Σκηνοθεσία: Κλόι Ζάο
Σενάριο: Τζέσικα Μπρούντερ, Κλόι Ζάο
Παίζουν: Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, Ντέιβιντ Στράτχερν
Παραγωγή: ΗΠΑ
Διάρκεια: 1 ώρα 48 λεπτά
Η Φερν (Φράνσις ΜακΝτόρμαντ) αναγκάζεται να αφήσει το σπίτι της στο Εμπάιαρ της Νεβάδα, μετά από το κλείσιμο του εργοστασίου παραγωγής γυψοσανίδων, 88 χρόνια από την ημέρα που άνοιξε. Το Εμπάιαρ, ουσιαστικά, σταμάτησε να υπάρχει αφού ο Ταχυδρομικός του Κώδικας έπαψε να ισχύει. Η Φερν ξεκινά την περιπλάνησή της σε μια άλλου τύπου ζωή, που ο δυτικός κόσμος ίσως είχε την ψευδαίσθηση ότι είχε αφήσει πίσω του. Αυτή των νομάδων.
Μια συγκλονιστική συνθήκη γεννά το Nomadland. Μια συνθήκη, σημείο των καιρών, η οποία προκύπτει από την δημιουργία εταιρικών κωμοπόλεων, πιο σωστά εταιρικών χωριών. Ένα από αυτά, το Εμπάιαρ (Empire), έκλεισε – όπως κλείνει μια εταιρεία – το 2011, για να ανοίξει εκ νέου το 2016, με μειωμένο δυναμικό. Πάνω σε αυτή τη συνθήκη πατά ένα φαινόμενο εντυπωσιακό και πολυσήμαντο. Η νομαδική ζωή, είτε εξαιτίας των διαδοχικών κρίσεων από το 2008 και έπειτα, είτε λόγω της τάσης πολλών ανθρώπων, πια, να εγκαταλείπουν τις πόλεις και να στρέφονται στην ύπαιθρο και στη διαρκή περιπλάνηση, αποτελεί μια λύση στις ΗΠΑ, στην αχανή αυτή χώρα των «ελεύθερων ανθρώπων», που αναγκάζονται να διασχίσουν πολλά χιλιόμετρα για να κερδίσουν αξιοπρεπή διαβίωση.
Μια χώρα από νομάδες, λοιπόν. Άνθρωποι που ένιωσαν στο πετσί τους την «τυραννία του δολαρίου», όπως ο μέντοράς τους, Μπομπ Γουέλς, που εμφανίζεται στην ταινία να λέει αυτές τις κουβέντες, όπως και άλλοι πραγματικοί νομάδες που υποδύονται τους εαυτούς τους. Κάμπινγκ στάθμευσης των βαν, κλαμπ, παζάρια, πλυντήρια, είναι τα σημεία ενδιαφέροντος για τους περιπλανώμενους, αλλά και κάποιες δουλειές για μικρό χρονικό διάστημα, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να συνεχίσουν την διαρκή κίνησή τους. Έτσι, η Φερν θα δουλέψει ως συσκευάστρια στην Amazon, αλλά και ως υπάλληλος σε φαστ φούντ. Με λίγα λόγια η ζωή των νομάδων είναι ταυτοχρόνως κατάσταση, οικονομία και πολιτική.
«Μέρος της αμερικάνικης παράδοσης», χαρακτηρίζει η αδερφή τής Φερν τη νομαδική ζωή, δίνοντας έναν χαρακτήρα φολκλόρ σε αυτούς που δεν αντέχουν τον σκληρό corporate ανταγωνισμό που πλέον είναι μονόδρομος. Πρόκειται για μία από τις εύστοχες στιγμές της ταινίας, τουλάχιστον σε κοινωνικό επίπεδο, καθώς μερικές σκηνές νωρίτερα, η Φερν με τον φίλο της Ντέιβ, στέκονται πίσω από το προστατευτικό τζάμι ενός ζωολογικού κήπου, τρομάζοντας στο θέαμα ενός αλιγάτορα που παίρνει το γεύμα του, μερικά ωμά κουνέλια. Η ανικανότητα και ο φόβος μπρος στην αδάμαστη φύση ενός αλιγάτορα αντανακλά στην αδυναμία κατανόησης της αδερφής της, που οδηγεί στον υποβιβασμό και τον ευτελισμό του τρόπου ζωής των νομάδων.
