάτι που το είχες σκεφτεί από μικρή ηλικία ή προέκυψε αργότερα;

Προέκυψε σχεδόν τυχαία. Σπούδαζα στο Φυσικό στην Αθήνα και πήγαινα στη σχολή με τη φίλη μου τη Δήμητρα, που έμενε στην ίδια πολυκατοικία μ’ εμένα, που ήταν στη Φιλοσοφική. Είχα το μηχανάκι και πηγαίναμε μαζί. Μια μέρα της είπα ότι βαριόμουν τη σχολή και τέτοια. Μου λέει, «είμαι σε μια θεατρική ομάδα, θέλεις να έρθεις;». Και της είπα, πάμε. Πήγα την πρώτη φορά, δεν μου άρεσε καθόλου. Πήγα μια δεύτερη, κάπως συνήθισα να πηγαίνω και άρχισε να μου αρέσει. Ε και κατέληξα να πηγαίνω περισσότερο στη θεατρική ομάδα παρά στο Πανεπιστήμιο. Η ομάδα λεγόταν Φιλοπρόοδος Όμιλος Υμηττού (ΦΟΥ). Κάναμε μια παράσταση, «Το πανηγύρι» του Κεχαΐδη, ξεκινήσαμε να κάνουμε μια δεύτερη, είχαμε κάποια θεματάκια δεν έγινε. Αυτά το 1995-96. Έδωσα μια φορά τότε στη σχολή και δεν πέρασα, πήγα εντελώς απροετοίμαστος και το ’99 αποφάσισα να ξαναδώσω στο Εθνικό, όπου πέρασα πρώτος με υποτροφία. Δεν το περίμενα καθόλου.

Ανάμεσα στα 2-3 χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι να ξαναδώσω εξετάσεις, συμμετείχα σε μια άλλη ομάδα τη «Μπουφονάτα» που ήταν στο κέντρο της Αθήνας και κάναμε το «Μιστέρο Μπούφο» του Ντάριο Φο. Ήταν κάπου σ’ ένα κτίριο στη Μαυρομιχάλη και είχε Κούρδους, Τούρκους κλπ. που έκαναν πολιτιστικές δράσεις και ανεβάσαμε αυτό το έργο. Εκείνη τη χρονιά ή την επόμενη έδωσα εξετάσεις και πέρασα στο Εθνικό. Τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους. Πάντως στο μυαλό μου είχα ότι εντάξει θα κάνω το Εθνικό τρία χρόνια και παράλληλα θα διαβάζω για να πάρω και το πτυχίο στο Φυσικό. Αλλά δεν έγινε ποτέ.

Θεωρείς ότι οι σπουδές σε διαφορετικό αντικείμενο ωφελούν με κάποιο τρόπο και στην ενασχόληση με την Τέχνη ή απλώς μπαίνουν στην άκρη και δεν συνεισφέρουν σε κάτι;

Καταρχάς νομίζω πως ό,τι μαθαίνεις συνεισφέρει στον τρόπο που σκέφτεσαι. Συγκεκριμένα για την επιστήμη, νομίζω ότι στο να οργανώσεις μια παράσταση ή στο πώς δουλεύουν τα πράγματα στο θέατρο ή στο σινεμά, το να έχεις μια εμπειρία και να σκέφτεσαι πώς λύνονται τα προβλήματα, μπορεί να είναι κάτι το οποίο στο χαρίζει ή το μαθαίνεις έχοντας ασχοληθεί με θετικές επιστήμες. Μάλιστα βρίσκω την εξής συνάφεια: στη Φυσική υπάρχει το πείραμα, που αποδεικνύει ή δεν αποδεικνύει, κατ’ αντιστοιχία στο θέατρο υπάρχει η πρόβα, η οποία δεν είναι η πειραματική διαδικασία της απόδειξης αν έχεις δίκιο ή άδικο, αλλά τουλάχιστον είναι μια διαδικασία που σε βάζει σ’ ένα δρόμο.Δηλαδή μπορείς να λες ό,τι θέλεις θεωρητικά, αλλά κάποια στιγμή πρέπει να σταματά η υπερανάλυση και πρέπει να το δούμε, γιατί αυτό που λέμε μπορεί να είναι πάρα πολύ ωραίο αλλά και ανέφικτο.

Άρα, με κάποιο τρόπο, υπάρχει μια αντιστοιχία ανάμεσα στην Τέχνη και την Επιστήμη…

Νομίζω ότι υπάρχουν διαδικασίες στην Τέχνη, στο θέατρο συγκεκριμένα, που θα μπορούσαν να ακολουθήσουν τις διαδικασίες που ακολουθεί η Επιστήμη στο πεδίο της. Περισσότερο ως ένας τρόπος να έχεις τη διακριτική ευχέρεια να ξεσκαρτάρεις πράγματα, τα οποία είναι είτε ανέφικτα είτε ανούσια. Δηλαδή, όταν έχεις ένα πρόβλημα μαθηματικών και πρέπει να το λύσεις, δεν μπορείς να αρχίσεις από το 1+1=2, δηλαδή από την αρχή. Πρέπει να ξεκινήσεις από μια βάση. Για παράδειγμα, πολλές φορές στο θέατρο, ξεκινάμε ένα έργο και ξεκινάμε να συστηνόμαστε και να αρχίζουμε να μιλάμε. Αυτό πρέπει να το ξεπεράσουμε.

