Σκηνοθεσία: Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ
Πρωταγωνιστούν: Μπριγκίτε Μίρα, Ελ Χεντί Μπεν Σαλέμ, Μπάρμπαρα Βαλεντίν
Παραγωγή: Γερμανία, 1974
Διάρκεια: 93′
Στην εναρκτήρια σεκάνς μια μεσήλικη γυναίκα εισέρχεται σ’ ένα μπαρ. Η Έμμυ (Μπριγκίτε Μίρα) κάθεται μόνη και έρχεται σε άμεση οπτική επαφή με έναν ξένο άντρα που θα καθορίσει τη μετέπειτα πορεία της ζωής της. Ο εργατικός μετανάστης από το Μαρόκο, Αλί (Ελ Χεντί Μπεν Σαλέμ) θα δώσει ένα νέο νόημα στην εξασθενημένη πορεία της ζωής της. Η Έμμυ θα τον ερωτευτεί και θα παλέψει ώστε να χτίσει μια όσο πιο υγιή κατάσταση μπορεί, ενάντια στους πάντες που την αποθαρρύνουν για την επιλογή της.
Ο Αλί δημιουργεί ένα αληθινό και ρομαντικό αντίβαρο στη μοναξιά που νιώθει. Τα λιγοστά γερμανικά που μιλά δεν αποτελούν τροχοπέδη στην έκφραση των συναισθημάτων του. Η Έμμυ του προσφέρει ότι έχει, χωρίς σκοπιμότητες, οδηγημένη από τον ερωτά της προς το πρόσωπό του. Στον αντίποδα, όσο και να προσπαθεί να κλείσει τα αυτιά της και να προστατέψει ό,τι ζουν, δέχεται πολύπλευρα χτυπήματα κόντρα στη χαρά τους. Όλο αυτό που διαδραματίζεται ενοχλεί μια μεταπολεμική Γερμανία που βλέπει καχύποπτα τους μετανάστες και οποιεσδήποτε καταστάσεις αλλοίωσης του εθνικού σμπαραλιασμένου εγώ μετά τον Β’ Π.Π. Οι γείτονες παραφυλούν συνεχώς κατασκοπεύοντας τη νέα της ζωή, δείχνοντας της το πόσο ενοχλημένοι είναι από αυτό που ζει. Στο ίδιο μοτίβο κινείται το οικογενειακό της περιβάλλον, με τα παιδιά της να νιώθουν ντροπή, ενώ βιώνει έκδηλη απομόνωση στην δουλειά της, όταν γίνεται γνωστή η εθνικότητα καταγωγής του συντρόφου της.
Ο σπουδαιότερος σκηνοθέτης του νέου κύματος του γερμανικού κινηματογράφου, Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ καταφέρνει για ακόμα μια φορά να καυτηριάσει με το μοναδικό του ύφος απλές καθημερινές καταστάσεις. Η οξυδέρκειά του και η ευαισθησία του γίνεται ένα με την κινηματογραφική κάμερα και μέσω ενός απλού σεναρίου παρουσιάζει – χωρίς να ωραιοποίει ούτε λεπτό – τις αλήθειες που δεν άντεχε σύσσωμη η Γερμάνια της τότε εποχής. Καταφέρνει να ακροβατήσει με ωμό και ρεαλιστικό τρόπο τόσο σε αρνητικές έννοιες, όπως υποκρισία, φθόνος, μισαλλοδοξία όσο και στο ρομαντισμό και τον έρωτα. Εύστοχοι διάλογοι που λούζουν αρκετές φορές άτομα που δεν είναι ικανά να ανεχτούν το διαφορετικό οπουδήποτε κι αν εμφανίζεται. Άτομα που ταλανίζονται από εσωτερικές μικροαστικές αντιλήψεις που αντί να τις κατευνάσουν, δυναμώνονται προκλητικά από ότι τους φαίνεται ξένο.
Μέσα όμως σε όλη αυτή την τυφλή καταπίεση που δέχονται οι δύο ήρωες, μένει αναφαίρετο το δικαίωμά τους να ζήσουν το μεγάλο δώρο της αγάπης – με όποιο φινάλε και αν υπάρξει. Επηρεασμένος σαφώς από τα προσωπικά προβλήματα που τον βασάνιζαν και από τις πολιτικές του απόψεις για το περιβάλλον στη χώρα που έζησε, προσπαθεί σε κάθε του ταινία να προβληματίσει και να προτρέψει το θεατή να δει από μία άλλη σκοπιά πως ό,τι κατά βάθος πειράζει το καθένα μας, ίσως το αναμοχλεύουμε και το τρέφουμε σιωπηλά. Λίγο πριν το θάνατό του θα δηλώσει: «Η αμερικάνικη μέθοδος της δημιουργίας ταινιών προκαλεί στον θεατή συγκίνηση και τίποτε άλλο. Εγώ θέλω να του δώσω συγκίνηση μαζί με τη δυνατότητα να στοχαστεί και να αναλύσει τα συναισθήματα του…»
Λεωνίδας Ρηγόπουλος