Όμως, το πρόβλημα της ταινίας είναι ότι η νομαδική ζωή, την οποία επιχειρεί να φέρει στο προσκήνιο, είναι τόσο το μέσο όσο και ο σκοπός της. Όταν, πάση θυσία, αφήνεις έξω από την ταινία κάθε πολιτική, κάθε κοινωνική ματιά, τότε η απολιτική στάση σου οδηγεί σε α-κοινωνική ματιά και το αποτέλεσμα είναι αντικοινωνικό. Η ατμόσφαιρα της αδιέξοδης θλίψης ίσως να ήταν εποικοδομητική, αν η Κλόι Ζάο είχε φανεί αντάξια ενός υπαινιγμού, έστω ενός σημαδιού, ενός υποσυνείδητου μηνύματος εν πάση περιπτώσει, σχετικού με τις συνθήκες εργασίας στις εταιρείες – τέρατα που λυμαίνονται και την αμερικανική επαρχεία. Αντιθέτως, όμως, η απώλεια, ο θρήνος, το προσωπικό δράμα προβάλλονται υπέρμετρα, οδηγώντας σε γλυκερές παρεκβάσεις και σε απουσία ερμηνευτικού βλέμματος.
Οι Αδερφοί Νταρντέν είναι αυτοί που είναι γιατί δημιούργησαν ένα χαρακτηριστικό ύφος, το οποίο συνάδει με το περιεχόμενο των ταινιών τους. Στο Nomadland, που οι μισές σκηνές είναι κινηματογραφημένες με την τεχνική των Νταρντέν, και οι άλλες μισές με την τεχνική του Τέρενς Μάλικ, είναι δύσκολο να βρεθεί ο χαμένος μπούσουλας. Οι τραγικές ιστορίες ανθρώπων βασανισμένων δεν μπορούν να αποδοθούν με ομαλές, αέρινες κινήσεις της κάμερας κοντρ-λιμιέρ, ίσα ίσα για να εκτιμήσει ο θεατής άλλο ένα ηλιοβασίλεμα της αμερικανικής δύσης. Ο χαρακτήρας που υποδύεται η φιλότιμη Φράνσις ΜακΝτόρμαντ δεν έχει περιγραφεί ικανοποιητικά με αποτέλεσμα η συρραφή από τα γκρο πλαν της να μην σημαίνει τίποτα απολύτως. Η μονομέρεια αυτή έχει να κάνει με το ταλέντο τής συγκεκριμένης ηθοποιού που όμως δεν σώζει το μελίρρυτο αποτέλεσμα. Οι διάλογοι είναι ανούσιοι, άτεχνοι και απλοϊκοί, και πάντως βαρετοί.
Ακόμα μία «επαρχιακή» αμερικανική ταινία στα χνάρια του Columbus (2017), του Lady Bird (2017), του Paterson (2016) του μεγάλου Τζιμ Τζάρμους. Αλήθεια, αυτές οι ταινίες, βυθισμένες μέσα σε μια εγωκεντρική θεώρηση των πραγμάτων – που φτάνει στον ενοχλητικό σολιψισμό – ποιόν ενδιαφέρουν; Η ταινία του Τζάρμους διασώθηκε (και μάλιστα θριαμβευτικά) διότι προσφέρει μια ποιητική ματιά, που διευρύνει την προβληματική της σε μια οικουμενική βάση.
Η αρχική συγκλονιστική συνθήκη δεν ευοδώθηκε. Ο χαρακτηρισμός του Nomadland ως αριστούργημα από αρκετούς κριτικούς είναι ακραία υπερβολή, σε σημείο να μην έχει νόημα πλέον οποιαδήποτε κριτική. Έχει χαθεί το νόημα των λέξεων και προσπαθούν λυτοί και δεμένοι να σώσουν την τιμή της κινηματογραφικής βιομηχανίας, ενώ μάλλον το αντίθετο πετυχαίνουν. Σαν τον ψεύτη βοσκό, όταν θα μιλούν για πραγματικά αριστουργήματα, κανείς δεν θα τους πιστεύει.
Ανδρέας Άννινος