Αν είναι να καταλήξουμε κάπου, εμένα μερικές φορές ο ορθολογικός τρόπος σκέψης με βοηθά και στο θέατρο.

Ποια είναι η πραγματική ανταπόδοση της υποκριτικής προς τους ανθρώπους που την υπηρετούν και ποιο το μεγαλύτερο πρόβλημα;

Δύσκολη ερώτηση. Ανήκει στη συνομοταξία των ερωτήσεων που ενώ φαίνονται ότι απαντιούνται σχετικά εύκολα, είναι δύσκολες γιατί είναι αρκετά προσωποκεντρικές.
Ενδεχομένως από τη σχολή, έτσι όπως διδάσκεται το θέατρο, να μαθαίνεις ότι η επιβράβευση του κοινού, το χειροκρότημα κλπ. είναι αυτό που θρέφει τον καλλιτέχνη, αλλά υπάρχει μία πολύ βασική παράμετρος, την οποία πολλές φορές ξεχνάμε, που είναι ο βιοπορισμός. Είναι πολύ ωραίο να είσαι σε μία παράσταση και να σε χειροκροτούν, όμως δεν είναι καθόλου ωραίο να μην πληρώνεσαι γι’ αυτό ή να μην μπορείς να τα βγάλεις πέρα.

Ανοίγω εδώ μια παρένθεση: Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται ο πολιτισμός στη χώρα μας και ιδίως τα τελευταία χρόνια και μέσα στην πανδημία, δείχνει ότι όχι μόνο είναι ένα είδος πολυτελείας το οποίο αφορά μόνο μερικούς, αλλά είναι και κάτι που δεν αφορά καθόλου το Υπουργείο Πολιτισμού. Δεν τους ενδιαφέρει. Ήμασταν ο τελευταίος τροχός της αμάξης. Σκέφτηκαν τελευταία στιγμή να μας συμπεριλάβουν σ’ αυτή την απαίσια επιδοματική τους πολιτική. Ας το αφήσουμε αυτό.

Στην ουσία της ερώτησης: Αυτό που περιμένω εγώ δεν είναι η προσωπική επιβράβευση με την έννοια ότι ξεπέρασα τον εαυτό μου ή κάθε φορά θα είμαι καλύτερος ή να βάλω challenge στην επόμενη δουλειά, να παίρνω ρίσκα… Δεν το σκέφτομαι καθόλου αυτό. Ή μάλλον το σκέφτομαι, αλλά πολύ λιγότερο. Αυτό που θέλω είναι αυτός που θα έρθει στην παράσταση να ψυχαγωγηθεί, να διασκεδάσει και να σκεφτεί. Αυτή είναι για μένα η ικανοποίηση. Και δεν σου κρύβω πως σε πολλές παραστάσεις στις οποίες συμμετείχα, και μετά από χρόνια μάλιστα, είχαν έρθει άνθρωποι που τις είχαν δει και η επιβράβευση ήταν αυτή: ότι θυμούνταν ακόμη την παράσταση, είχαν περάσει πολύ ωραία κλπ.

Θα εγκατέλειπες την υποκριτική για κάποιο λόγο;

Υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι, και μάλιστα έχω και προσωπική εμπειρία, μιλάω για φίλους μου, που τους είναι πολύ δύσκολο να συνεχίσουν να το κάνουν αυτό. Άλλαξαν επαγγελματικό προσανατολισμό. Και είναι προς τιμήν τους.
Ο Μάμετ νομίζω έλεγε: «Σε μια καριέρα 40 ετών ενός ηθοποιού, είναι πάρα πολλοί αυτοί που βιάζονται να κάνουν καριέρα στα πρώτα 5 χρόνια.»
Υπάρχουν παραδείγματα ηθοποιών που έκαναν καριέρα και ωραία πράγματα στα τελευταία χρόνια της ζωής τους.

Δεν λέω ότι αυτό μπορεί να συμβεί στον καθένα, όμως δείχνει ότι αν η καριέρα είναι αυτό που κυνηγάς, καλύτερα να αλλάξεις επάγγελμα όσο πιο νωρίς γίνεται. Δεν μπορεί να κυριεύεσαι από τη ματαιοδοξία του να γίνεις πλούσιος ή διάσημος, κάνοντας αυτό το πράγμα.

Πώς αντιμετωπίζεις τα βραβεία; Έχουν κάποια σημασία για σένα;

Είναι τιμητικό να παίρνεις ένα βραβείο, αλλά υπάρχουν χιλιάδες ηθοποιοί καλύτεροι από εμένα,  που δεν πήραν ποτέ βραβείο. Δεν σημαίνει κάτι αυτό καθαυτό.

Για μένα το βραβείο επιβραβεύει όχι μόνο ατομικά, αλλά συλλογικά. Πήρα ένα βραβείο για την ταινία του Αργύρη (Suntan). Αυτό δεν είναι μόνο ένα ατομικό επίτευγμα, αν σκεφτόμαστε ότι το θέατρο ή το σινεμά είναι συλλογική δουλειά. Οπότε δεν μπορώ να το καρπωθώ εγώ, λέγοντας «ευχαριστώ». Όταν έρχεται κάποιος στο καμαρίνι και λέει συγχαρητήρια, λέω συνέχεια «ευχαριστούμε» και με κοιτάν και λίγο περίεργα. Το εννοώ όμως, μοιραζόμαστε την επιβράβευση.

