Σκηνοθεσία: Jessica Beshir
Σενάριο: Jessica Beshir
Παραγωγή: ΗΠΑ – Αιθιοπία – Κατάρ, 2021
Διάρκεια: 2 ώρες 0 λεπτά
Το Κχατ είναι μια πανάρχαια ναρκωτική συνήθεια για τους λαούς της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, ειδικά τους Σούφι που μασούσαν τα φύλλα του στο δρόμο προς τη μέθεξη (τη «μερκάνα» όπως την ονομάζουν). Πλέον καθορίζει την οικονομία της Αιθιοπίας, όντας το βασικό εξαγώγιμο προϊόν της χώρας.
«Faya Dayi» σημαίνει «η γέννηση της ευεξίας» ή «η γέννηση της υγείας», όπως έχει αναφέρει η Αιθιοπο-μεξικανή σκηνοθέτις Jessica Beshir. Προέρχεται από έναν ύμνο που τραγουδούν οι αγρότες στο Χαράρ της Αιθιοπίας κατά τη διάρκεια της συγκομιδής του κχατ. Η Beshir παραθέτει δραματοποιημένες ιστορίες σε ένα ντοκιμαντερίστικο πλαίσιο, με υπέροχη φωτογραφία και αυθεντικά μεθυστικό ρυθμό. Οι ιστορίες της έχουν ως κοινό παρονομαστή τη δεσπόζουσα θέση που καταλαμβάνει το κχατ στη ζωή των αγροτών και το μόνιμο πέπλο της προσφυγιάς, που καλύπτει μια από τις πιο φτωχές περιοχές του πλανήτη.
Το πρώτο πλάνο της ταινίας είναι από εκείνα που τραβούν το μάτι του θεατή, θυμίζοντας ίσως εκείνο του «Roma» του Αλφόνσο Κουαρόν. Ένα παιδί που στο πιο απομακρυσμένο επίπεδο του ασπρόμαυρου πλάνου, αρχίζει να φαίνεται που περπατά πιτσιλώντας στα νερά ενός παραποτάμου. Θα μπορούσε να είναι ένας πίνακας ζωγραφικής, ή ένα συγκλονιστικό καρέ κάποιου χαρισματικού φωτογράφου. Ακόμα καλύτερα, το πλάνο αυτό αποτελεί μια υπόσχεση, που στο υπόλοιπο της ταινίας η Beshir – που είναι υπεύθυνη και για την κινηματογράφηση αυτού του διαμαντιού – θα την τηρήσει με το παραπάνω.
«Το ύδωρ της αιώνιας ζωής» είναι το μεταφυσικό ζητούμενο για τους λαούς αυτής της περιοχής της Αιθιοπίας. Σίγουρα, όχι μόνο γι’ αυτούς, όμως η γλώσσα που χρησιμοποιείται, οι λέξεις που μπαίνουν στη σειρά για να περιγράψουν το πνεύμα κάθε λάου, διαφοροποιούνται και έχουν τη σημασία τους. Στο ξεκίνημα της ταινίας οι αρωματικοί καπνοί, τα θυμιάματα και η μελαγχολική θρησκευτικότητα μοιάζουν να βγαίνουν από την οθόνη και να καλύπτουν τους πιστούς των εικόνων που πλάθει ο Απιτσατπόνγκ Ουερεσεθάκουλ. Η μαγική διάσταση της ποίησής του είναι κάτι παραπάνω από εμφανής στην ταινία της Beshir. Εδώ, πρέπει να βγάλουμε το καπέλο στη δημιουργό αυτή, που οι επιρροές της είναι τόσο εμφανείς, μα τόσο καλά αφομοιωμένες, που πλέον μπορούμε να βάλουμε το όνομά της δίπλα τους.
Αργότερα, οι όγκοι των παραπηγμάτων, των καλυβών και των πρόχειρων κατοικιών, μαζί με το χέρσο τοπίο και τη γωνία λήψης παραπέμπουν στον Τζόρτζο ντε Κίρικο. Τα υποκείμενα απομονώνονται, οι εσώτερες φωνές πυκνώνουν. Το έργο της Ματί Ντιόπ – πολύ εμφανής και η δική της επιρροή – έρχεται μπροστά και οι κορυφογραμμές εγκλωβίζουν τους ανθρώπους-φαντάσματα που πλέον δεν σκέφτονται τίποτε άλλο παρά πώς θα περάσουν αυτές τις κορυφογραμμές. «Δεν θα έπρεπε να λιώνουμε στην έρημο και τα πελάγη για να αλλάξουμε ζωή», λένε οι πιο έμπειροι, μα οι πιο νέοι έχουν ήδη αποφασίσει. Γοητευτικές αντιστικτικές συνδέσεις εικόνας ήχου (φωτιά που καίει γράμματα σε αντίστιξη με τη βοή του ανέμου), πλάνα σε βάθος πεδίου, στα οποία τονίζεται η κοντινή σχέση των ανθρώπων με τα στοιχεία της φύσης, πέπλα και κουρτίνες που λικνίζονται.
Η παραγωγή, μέρος της καθημερινότητας, καταλήγει στη γιορτή μέσω της τελετουργίας. Το ευρύτερο πλάισιο, αυτό της ανθρωπιστικής κρίσης, αναδεικνύεται μέσω του διαλόγου, σε μια κοινωνία που θεωρεί ότι «ο Θεός ξεραίνει λίμνες εξαιτίας των αμαρτιών του ανθρώπου», αλλά και μέσω ενός ευθέος πεσιμισμού, που – κακά τα ψέματα – έχει έρεισμα.
Ανδρέας Άννινος