Σκηνοθεσία: Λουίς Μπουνιουέλ
Σενάριο: Λουίς Μπουνιουέλ, Λουίς Αλκορίσα
Παίζουν: Σίλβια Πινάλ, Ενρίκε Ραμπάλ, Κλόντιο Μπρουκ
Παραγωγή: Μεξικό, 1962
Διάρκεια: 1 ώρα 35 λεπτά
Παρά την τάση πολλών κριτικών να ερμηνεύουν κατά το δοκούν σημεία και μυστηριώδεις εκφάνσεις του έργου του Λουίς Μπουνιουέλ, θεωρούμε ότι με μια ψύχραιμη ματιά, όλα εξηγούνται, όλα αναιρούνται και φυσικά όλες οι ερμηνείες δικαιολογούνται. Εξ άλλου, δεν υπάρχει πιο ευεργετική αλλά και ψυχοθεραπευτική λειτουργία της Τέχνης από την προσπάθεια για ερμηνεία, τη συμμετοχή στη δημιουργία, την εξύψωση του ανθρώπινου πνεύματος. Είναι σαφές βέβαια ότι ο Μπουνιουέλ κλείνει το μάτι στον θεατή σε πολλές περιπτώσεις. Ενδεικτικά αναφέρουμε την ύπαρξη τριών προβάτων και μιας μικρής αρκούδας στην κουζίνα της μεγαλοαστικής έπαυλης στον Εξολοθρευτή Άγγελο.
Αφού πέσουν οι τίτλοι αρχής πάνω σε μια πρόσοψη καθεδρικού ναού, το πρώτο πλάνο της ταινίας είναι η ταμπέλα της οδού πάνω στην οποία βρίσκεται η προαναφερθείσα έπαυλη, «Οδός Θείας Προνοίας». Ο Μπουνιουέλ θα έδινε στην ταινία τον τίτλο «Οι ναυαγοί της οδού Θείας Προνοίας», όταν γοητεύτηκε από τον τελικά δοσμένο τίτλο, τον οποίο άκουσε από το στόμα του Χοσέ Μπεργκαμίν ως υποψήφιο για ένα θεατρικό έργο. «Ούτως ή άλλως υπάρχει στην Αποκάλυψη», ήταν η απάντηση του τελευταίου στις ερωτήσεις του Μπουνιουέλ. Σημασία έχει ότι με την έναρξη του φιλμ, ο θεατής εισέρχεται στο υπερρεαλιστικό, βλάσφημο, διαβολικά ειρωνικό σύμπαν του Λουίς Μπουνιουέλ, που σαν να μην φτάνουν όλα αυτά, τοποθετεί στο σαλόνι της έπαυλης ένα τέμπλο καθεδρικού. Ένας οργασμός από σημεία, που όμως για τον πολυσύνθετο σκηνοθέτη ίσως να μην είναι τίποτε άλλο παρά προβολές της υπερρεαλιστικής, ανατρεπτικής σκέψης του.
Το εύρημα του σεναρίου είναι το εξής: Οι μεγαλοαστοί που συμμετέχουν σε μία κλασική βραδιά αριστοκρατικής βαρεμάρας, αδυνατούν να φύγουν από το μεγαλοαστικό σπίτι. Κανείς δεν ξέρει το γιατί. Απλώς δεν μπορούν. Όπως δεν μπορούν να εισέλθουν στο σπίτι, για να λύσουν το πρόβλημα, αυτοί που βρίσκονται απ’ έξω. Ιδανικό έδαφος για αλληγορικές ερμηνείες, για μεγαλόσχημες διατυπώσεις και πολιτικά συμπεράσματα. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης έχει δηλώσει εντυπωσιασμένος από το «διάβασμα» της αρκούδας από πολλούς κριτικούς, ως ο μπολσεβικισμός που καραδοκεί την καπιταλιστική κοινωνία. Εξηγεί μάλιστα ότι η αρκούδα και τα πρόβατα αποτελούν μέρος από ένα επίδοξο γκαγκ της οικοδέσποινας, η οποία αποφασίζει να το ακυρώσει, ύστερα από την αποτυχία του πρώτου γκακ, εκείνο του σερβιτόρου που πέφτει κάτω με τα φαγητά.
Ο Μπουνιουέλ χρησιμοποιεί έναν ρυθμό που μπορεί να χαρακτηριστεί φυσικός, υπό την έννοια ότι λείπουν οι εξάρσεις, τα ρακόρ είναι άψογα, ακόμα και οι μεταβάσεις στον soft focus κόσμο του ερωτευμένου ζευγαριού είναι μετρημένες και συνετές. Ενώ φθάνει σε αυτό το σημείο, όταν ο θεατής μέσα από μία κατάσταση μέθης αρχίζει να αντιλαμβάνεται την σπιρτάδα του κόνσεπτ, η ταινία γίνεται σκοτεινή. Το επίπλαστο αδιέξοδο παύει να προκαλεί μειδίαμα, αλλά αντιθέτως εγκλωβίζει υποκείμενα και αντικείμενα στον κλειστοφοβικό κόσμο της μεγαλοαστικής διάβρωσης. Πλέον, δεν έχει σημασία η λύση, αλλά η διαπίστωση αυτού του βαθύτατου εκφυλισμού, που πρακτικά ξεκινά από την απόφαση των υπηρετών να εγκαταλείψουν την έπαυλη, εν αναμονή καλεσμένων και χωρίς συγκεκριμένο λόγο. Η ακούσια έκφραση της δύναμής τους παραλύει τα αφεντικά, που φαντάζουν απορυθμισμένα.
Ενδιαφέρον έχει η χρήση μοτίβων από τον Μπουνιουέλ, που ανήκουν στην προσωπική αισθητική του σφαίρα, και που πολύ ταιριαστά ενσωματώνει στον Εξολοθρευτή Άγγελο. Ένα από αυτά, οι επαναλήψεις, αποκτούν την αξία κωμικών παύσεων, ιδιαίτερα όταν άνθρωποι συστήνονται ξανά και ξανά στους ίδιους ανθρώπους ή μια επιτυχημένη πρόποση καταλήγει να είναι ένας τραγέλαφος, την στιγμή που ο συνδαιτημόνας αποφασίζει να την επαναλάβει. Θεματικά, η αδυναμία των μεγαλοαστών να πραγματοποιήσουν μια απλή τους επιθυμία θυμίζει την αδυναμία των προσώπων στην Κρυφή Γοητεία της Μπουρζουαζίας να δειπνήσουν μαζί ή τον ανεκπλήρωτο σεξουαλικό πόθο του ηλικιωμένου άνδρα στο Σκοτεινό Αντικείμενο του Πόθου.
Η νωθρότητα της αστικής τάξης αποδίδεται με τους υστερικούς τόνους που της αρμόζουν. Η αξιοπρέπεια των ανθρώπων που πασχίζουν για αυτήν – στερώντας την ενίοτε από τους άλλους – χάνεται και η αυταπάτη της κατανόησης τούς κάνει να φαίνονται τόσο τραγικοί, που ο Μπουνιουέλ τους δίνει ακόμα μία ευκαιρία. Η «οδός Θείας Προνοίας» οδηγεί το ποίμνιο στην αρετή μέσω της επανάστασης. Αυτή είναι η ενότητα του έργου του Μπουνιουέλ. Αλλεπάλληλες αντιθέσεις, ονειρική γραφή, παροιμιώδης τόλμη.
Ανδρέας Άννινος