Όταν ξεκινάς να κάνεις κάτι με στόχο μόνο και μόνο να αναγνωριστείς με το βραβείο, κάποιου είδους κόμπλεξ υπάρχει μέσα. Δηλαδή, αν δεν το πάρεις θα καταστραφείς. Δυστυχώς, αυτό μπορείς να το δεις και στη σκηνή. Βλέπεις τον άλλο να παίζει και καταλαβαίνεις ότι το κάνει μόνο και μόνο για να ακούσει το μπράβο στα καμαρίνια.

Αν υπάρχει σύμπνοια μεταξύ του σκηνοθέτη και των ηθοποιών, το αποτέλεσμα θα είναι καλύτερο και εσείς θα αναδειχτείτε, απλώς κάποιοι ηθοποιοί δεν το καταλαβαίνουν αυτό.

Η αλήθεια είναι ότι είναι δύσκολο να ξεφύγεις. Θέλει αυτοέλεγχο, πειθαρχία. Την ώρα που είσαι στη σκηνή και γίνεται κάτι και νιώθεις τη δύναμη ότι ελέγχεις τα πάντα εκείνη την ώρα, και τους έχεις όλους να κρέμονται απ’ τα χείλη σου κλπ. Το πόσο το εκμεταλλεύεσαι αυτό και το πόσο το πηγαίνεις μέχρι τα όρια και το πόσο αυτό αφορά τους υπόλοιπους συναδέλφους σου που βρίσκονται επί σκηνής και ξαφνικά εσύ γίνεσαι μια ομπρέλα και τα σκεπάζεις όλα… Είναι μεγάλο θέμα.

Είναι μια δουλειά ομαδική χωρίς να απαγορεύεται να υπάρχουν και ατομικές ελευθερίες.

Η ταύτιση ενός ηθοποιού με έναν ρόλο από το κοινό, ακόμα και χρόνια μετά την ερμηνεία αυτού του ρόλου, δημιουργεί εκνευρισμό στον ηθοποιό; Και συγκεκριμένα σ’ εσένα.

Καθόλου! Είναι και κάτι που δεν μπορείς να αποφύγεις, έτσι κι αλλιώς. Συμβαίνει περισσότερο από τη δύναμη που έχει η τηλεόραση, που βρίσκεται στο κάθε σπίτι. Αν δεν υπήρχε η τηλεόραση, και υπήρχε μόνο το σινεμά και το θέατρο, αυτή η ταύτιση θα συνέβαινε σε πολύ μικρότερο βαθμό.

Για τα «Μαύρα Μεσάνυχτα» και το ρόλο που έκανα εκεί, που έχουν περάσει 15 χρόνια, ακόμα με σταματάνε στο δρόμο και λένε, «Α, ο Ζαν-Κλοντ».

Δεν έχεις θέμα με αυτό.

Καθόλου! Τι θέμα να έχω; Με τιμά. Από τη στιγμή που δεν είναι κάτι επιθετικό…

Μπορεί κάποιος να σκεφτεί, «έχω κάνει τόσα πράγματα μετά από αυτό κι εσύ μου λες για τον Ζαν-Κλοντ»…

Έχω κάνει τόσα πράγματα, αλλά εκείνος αυτό είδε… Αυτό είδε, αυτό λέει.
Πάντως, με εξέπληξε ευχάριστα κάποια στιγμή, όταν με αφορμή ένα έργο που είχαμε κάνει στον Νέο Κόσμο, δεν ξέρω κι εγώ πριν από πόσα χρόνια, με πλησίασε ένας κύριος και μου λέει, «Συγχαρητήρια». Ε, και λέω θα μου πει για τα «Μαύρα Μεσάνυχτα». Και συνεχίζει: «Σας είχα δει στο θέατρο πριν από 10-12 χρόνια στον «Συγγραφέα» του Τιμ Κράουτς»! Του λέω, «Τι; Να σε κεράσω ένα ποτό!» (Γέλια)

Εντάξει, η δύναμη της τηλεόρασης είναι τρομακτική. Και αυτό σε χαρακτηρίζει. Αν αυτή η επιτυχία, τα «Μαύρα Μεσάνυχτα» δεν ήταν αυτός ο χαρακτήρας, αλλά ένας δραματικός ρόλος δολοφόνου η οτιδήποτε τέτοιο, θα υπήρχε και η ανάλογη αντιμετώπιση. Τώρα, λένε «α ο Μάκης Παπαδημητρίου, κωμικός ηθοποιός επειδή έπαιζε στα Μαύρα Μεσάνυχτα»… Και αν δεις τις κωμωδίες που έχω κάνει ειδικά στο θέατρο, είναι μετρημένες στα δάχτυλα…

Έχεις σκηνοθετήσει στο θέατρο, ποιες είναι οι ιδιαιτερότητες, και πόσο διαφορετικά είναι τα πράγματα σε σχέση με την κινηματογραφική σκηνοθεσία με την οποία επίσης ασχολείσαι;

