Το 2020 ήταν μια χρονιά – ντροπή για την ανθρωπότητα, τη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τις τέχνες, τον Πολιτισμό. Το συννεφάκι πάνω στο οποίο όλοι καθόμασταν, εξαφανίστηκε και πέσαμε στο βούρκο μιας αδιανόητης δικτατορίας, μιας γελοίας χούντας. Απαγορεύεται η κυκλοφορία, επιβάλλεται η χρήση μάσκας, διώκονται οι συγκεντρώσεις, καταργούνται οι πολιτιστικές εκδηλώσεις, κλείνουν όλοι οι χώροι συνάντησης των ανθρώπων. Ένας ιός αρκούσε για να ισοπεδωθούν τα πάντα, για να επικρατήσει η θλίψη, η μιζέρια, η καταχνιά. Είναι, άραγε, ο ιός που επιβάλλει αυτά τα απάνθρωπα μέτρα ή εκείνοι που, δήθεν, νοιάζονται για την ανθρώπινη ύπαρξη;
Θα εξετάσουμε τρείς ταινίες, που μπορούν να θεωρηθούν προφητικές, αν και οποιαδήποτε ταινία παρουσιάζει ένα ζοφερό μέλλον, κατά το οποίο οι λίγοι αποφασίζουν για τους πολλούς, μπορεί να θεωρηθεί ως μια απεικόνιση των καταστάσεων που βιώνει η ανθρωπότητα το 2020. Σε αυτές τις τρείς ταινίες, η τεχνολογική πρόοδος είναι τέτοια, ώστε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να έχει ξεφύγει από τον έλεγχο του ανθρώπου. Κοινωνίες απάνθρωπες, ουδέτερες, ολοκληρωτικές, που όμως δημιουργήθηκαν από τον ίδιο τον άνθρωπο, είτε με στόχο την πλήρη μηχανοποίηση της ζωής του, είτε ως αποτέλεσμα συνθηκών έκτακτης ανάγκης, είτε ως κατάληξη της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης.
Στο αριστουργηματικό Alphaville του Ζαν-Λικ Γκοντάρ, μια sci-fi ταινία γυρισμένη σε φυσικές τοποθεσίες στο Παρίσι, όλη η ενέργεια προέρχεται από την κινηματογράφηση. Μονοπλάνα μεγάλης διάρκειας, σκοτεινά, δυσοίωνα, δηλώνουν έναν μεγάλο προβληματισμό πάνω στην επιστήμη και την τεχνολογία. Συγχρονισμός τρένων, αυτοκινήτων ανθρώπων που υποδηλώνει «μια τεχνοκρατούμενη κοινωνία, όπως αυτή των μυρμηγκιών». Αποπροσανατολιστική προσέγγιση, που εξαφανίζει την αίσθηση του χώρου και του χρόνου. Οι στερεοτυπικές εικόνες του πράκτορα Λεμί Κοσιόν παραπέμπουν στην αμερικανική αντίληψη αντίστοιχων ταινιών, ενώ η προβολή του αρνητικού προς το τέλος της ταινίας μπορεί να εκληφθεί ως μια παρωδία της ακραίας χρήσης εφέ εντυπωσιασμού. Μια σπουδή πάνω σε μια κοινωνία απάνθρωπη.
H «Άλφα-60», η «μηχανή των μηχανών», ασκεί σκληρή εξουσία στους ανθρώπους, οι οποίοι είναι άμεσα εξαρτώμενοι από εκείνη. Ένας μηχανικός θεός, ένας αυταρχικός κυβερνήτης με μηδενική ανοχή στους παρανόμους, μια «τετράγωνη» ανθρώπινη κατασκευή που παίρνει τη ρεβάνς από τους ανθρώπους, που πολλές φορές καθοδηγούνται από τα συναισθήματά τους. Οι «μορφωμένοι», όπως αποκαλούνται στην Alphaville, φοιτούν στο ινστιτούτο της Σημαντικής. Εκεί, μαθαίνουν προκαθορισμένες αλήθειες, στηριγμένες στη βιασμένη λογική της «Άλφα-60». Οι παραβάτες, όσοι δηλαδή εκφράσουν τα συναισθήματά τους ή την ιδεολογία τους, εκτελούνται με εορταστικό τελετουργικό στην πισίνα της πόλης υπό την παρουσία των αξιωματούχων και των απλών κατοίκων.
Ο Γκοντάρ ονομάζει τον εφευρέτη της «Άλφα-60», Φον Μπράουν, παραπέμποντας ευθέως στον σχεδιαστή και κατασκευαστή των ναζιστικών πυραύλων. Ο Λεμί Κοσιόν αναλαμβάνει την αποστολή να εξακριβώσει ποιος είναι ο ρόλος του Φον Μπράουν, αν δηλαδή παραχώρησε ο ίδιος την εξουσία στην «Άλφα-60» ή αν η μηχανή επαναστάτησε. Χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Ιβάν Τζόνσον και δηλώνοντας ανταποκριτής της εφημερίδας «Φιγκαρό – Πράβντα», θα επιχειρήσει να απαγάγει τον Φον Μπράουν, με στόχο να λυτρώσει τους κατοίκους της Alphaville.
