Τρείς τυχοδιώκτες, τρεις απατεώνες, τρεις καουμπόηδες σε ευρωπαϊκά χώματα περνούν μέσα από τη φωτιά και το σίδερο του Αμερικανικού Εμφυλίου, τυφλωμένοι και παραζαλισμένοι από την έκσταση του χρυσού. Ένας ανταγωνισμός τυπικά αμερικανικός, το κυνήγι του θησαυρού, το πυρετικό πλησίασμα στο αντικείμενο που θα τους λυτρώσει από την ανασφάλεια και την αγωνία. Γύρω τους εμπόδια, καμιά φορά και ο ίδιος ο πόλεμος, και μέσα τους η ανάγκη για επικράτηση, για εκδίκηση, η αυτοδικία.

Ο Κουέντιν Ταραντίνο κάνει λόγο για την καλύτερα σκηνοθετημένη ταινία και για το μεγαλύτερο επίτευγμα στην ιστορία του κινηματογράφου, όταν η κουβέντα φτάνει στην ταινία του Σέρτζιο Λεόνε, «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος». Κοντά στα 60 χρόνια μετά την κυκλοφορία του στις κινηματογραφικές αίθουσες, το επικό σπαγκέτι γουέστερν χαρίζει στο θεατή μια μοναδική εμπειρία, ένα καθολικό χάδι στις αισθήσεις του, αλλά και στην ανάγκη του για μύθο και μάλιστα γραμμικό, τεχνικά άψογο και εν τέλει «εύκολο». Η μεγάλη ευτυχία του θεατή είναι ότι ψυχαγωγείται υπό τη μαεστρία του Σέρτζιο Λεόνε, το φωτογραφικό όραμα και τον σχεδιασμό του τρομερού Τονίνο Ντέλι Κόλι και τις ιδιοφυείς, συγκινητικές και ταυτοχρόνως ορμητικές συνθέσεις του Ένιο Μορικόνε.

Η ταινία αποτελείται από σχεδόν αυτοτελείς σεκάνς, που εντοπίζονται εύκολα από το εκπαιδευμένο μάτι. Υπάρχουν ακόμα και σεκανς-γκαγκ, όπως εκείνη στην οποία ο Τούκο (Ίλαϊ Γουάλας), ο άσχημος – που όπως πολλές φορές έχει ειπωθεί δεν είναι άσχημος – απολαμβάνει το μπάνιο του, όταν κάποιος με παλιούς ανοικτούς λογαριασμούς μαζί του εισβάλει για να τον σκοτώσει, και τότε μέσα από τις σαπουνάδες… Οι περίφημες στιχομυθίες του γουέστερν είναι όντως περίφημες. Δεν αξίζει να αναφέρονται εκτός φιλμικού κειμένου, μέσα του πάντως είναι πραγματική απόλαυση. Ο Blondie (Κλίντ Ίστγουντ), ο καλός – που όπως πολλές φορές έχει ειπωθεί μόνο καλός δεν είναι – είναι από τους πιο χαρακτηριστικούς τύπους του παγκόσμιου κινηματογράφου, ενώ ο τρίτος της παρέας, ο κακός Angel Eyes (Λι Βαν Κλιφ) – ο οποίος στον φιλμικό χρόνο των 3 ωρών και 17 λεπτών σκοτώνει τους λιγότερους εν συγκρίσει με τους υπόλοιπους – έχει μάλλον μοχθηρά παρά αγγελικά μάτια και είναι εκείνος που κινεί την υπόθεση του θησαυρού, σκοτώνοντας αδίστακτα αφεντικά και φέρνοντας με περηφάνεια εις πέρας τη δουλειά του. Του δολοφόνου.

Masterclass πάνω στον ρυθμό, ο κινηματογράφος εξάλλου συγγενεύει με τη μουσική περισσότερο από κάθε άλλη Τέχνη, και ο Λεόνε είναι ένας μάστορας – μαέστρος της σχέσης διάρκειας πλάνου-προώθησης της πλοκής. Εκπληκτικά πλάνα, στα ισπανικά ερημικά τοπία. Ευρηματικές γωνίες λήψεις, ευφυέστατοι διάλογοι στους οποίους πέφτει το βάρος, όταν τα λογικά άλματα μαζεύονται πολλά. Είναι ίσως περιττό να αναφερθεί ότι πολλά στοιχεία του εν λόγω γουέστερν ίσως να κλωτσάνε στον σημερινό θεατή, όπως για παράδειγμα η γυναικεία παρουσία, η οποία περιορίζεται σε ευτελείς ρόλους, της πόρνης ή της θρηνούσας συζύγου. Είναι μεγάλη συζήτηση αυτή της αναθεώρησης έργων του παρελθόντος, και με βάση τους σημερινούς κώδικες ορθότητας τείνουμε πολλές φορές να γινόμαστε αφοριστικοί ακολουθώντας κατά γράμμα την έκφραση, «εξ όνυχος τον λέοντα»..

Ίσως θα ήταν δόκιμο να συμφωνήσουμε ότι καθώς η ανθρωπότητα προχωρά με περισσότερη ενσυναίσθηση προς το μέλλον, εσφαλμένες οπτικές και διατυπώσεις σε κλασικά έργα θα πρέπει να εντοπίζονται, όμως να τοποθετούνται και να καταλογίζονται στην χρονική περίοδο που τα γέννησε και όχι τη σημερινή. Διαφορετικά, οι σημερινές μας απόψεις θα είναι έρμαια στην ισοπεδωτική κριτική των ανθρώπων του μέλλοντος.

Ανδρέας Άννινος

Leave a comment