Στο θέατρο έχεις να διαχειριστείς μια σκηνή, στην οποία δεν μπορεί να γίνει ζουμ. Το πού θα επιλέξει να πάει το μάτι του θεατή, το κάνει ο θεατής ο ίδιος. Τα πράγματα που μπορείς να κάνεις είναι πολλά, αλλά όχι όσα στο σινεμά. Στο σινεμά θα πας και θα του δείξεις ακριβώς αυτό που θέλεις να δει. Θα πάρεις την κάμερα, θα την πας στα μάτια του ηθοποιού. Στο θέατρο δεν μπορείς να του δείξεις τα μάτια του ηθοποιού. Και να θέλεις να τα δει, εκείνος μπορεί να κοιτάει τον συνάδελφό του που παίζει εκείνη την ώρα ή να κοιτάει τον τοίχο…

Η σκηνοθεσία στο θέατρο αφορά μια εικόνα, ένα frame με κινηματογραφικούς όρους, η οποία ορίζεται απ’ το θεατή τον ίδιο. Ενώ στο σινεμά εκείνο που βλέπει ο θεατής ορίζεται από τον σκηνοθέτη.

Η θεατρικότητα που πρέπει να εκλείπει από την υποκριτική στον κινηματογράφο; Τι χειρισμούς χρειάζεται από τον σκηνοθέτη;

Εγώ δε βρίσκω διαφορά. Για μένα η υποκριτική ξεκινά απ’ τον τρόπο που σκέφτεσαι και αλληλοεπιδράς με τον άλλον. Δηλαδή, αν χρειαστεί κάποια στιγμή να το πεις πιο σιγά ή πιο δυνατά, ανήκει σε ένα τεχνικό κομμάτι. Για παράδειγμα, έχει συμβεί κάτι σε ένα χαρακτήρα και το εξομολογείται σε κάποιον, ας πούμε ότι χώρισε. Αν το κάναμε αυτό στο σινεμά και βάζαμε σε ένα διπλό πλάνο τους δύο ανθρώπους, δεν θα χρειαζόταν να το φωνάξει. Αυτό που αισθάνεται, είναι αυτό που θα κληθεί να υποστηρίξει υποκριτικά. Αν το βάλεις αυτό σε μια σκηνή, σε ένα θέατρο, ενδεχομένως το «ξέρεις τι, χώρισα» σε αυτή την ένταση να μην περνάει. Ίσως να πρέπει να το πει πιο δυνατά. Αυτό που σκέφτεται εκείνη την ώρα, είτε είναι σε ένα θεατρικό σανίδι είτε μπροστά σε μια κάμερα είναι το ίδιο.

Τώρα πια, η δυνατότητα των τεχνικών μέσων να βοηθήσουν στο ανέβασμα μιας παράστασης είναι τρομακτική: έχουμε βίντεο, φώτα led, μικρόφωνα παντού, πυκνωτικά, ψείρες. Δεν αλλάζει πάρα πολύ η προσέγγιση. Έγκειται στην επιθυμία του σκηνοθέτη ή της παραγωγής να χρησιμοποιήσει αυτά τα πράγματα ώστε να αποφύγει κλισέ προσεγγίσεις ρόλων.

Μίλησέ μας για αγαπημένες συνεργασίες σου στο θέατρο, την τηλεόραση, τον κινηματογράφο.

Στο θέατρο ήταν μια παράσταση που είχε γίνει στο Εθνικό με ένα Γάλλο σκηνοθέτη, τον Λοράν Σετουάν, που κάναμε το «Λεόντιος και Λένα». Νομίζω ότι ήταν μια συνεργασία που μου άλλαξε λίγο τον τρόπο που σκεφτόμουν μέχρι τότε, σε σχέση με αυτά που λέγαμε προηγουμένως. Τι είναι αυτό που αποζητάς όταν είσαι πάνω στη σκηνή, τι σημαίνει επιβράβευση, τι σημαίνει να βρίσκομαι στη σκηνή με άλλο κόσμο και πώς διαχειρίζομαι τον εαυτό μου και τους γύρω μου σε σχέση με το τι θέλει να πει η παράσταση, τι γίνεται με τον εγωισμό του καθενός.
Θα σου δώσω ένα παράδειγμα: Κάναμε μια πρόβα και η σκηνοθετική γραμμή ήταν ότι θα πρέπει να είσαι ανοικτός, να αλληλοεπιδράς με αυτό που γίνεται και ότι όταν θα συμβεί αυτό, είναι κάτι το οποίο ναι μεν είναι δύσκολο να εξηγηθεί, αλλά όταν θα το νιώσεις θα το καταλάβεις. Κάνοντας μια πρόβα λοιπόν, περνάγαμε ένα κομμάτι του κειμένου το οποίο ήταν εστιασμένο σε αυτό που έκανα εγώ εκείνη τη στιγμή, σαν το σημαντικό της σκηνής, εγώ ένιωσα ότι μου συνέβη αυτό το πράγμα! Ήμουν τόσο ανοικτός και σε επικοινωνία με τους συναδέλφους μου και το ένιωσα και ήταν πολύ ωραίο συναίσθημα. Και το συνέχισα… Τελείωσε η πρόβα και του λέω, νομίζω ότι ήταν κάπως αυτό που περιέγραψες. Μου λέει, «ναι αυτό ήταν, αλλά ήσουν λίγο φάουλ». Λέω, «γιατί;». «Τη στιγμή που το κατάλαβες, άρχισες να το χρησιμοποιείς και να μας μανιπιουλάρεις».