Στην ταινία του Γκοντάρ, ο προγραμματισμός και η επικράτηση της τεχνοκρατούμενης κοινωνίας οδηγεί στην παράνοια. Μια αυτόνομη, αυτάρκης λογική, ένα κλειστό σύστημα που εξυπηρετεί τις ανάγκες της μηχανής και μόνο – δηλαδή του ίδιου του συστήματος – που εκδηλώνεται με παράλογα μέτρα, τα οποία δικαιολογούνται με καταφυγή στην τρομοκρατία και στην επίκληση των φόβων της σιωπηλής πλειοψηφίας. Σύμφωνα με τον ίδιο τον σκηνοθέτη, «η ταινία είναι η προβολή μερικών επικίνδυνων τάσεων, ιδιαίτερα της μηχανοποιημένης σκέψης, που η κοινωνία των τερμιτών, τη διαλέγει ασύνειδα σαν ιδανικό της ζωής».
Ο Τζωρτζ Λούκας στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, THX 1138 του 1971, μας δίνει τη δική του εκδοχή για το μέλλον της ανθρωπότητας. Οι άνθρωποι ζουν υπογείως, μέσα σε εκτυφλωτικό τεχνητό φως, με ξυρισμένα κεφάλια ως δούλοι. Η αναπαραγωγή γίνεται πλέον σε εργαστήρια, ενώ η ψυχαγωγία είναι άγνωστη λέξη. Επιτηρούνται διαρκώς μέσα από τηλεοπτικές οθόνες στις οποίες παρακολουθούν ψυχρές ερωτικές σκηνές. Το έγκλημα που μπορεί να τους φέρει αντιμέτωπους με εξόντωση είναι η αγάπη. Η λευκή τους κόλαση είναι γεμάτη από συνθήματα όπως, «Ας είμαστε ευγνώμονες που έχουμε εμπόριο. Αγόραζε περισσότερα. Αγόραζε περισσότερα τώρα! Αγόραζε και… γίνε ευτυχισμένος»!
Οι έγκλειστοι εξομολογούνται σε μια «κρατική» θεότητα, με τη μορφή του Χριστού και συγκεκριμένα από το έργο του Χανς Μέμλινγκ, «Ο Χριστός δίνει την ευλογία του». Η θεότητα συστήνει την αύξηση των ηρεμιστικών ουσιών, σε μια ταινία που διαφοροποιείται σε σχέση με το Alphaville, ως προς τις σαφείς θρησκευτικές αναπαραστάσεις που περιλαμβάνει. Οι άνθρωποι είναι μαριονέτες του συστήματος επιτήρησης που εδραίωσε μια ακόμα αόρατη μηχανή. Η λευκότητα υποδηλώνει ένα αποστειρωμένο περιβάλλον και αυτό με τη σειρά του φτάνει στο τελικό σημαινόμενο που δεν είναι άλλο από τη νοσηρότητα. Η ταινία τελειώνει με ένα διφορούμενο πλάνο, έξω από το κέλυφος της υπόγειας πόλης, όπου ο THX 1138 αντικρίζει ένα εξίσου νοσηρό ηλιοβασίλεμα.
Το νοσηρό ηλιοβασίλεμα του φινάλε στο THX 1138
Σαφής θρησκευτική διάσταση υπάρχει και στο Blade Runner του Ρίντλεϊ Σκοτ. Η συνάντηση της ρεπλίκας Ρόι Μπάτι με το δημιουργό της, δίνει μια σκηνή μεγάλης δύναμης και ουσιαστικού περιεχομένου. Βρισκόμαστε στο 2019 (έχει ενδιαφέρον η απεικόνιση του κόσμου όπως, με διορατικότητα, τον φαντάστηκαν το 1982). Οι άνθρωποι έχουν κατασκευάσει ανθρωποειδή, τα οποία χρησιμεύουν κυρίως ως σκλάβοι. Οι Ρεπλίκες, όπως τις προσφωνούν, εξεγείρονται σε κάποια από τις αποικίες και έτσι τίθενται εκτός νόμου. Ποινή, ο θάνατος. Οι ομάδες Μπλέιντ Ράνερ είχαν εντολή να σκοτώνουν κάθε παραβάτισσα Ρέπλικα, χωρίς αυτό να θεωρείται εκτέλεση, αλλά απόσυρση!
Τα ερωτήματα που εγείρει η ταινία του Σκοτ είναι πολλά. Η ταυτότητα και τα όρια της παρέμβασης στο ανθρώπινο σώμα είναι απ’ τους κυρίαρχους προβληματισμούς που τίθενται. Ο έλεγχος, η επιτήρηση έχουν φτάσει σε τέτοια σημεία που ο άνθρωπος γίνεται «θεός», ορίζοντας την ημερομηνία λήξης τους προϊόντος του, αλλά και προγραμματίζοντας τις λειτουργίες του σύμφωνα με τα δικά του θέλω. Ακόμα και το λεπτό σημείο μιας ηθικής τους φόνου, όπως τίθεται με λόγια στην οθόνη, ανοίγει συζητήσεις για το σήμερα. Οι φόνοι δεν θεωρούνταν εκτελέσεις, αλλά αποσύρσεις! Εφόσον έτσι ορίζεται από τη διοίκηση, έτσι είναι! Ο φόβος, όμως, είναι το κύριο θέμα της ταινίας. Η διάθεση για ζωή ενυπάρχει και στις Ρεπλίκες και η γνώση τους για τον επερχόμενο θάνατό τους, τις μετατρέπει σε απελπισμένους μελλοθάνατους, που λίγο πριν την ηλεκτρική καρέκλα ικετεύουν για τη ζωή τους, δίνοντας έναν τελευταίο αγώνα.
