Σκηνοθεσία: Σίντνεϊ Λιούμετ
Σενάριο: Πάντι Τσαγιέφσκι
Παίζουν: Φέι Νταναγουέι, Γουίλιαμ Χόλντεν, Πίτερ Φιντς
Παραγωγή: ΗΠΑ, 1976
Διάρκεια: 2 ώρες 1 λεπτό
Ένας από τους κορυφαίους παρουσιαστές ειδήσεων βλέπει την επιτυχία του να φθίνει με επιπτώσεις και στην οικογενειακή του ζωή. Σαστισμένος και απογοητευμένος καταφεύγει στο ποτό, χάνοντας την αξιοπιστία του, έως ότου γίνεται περίγελος ανακοινώνοντας την επικείμενη on air αυτοκτονία του.
Πολλούς δρόμους θα μπορούσε να πάρει ένα τόσο ευφυές σενάριο, βασισμένο βέβαια στον αμερικανικό τρόπο ζωής, όπου η τηλεόραση ήταν – και είναι – το βασικότερο αντικείμενο ενός νοικοκυριού. Όχι μόνο ως προς την καταπολέμηση της βαρεμάρας, αλλά και ως προς τη διαμόρφωση του τρόπου ζωής ταλαίπωρων αμερικανών, απαυδισμένων από τους φρενήρεις ρυθμούς του βίου τους. Ένας διευθυντής του CBS είχε κάποτε ερωτηθεί με ποια μέθοδο παράγεται το πρόγραμμα ενός τηλεοπτικού σταθμού. Η απάντησή του ειλικρινής και γλαφυρή, λύνει πολλές από τις απορίες που μπορεί να έχει κάποιος για την τηλεόραση: «Ο κόσμος πιστεύει ότι παράγουμε προγράμματα, όμως κυρίως παράγουμε τηλεθεατές».
Ο προαναφερθείς παρουσιαστής ειδήσεων (Πίτερ Φιντς), ηλικιωμένος πλέον, διάγοντας το «φθινόπωρο» της ζωής του, έχει έναν συνομήλικο φίλο (Γουίλιαμ Χόλντεν), αρκετά πιο ψύχραιμο και συνειδητοποιημένο. Και οι δύο βιώνουν μια βίαιη αλλαγή στη ζωή τους, σε προχωρημένη ηλικία, και οι αντιδράσεις τους είναι σπασμωδικές. Ο φίλος του διάσημου παρουσιαστή στρέφεται σε μια παράκαιρη ερωτική περιπέτεια με μια επιτήδεια σύμβουλο προγράμματος (Φέι Νταναγουέι), ενώ ο παρουσιαστής δείχνει να χάνει τα λογικά του. Η διαμάχη που ξεκινά ανάμεσα στο νεόκοπο ζευγάρι αφορά την τηλεοπτική εκμετάλλευση του χρισμένου ως «εσχατολογικού προφήτη που καταγγέλλει την υποκρισία της εποχής» παρουσιαστή, που πλέον σημειώνει πολύ υψηλά νούμερα τηλεθέασης.
Μέσα σε όλα αυτά, το ειδησεογραφικό τμήμα του σταθμού, θα το χειρίζεται πλέον το Δίκτυο, που δίνει τον τίτλο στην ταινία. Με λίγα λόγια, μια τρίτη αλλαγή συντελείται, αυτή τη φορά στον τηλεοπτικό σταθμό στον οποίο εργάζονται οι ήρωες της ταινίες, και που οδηγεί σε μία απρόσωπη κατάσταση, με μεγαλομετόχους που κάτω από λάμπες και γυαλιά, που ίσα ίσα στηρίζονται στη μύτη τους, εξετάζουν τα νούμερα τηλεθέασης, τα προσδοκόμενα κέρδη και τις εν γένει προοπτικές του Δικτύου. Μερικά εξαιρετικά γενικά πλάνα, από χαμηλή γωνία λήψης, εκφράζουν την αίσθηση των ανθρωποειδών, εκείνων που κινούν τα νήματα και εξεγείρονται απέναντι σε οποιοδήποτε «κάλεσμα στην ηθική», προτάσσοντας αντ’ αυτού, μια «εταιρική κοσμολογία».
Η ταινία έχει γρήγορη εξέλιξη με χαρακτηριστικά ελλειπτικό ξετύλιγμα της πλοκής. Ο ρυθμός είναι ταχύς, οι κινήσεις της κάμερας αποκαλύπτουν ενδιαφέροντα κάδρα, μέσα από έναν κόσμο παράξενο, οι διάλογοι δείχνουν να είναι ευφυείς, όμως αν κανείς εξετάσει βαθύτερα το Δίκτυο, παίρνει μια εικόνα που παρουσιάζεται με έναν επαναληπτικό τρόπο μέσα στην ταινία: αυτοί που μιλάν on air, δεν έχουν λόγο. Έχουν μόνο απόδοση, νούμερα. Έτσι, και οι διάλογοι στο Δίκτυο είναι ως ένα βαθμό ευφυείς. Ταυτοχρόνως, όμως, φαίνεται σαν κάτι να κρύβουν, σαν να ακούγεται η μισή αλήθεια. Άλλωστε, η επιλογή του σεναριογράφου να προσδώσει στον διάσημο παρουσιαστή τα χαρακτηριστικά ενός τρελού, σημαίνει πολλά για την ελευθερία λόγου στα mainstream μέσα των δυτικών κοινωνιών.
Αυτή είναι η μεγάλη αλλαγή μετά την γιγάντωση της τηλεόρασης, η οποία μέχρι τις μέρες μας «κατασκευάζει τηλεθεατές». Οι ιθύνοντες του κάθε δικτύου έχουν ένα και μόνο καθήκον, με τελικό στόχο την μεγιστοποίηση των κερδών τους: να ανακτούν κάθε εβδομάδα, κάθε μέρα, αν αυτό είναι δυνατό, τη χαμένη ισορροπία ανάμεσα στην αλήθεια και στα μεθοδευμένα ψέματα.
Ανδρέας Άννινος