Δηλαδή δεν επέτρεπες στους άλλους να επικοινωνούν…

Έγινε πάλι σαν ατομικό πράγμα, σαν να μπαίνει πάλι ο εγωισμός. Δηλαδή, τη στιγμή που το ‘χεις και νιώθεις κυρίαρχος και οτιδήποτε και να πεις περνάει κλπ. Τότε λοιπόν, πρέπει να πας πίσω γιατί τότε είναι που μπαίνει αυτός εγωισμός και ότι μπράβο, πάρε και το βραβείο και πήγαινε στο καμαρίνι να σου πούμε συγχαρητήρια… Είπα λοιπόν, «ρε ‘συ μάλλον έχει δίκιο». Δηλαδή, ωραία έγινε αυτή η στιγμή. Και μετά τι; Θα προσπαθώ να κυνηγάω να μου λένε πόσο καλός ήμουν και όλα αυτά; Από τότε το έχω σαν οδηγό: Ότι ακόμα και να μπορείς, να έχεις το ταλέντο, τη διάθεση, τα πάντα να το σηκώσεις όλο στον αέρα, και να μην το κάνεις, δεν πειράζει…

Αγαπημένη συνεργασία στον κινηματογράφο;

Το «Suntan» ήταν η πιο ωραία, αν και έχω αρκετές καλές στον κινηματογράφο (και κακές…), και λόγω του Αργύρη προφανώς και λόγω των συνθηκών, ήμασταν ενάμιση μήνα στην Αντίπαρο με όλα τα παιδιά εκεί.

Στην τηλεόραση;

Εντάξει, τα «Μαύρα Μεσάνυχτα». Δεν έχω κάνει πολλά στην τηλεόραση. Πριν τα «Μαύρα Μεσάνυχτα» ήταν μια συμμετοχή που είχα στην «Άμυνα ζώνης» που έκανε ο Λευτέρης Χαρίτος με τον Φίλιππο Τσίτο, σ’ ένα κείμενο του Μάρκαρη που έπαιζε ο συγχωρεμένος ο Μηνάς Χατζησάββας, το οποίο ήταν στην ΕΡΤ και δεν έτυχε πολύ καλής αντιμετώπισης. Tο έβαζαν με Champions League μαζί και η ΕΡΤ ήταν στα χάλια της.

Μετά ήταν τα «Μαύρα Μεσάνυχτα», μετά το «Με λένε Βαγγέλη» με τον Χαραλαμπόπουλο, στη συνέχεια μια σειρά 7 επεισοδίων που κόπηκε πριν κλείσει το Mega.

Στα «Μαύρα Μεσάνυχτα» θυμάμαι να κλαίω από τα γέλια με τον Ρίσβα, ο Κοκκινόπουλος επίσης να κλαίει απ’ τα γέλια…

Πώς ήταν οι συνεργασίες σου με τον Peter Strickland και τον Γιάννη Μπέζο;

Πήρα ένα mail από έναν παραγωγό το 2019, ότι θέλω να σε φέρω σε επαφή με τον Peter Strickland γιατί θέλει να κάνει μια ταινία. Μου έστειλε ένα σενάριο, το διάβασα, έπαθα σοκ, μου άρεσε πάρα πολύ. Είχαν, όμως, κάτι διαδικαστικά θέματα, με αυτόν τον παραγωγό δεν τα βρήκαν, άλλαξε η παραγωγή, καθυστέρησε το πράγμα, μετά ήρθε η πανδημία. Πήρε τρείς αναβολές και κάποια στιγμή μου λέει σκέφτομαι να γίνει. Εγώ του είπα ότι έχει πάρει πολλές αναβολές, ας γίνει και αν μπορώ θα έρθω. Όντως με πήρε τηλέφωνο και μου έδωσε τελικές ημερομηνίες για τον Ιούνιο του ’21 και πήγα και ήταν φανταστικά. Ήταν πολύ πιεσμένο χρονικά, όλη η ταινία γυρίστηκε σε 14 μέρες στο York στην Αγγλία… Επειδή εκεί το καλοκαίρι η νύχτα είναι 5-6 ώρες, μας τρελάνανε στα γυρίσματα! Μπορούσαμε να πάμε πλάνο πολύ νωρίς το πρωί και τελευταίο πλάνο σχετικά αργά. Ήταν έτσι το σενάριο που αφορούσε έναν χώρο, είχαμε κι έναν δεύτερο χώρο, ο οποίος είναι εκεί που γίνεται η παρουσίαση της ομάδας.