Ένα νεονουάρ με ανεπανάληπτη ατμόσφαιρα, με κοφτερή ματιά στο μέλλον της ανθρωπότητας. Ο χώρος δημιουργείται με γρήγορο μοντάζ, με βλέμματα αγνώστων και αλλόκοτες φιγούρες. Μια εφιαλτική προβολή, μια εύστοχη πρόβλεψη μια μακάβρια βεβαιότητα, αποπνέει το Blade Runner. Η επικράτηση ενός χυδαίου ορθολογισμού, που έχει εξαλείψει κάθε μορφή τέχνης, προς όφελος της διαφήμισης που κατασκευάζει καταναλωτές, παθητικούς και απαθείς. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι και στις τρείς ταινίες που εξετάσαμε, η Τέχνη είναι απούσα, προφανώς κατηργημένη από τα καθεστώτα που επέβαλλαν την απάνθρωπη κοινωνία του μέλλοντος.
Ο Ρόι Μπάτι, ένας μεταμοντέρνος Σπάρτακος
Στο βιβλίο «Μοντέλα Πολιτικού Κινηματογράφου» του Σεργκέι Γιουτκέβιτς, η πολεμική του συγγραφέα προς τις πεσιμιστικές ενατενίσεις του μέλλοντος, φτάνει σε ακραίο βαθμό, κατηγορώντας τον Γκοντάρ και τον Λούκας (η τρίτη προσπάθεια στην οποία αναφέρεται είναι αυτή του Ρόμπερτ Κράμερ για την ταινία «Ο Πάγος») για πλήρη άγνοια βασικών μαρξιστικών αρχών: «Έτσι, βλέπουμε ότι τρείς κινηματογραφικές προσπάθειες ενατένισης του μέλλοντος και της κατανόησης και εξήγησης μέσα απ’ αυτό του παρόντος ατύχησαν εντελώς. Οι δημιουργοί των μελλοντικών πολιτικό-φανταστικών ταινιών πρέπει να εγκαταλείψουν αποφασιστικά τα σαθρά συνθήματα «της συνωμοσίας των αισθημάτων» και ν’ αρχίσουν από την αρχή». Και αλλού: «[…] Και σήμερα με τις ίδιες αυτές θέσεις προσπαθούν να επιτεθούν στο σοσιαλισμό οι «φωτισμένοι» και «αρχιαριστεροί» διανοούμενοι όπως ο Γκοντάρ, ο Λούκας και οι όμοιοί τους. Άξιοι απόγονοι του Ιβάν Μπάμπιτσεφ, του βασιλιά των χυδαίων, μάχονται επίμονα τις σοσιαλιστικές ιδέες και τον κομμουνισμό, προσπαθώντας να φοβίσουν την ανθρωπότητα με εικόνες της αποκάλυψης για το μέλλον, όπου θα κυριαρχεί ο ολοκληρωτισμός, στηριγμένος στην παντοδύναμη τεχνική που θα υποτάξει απόλυτα τον άνθρωπο».
Μπορεί να γίνει αντιληπτή αυτή η θέση, καθώς στις ταινίες αυτές ο κόσμος φαίνεται να υποφέρει και να αντιμετωπίζεται ως άμορφη μάζα από τα καθεστώτα. Φαίνεται, επίσης, μια εκχώρηση των ανθρώπινων ιδιοτήτων προς όφελος της κοινωνικής προόδου, που εκ του αποτελέσματος δείχνει σκοτεινή και ισοπεδωτική. Κάτι σαν αυτό που βιώνει η ανθρωπότητα το 2020, κάτω από το υγειονομικό πρόσχημα του αιτήματος για περισσότερη ασφάλεια με λιγότερη ελευθερία. Υπάρχουν όμως κι εκείνοι που αιτούνται περισσότερη ελευθερία θυσιάζοντας ακόμα και την προσωπική τους ασφάλεια. Το λάθος του Σεργκέι Γιουτκέβιτς (εκτός από την αποστροφή του για τον Ζαν-Λικ Γκοντάρ) είναι η υπερβολική του ευαισθησία, αφού βιάστηκε να κατηγορήσει για αντικομμουνιστικές προθέσεις τους δύο σκηνοθέτες. Εν τέλει, το ολοκληρωτικό καθεστώς, για το οποίο έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου, προήλθε από την ολοκλήρωση του καπιταλισμού σε συνδυασμό με τη μαζική υστερία που, εν πολλοίς, προέρχεται από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Ανδρέας Άννινος