Ο Strickland είναι πολύ ευφυής και ιδιαίτερος στο γράψιμο. Έχει πολύ πυκνό λόγο και μια ιδιαίτερη ματιά πάνω στο τι σημαίνει Τέχνη, τι σημαίνει «ενοχλώ», τι σημαίνει σύγχρονη τέχνη και τι ευθύνη έχει το κοινό το οποίο βλέποντας κάτι το οποίο το βάζουμε σε ένα πλαίσιο ότι αυτό αντικατοπτρίζει την Τέχνη της εποχής μας, και πώς αυτό μερικές φορές είναι παραπλανητικό, γιατί από πίσω δεν υπάρχει καμία επιθυμία παρά να γίνεις λίγο διαφορετικός, να ενοχλήσεις. Σε ό,τι με αφορά, σε αυτό το κομμάτι, η Τέχνη είναι το να ενοχλήσεις και όχι το αντικείμενο αυτό καθαυτό. Υπάρχει μια διαφοροποίηση. Αυτό που θαυμάζεις τελικά στον καλλιτέχνη είναι, ενδεχομένως, το θάρρος του, το ότι δεν λογαριάζει την κριτική και λιγότερο το έργο του, το αντικείμενο.

Είμαι πολύ ευχαριστημένος από τη συνεργασία μαζί του και μου αρέσει πολύ ο τρόπος που γράφει.

Με τον Γιάννη Μπέζο είναι η δεύτερη φορά που συνεργαζόμαστε. Είναι από τους πιο γενναιόδωρους… Τι να πω… Είναι φανταστικός.

Πες μας και για τη λίστα του Vanity Fair με τις καλύτερες ερμηνείες για το 2022 στην οποία συμπεριλαμβάνεσαι για την ερμηνεία σου στο «Flux Gourmet».

(Γέλια) Προφανώς είναι κάτι που με τιμά, ok. Ε με πήραν τηλέφωνο αυτά τα περιοδικά τα κουτσομπολίστικα, να μας κάνετε μια δήλωση, ήρθαν κάτι κάμερες, κάτι τέτοια. Τους λέω, «ρε παιδιά, δεν είναι ωραία πράγματα αυτά».
Η ουσία είναι ότι δεν πρόκειται για κάποια βράβευση, δεν είναι ένας θεσμός… Είναι η υποκειμενική άποψη ενός δημοσιογράφου που ναι μεν δουλεύει σε ένα μεγάλο περιοδικό, αλλά δεν παύει να είναι η άποψη ενός ανθρώπου. Ωραία, το σέβομαι, με τιμά, μέχρι εκεί. Δεν χρειάζεται να το διατυμπανίζουμε.
Δηλαδή θα βγω και θα πω, «α είπε ο τάδε καλά λόγια»; Και αν εμένα είναι κουμπάρος μου; Πού το ξέρεις; (Γέλια)

Δε θέλω να το μειώσω γιατί με τιμά πολύ, αλλά να μην γίνει παραπάνω θόρυβος…
Και παλιότερα για το Suntan, o Peter Bradshaw έγραψε στη Guardian ότι ο Παπαδημητρίου έπρεπε να είναι συνυποψήφιος για Όσκαρ… Αυτό που προέρχεται από κάποιον, που είναι η υποκειμενική του γνώμη, είτε είναι καλή είτε κακή, δεν παύει να είναι η άποψή του. Δηλαδή, όταν κάποιος σε ανεβάζει, είσαι στην κορυφή, και όταν κάποιος γράφει, «χάλια ο Παπαδημητρίου σε αυτή την ταινία», σε ρίχνει στα τάρταρα; Μην τρελαθούμε γι’ αυτά…

Φαντάσου να έγραφε «ξεχώρισα αυτές τις 10 ερμηνείες και ξεχώρισα ως την χειρότερη ερμηνεία της χρονιάς τον Παπαδημητρίου»… Τι θα γινόταν τότε, θα με κρεμάγανε; (Γέλια)

Εντάξει, είναι ένα μεγάλο μέσο και σου λένε… Κι εγώ αισθάνθηκα ωραία, το είπα στους φίλους μου, αλλά να βγω στην τηλεόραση γι’ αυτό;

Και από την άλλη, για μια παράσταση γράφει ο άλλος ό,τι παπαριά θέλει, καμία σχέση με την παράσταση, λες και έχει εμπάθεια μαζί σου, δεν σε γουστάρει… Ωραία, γράψε ό,τι θέλεις, δεν με ενδιαφέρει…

Διαβάζεις βιβλία, βλέπεις ταινίες, ακούς μουσική; Τι από αυτά σου προσφέρει την περισσότερη ευχαρίστηση και τη μεγαλύτερη έμπνευση;

Όλα αυτά μαζί, αλλά όταν μιλάμε για έμπνευση, έχει να κάνει με δημιουργία. Γιατί, όταν παίζεις σε μια παράσταση, είσαι ουσιαστικά συνδημιουργός.
Αυτό που νιώθω ότι ήταν δικό μου, όχι μόνο δικό μου αλλά με αφορούσε ακόμα περισσότερο, ήταν η μικρού μήκους που έκανα, η «Λίλα», που έπαιξε και στο φεστιβάλ (Δράμας), η οποία ήταν εμπνευσμένη από το βιβλίο «Η Μπριτ-Μαρί ήταν εδώ» του Φρέντρικ Μπάκμαν, αλλά και από προσωπική εμπειρία με τη μητέρα μου, τον πατέρα μου, τη μητέρα της φίλης μου… Εκεί μπορώ να πω ότι η έμπνευση ήρθε από ένα βιβλίο.
Μετά που διάβασα το βιβλίο, είχαμε πάει στο Λαύριο για φαγητό και είχα δει μια κυρία, η οποία έμοιαζε κατά κάποιο τρόπο με την ηρωίδα του βιβλίου και εκείνη την ώρα μου γεννήθηκε η απορία γιατί  εκείνη η κυρία βρισκόταν εκεί που βρισκόταν και βγήκε το πρώτο draft του σεναρίου.

Ποιοι είναι οι σκηνοθέτες που ξεχωρίζεις, ποιες ταινίες και ποιους ρόλους όσον αφορά τον κινηματογράφο.

Είχα δώσει πέρυσι μια συνέντευξη στο Cinobo, το οποίο θεωρώ μάλιστα ότι είναι μια πολύ αξιόλογη προσπάθεια, δηλαδή βρίσκεις ταινίες που λείπουν από τις mainstream πλατφόρμες, και είχα απαντήσει ότι τα τελευταία χρόνια έχω δει 4-5 ιρανικές ταινίες, τις οποίες δεν μπορώ να τις βγάλω από το μυαλό μου. Νομίζω ότι το σινεμά τους είναι ασύλληπτο.

Το «Ένας Ήρωας» του Φαραντί, το «No date, No Signature» του Τζαλιλβάντ… Συγκλονιστικό, δεν ξέρω πώς να το περιγράψω.

Είναι μια χώρα 100 εκατομμυρίων με όλα τα θέματα που έχουν, τα δικαιώματα των γυναικών, το καθεστώς, πολύς κόσμος πεινάει και βλέπεις μια ιστορία και αναρωτιέσαι, «πώς το κάνουν»; Και έχουν κοινωνικό προσανατολισμό, είναι ιστορίες που συμβαίνουν στην καθημερινότητά τους… Ο τρόπος με τον οποίο επενδύουν στις ανθρώπινες σχέσεις, χωρίς να έχουν εφέ… Όταν παίζουν ξύλο, παίζουν ξύλο… Οι άνθρωποι μιλάνε κανονικά, καμία σχέση με Χόλυγουντ, blockbuster… Μου θυμίζουν τις ταινίες του Κεν Λόουτς.

Πάντως, μου κάνει εντύπωση γιατί δεν υπάρχουν αντίστοιχες ιστορίες, οι οποίες να δοθούν  με τρόπο που να επενδύουν στο τι συμβαίνει στους ανθρώπους και στον ελληνικό κινηματογράφο. Νομίζω ότι τα πιάνουμε τα πράγματα σχετικά επιφανειακά, δεν ξέρω τι είναι… Είναι θέμα σεναρίου, θέμα σκηνοθετών, ηθοποιών; Έχουμε εξαιρετικούς ηθοποιούς, άρα φταίνε οι συγγραφείς και οι σκηνοθέτες. (Γέλια)

Αν γινόταν εδώ μια τέτοιου τύπου ταινία, ποια τύχη θα είχε; Καμία. Εδώ, αν δεν κάνεις ταινία για την κρίση δεν τη βλέπει κανείς ή αν δεν είσαι πολύ περίεργος, να κάνεις weird και να κάνεις τρελά πράγματα για να πάρεις λίγη προσοχή.

Στην «Πλατεία Αμερικής» υποδύεσαι τον Νάκο, έναν ρατσιστή που ενοχλείται από τις αλλαγές στη γειτονιά του, που έχουν σχέση με την έλευση ανθρώπων άλλης εθνικότητας. Πόσο δύσκολο ήταν για σένα να παίξεις έναν τέτοιο ρόλο, κόντρα στις πεποιθήσεις σου;

Φαντάσου ότι κάποιος καλείται να παίξει τον Οιδίποδα, που έχει σκοτώσει τον πατέρα του και κάνει παιδιά με τη μάνα του…

Εντάξει, η γενική επιθυμία της ταινίας είναι να το στηλιτεύσει αυτό, άρα στην ουσία βοηθάς κι εσύ σ’ αυτό. Δεν είναι ότι βγήκε μια ταινία που είναι αντίθετη με αυτά που πιστεύω. Είναι απλά ένας αρνητικός χαρακτήρας.

Παρατηρείς κάποια βελτίωση όσον αφορά την ξενοφοβία που θίγει η ταινία;

Τι να σου πω, δεν ξέρω… Νομίζω ότι έχουμε πολλά θέματα σαν κοινωνία. Και κυρίως από την άνοδο της ακροδεξιάς και μετά τις τελευταίες εκλογές, είναι επικίνδυνο και πολύ στενάχωρο πράγμα. Βλέπεις ότι υπάρχει κόσμος που θέλει να βρει διέξοδο σε αυτό: ότι πρέπει να τους κυνηγήσουμε… Και είναι πολύς αυτός ο κόσμος. Έβαλε στη Βουλή τους Σπαρτιάτες…

Αυτοί οι άνθρωποι κάνουν στο κοινό τους πλύση εγκεφάλου. Ότι γι’ αυτό που γίνεται φταίνε οι άλλοι, οι ξένοι.

Πώς αφουγκράζεσαι την επαφή του κοινού με τον κινηματογράφο;

Υπάρχει αυτό που λέμε εμπορικό σινεμά, εκεί δηλαδή που πηγαίνει ο περισσότερος κόσμος, και υπάρχει και το σινεμά που το κρατάνε 4-5 αίθουσες που έχουν ταινίες που δεν τις βλέπεις πουθενά. Για εμάς που είμαστε μικρή αγορά, αυτό φαίνεται σε μεγαλύτερο βαθμό.

Αυτό δεν είναι περσινό φαινόμενο, είναι πάρα πολλά χρόνια έτσι. Έχουν γίνει διάφορες προσπάθειες για να βελτιωθούν τα πράγματα. Νομίζω ότι υπήρχε κάποτε μια επιδότηση των αιθουσών που έπαιζαν ελληνική ταινία, δεν ξέρω αν υπάρχει ακόμα. Βέβαια, δεν ξέρω αν είναι δελεαστικό να βάζει κάποιος ελληνική ταινία στην αίθουσά του. Σου λέει δεν θα βάλω καν blockbuster, θα βάλω μια γαλλική mainstream ταινία και θα κάνει πολλαπλάσια εισιτήρια.

Το αισιόδοξο είναι ότι μετά την πανδημία υπάρχει μία στροφή στις τηλεοπτικές παραγωγές που έχουν κινηματογραφικά χαρακτηριστικά. Έχουμε δει σήριαλ τα οποία είναι σχετικά καλογυρισμένα. Τα σενάρια πάσχουν για μένα, χάλια. Αλλά, θα μπορούσε να γίνει μια αντίστοιχη στροφή και στο σινεμά, δηλαδή να βλέπεις πιο προσεγμένες ελληνικές παραγωγές. Δεν είναι ότι δεν υπάρχουν, αλλά είναι μετρημένες στα δάχτυλα. Τα «Καλάβρυτα» ας πούμε είναι μία τέτοια περίπτωση. Ή αυτή που είδα τελευταία και με ενθουσίασε, πραγματικά φανταστική ταινία, το «Πίσω από τις θημωνιές» της Ασημίνας Προέδρου ή το «Digger», από τις καλύτερες των τελευταίων δεν ξέρω κι εγώ πόσων ετών. Όμως, αν δεν καταφέρουν αυτές να φέρουν κόσμο στην αίθουσα, είναι δύσκολο. Και το «Suntan», το οποίο υποτίθεται πήγε καλά, 30 χιλιάδες εισιτήρια νομίζω έκανε. Ασύλληπτο νούμερο σε σχέση με τα 2-3 χιλιάδες που κάνουν οι περισσότερες ταινίες.

Κινηματογράφοι κλείνουν, η Πάτρα έχει μείνει με έναν συνοικιακό κινηματογράφο και ένα multiplex, που προβάλλει κατά κανόνα mainstream ταινίες. Υπάρχει λύση;

Νομίζω ότι είναι ένας φαύλος κύκλος. Όταν υπάρχει η επιθυμία να εκτονωθείς και η εκτόνωση γίνεται με πολύ εύκολο τρόπο, τρώγοντας ποπ κορν και πίνοντας κόκα κόλα σε μια αίθουσα που παίζει ηχητικά εφέ και πυροβολισμούς, ανατινάσσονται αυτοκίνητα κλπ. δηλαδή αυτό που θέλεις για να ξεφύγεις από την πραγματικότητα, αυτό θα ζητάς.

Αν όλα τα πράγματα ήταν εντάξει, υπήρχε σωστή παιδεία, σωστή υγεία, ενδεχομένως για να ξεφύγουμε να λέγαμε «πάμε να δούμε Γκοντάρ σήμερα»; Ενώ εμείς με τόσα συσσωρευμένα προβλήματα πάμε να δούμε κάτι να μην το σκεφτούμε καν. Να περάσει έτσι.

Υπήρχαν κοινά στοιχεία με τη ζωή σου σε ρόλους που έχεις υποδυθεί;

Πολλά σε διαφορετικούς ρόλους. Κυρίως στο θέατρο. Βέβαια και τίποτα κοινό να μην υπήρχε δεν θα σήμαινε κάτι, είναι και η φαντασία μέσα και οι πρόβες.

Θα συνέχιζες να κάνεις αυτό που κάνεις τώρα αν μάθαινες ότι σου μένει ένας μήνας ζωής;

Όχι. Θα προτιμούσα να περάσω χρόνο με τους ανθρώπους που αγαπώ. Δεν θέλω να πεθάνω στο σανίδι… (Γέλια)

Η πρώτη ταινία που σου έρχεται στο μυαλό, στην οποία βάσει σεναρίου και ρόλου, θα ήθελες να πρωταγωνιστήσεις εσύ;

Η Λάμψη. Φανταστική ταινία.

Σε μια μεγάλη καταστροφή έχεις την ευκαιρία να σώσεις ένα θεατρικό έργο και μία ταινία, τα οποία θα αποτελέσουν τις βάσεις για τις μελλοντικές θεατρικές και κινηματογραφικές δημιουργίες. Ποια έργα θα επέλεγες;

Μεγάλη ευθύνη! Το θεατρικό το έχω: είναι ο Οιδίποδας, μου αρέσει πολύ.

Για την ταινία, ως παρακαταθήκη για τους επόμενους – νομίζω ότι θα καταστραφούν – αλλά είναι το «Life of Brian»! (Γέλια) Νομίζω τα έχει όλα αυτή η ταινία.

Από ποιόν θα ήθελες να πάρουμε την επόμενη συνέντευξη;

Από τον Αργύρη Παπαδημητρόπουλο.

Leave a comment