Σκηνοθεσία: Louis Malle

Σενάριο: Γουάλας Σον, Αντρέ Γκρέγκορι

Παίζουν: Γουάλας Σον, Αντρέ Γκρέγκορι

Παραγωγή: ΗΠΑ, 1981

Διάρκεια: 1 ώρα 50 λεπτά

«Γιατί οι Νεοϋορκέζοι όλο λένε ότι θέλουν να φύγουν και ποτέ δεν το κάνουν; Νομίζω ότι η Νέα Υόρκη είναι το νέο μοντέλο των νέων στρατοπέδων συγκέντρωσης, όπου το στρατόπεδο έχει φτιαχτεί από τους ίδιους τους φυλακισμένους και οι φυλακισμένοι είναι οι φύλακες, και είναι περήφανοι γι’ αυτό που έχουν χτίσει. Έχουν χτίσει την ίδια τους τη φυλακή. Κι έτσι ζουν σε μια κατάσταση σχιζοφρένειας που είναι ταυτόχρονα και φύλακες και φυλακισμένοι. Με αποτέλεσμα να μην έχουν πλέον – αφού έχουν αποβλακωθεί – την ικανότητα να εγκαταλείψουν τη φυλακή που έφτιαξαν ή έστω να αναγνωρίσουν ότι είναι φυλακή. Άλλωστε πού να πάνε; Όλος ο κόσμος κινείται προς την ίδια κατεύθυνση.»

Δύο παλιοί φίλοι. Ο  Αντρέ νιώθει ότι οι κανόνες της ζωής δεν του ταιριάζουν. Ο Γουόλι, νευρικός απέναντι σε αυτή τη συνάντηση καταφεύγει στη λύση των ερωτήσεων: το πρώτο μισό της ταινίας δεν έχει να κάνει με τίποτα άλλο παρά με τις περιπέτειες του Αντρέ – ιστορίες από εναλλακτικές ομάδες, ιάπωνες βουδιστές, εικονικές ταφές και άλλες τελετουργίες. Σκιαγραφείται ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας του, για τον οποίο μια ιδέα είχε δώσει ο Γουόλι στην εισαγωγή της ταινίας, δηλαδή στη διαδρομή του προς το εστιατόριο. Έχει ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο ο Μαλ επιλέγει να κινηματογραφήσει τη διαδρομή αυτή: σφιχτά κοντινά πλάνα του Γουόλι, με ευρυγώνιο παραμορφωτικό φακό. Έτσι, το θέμα απομονώνεται από το δύσμορφο και δυσοίωνο περιβάλλον, ενεργοποιώντας ερμηνείες περί αλλοτρίωσης. Η πρόζα του Γουόλι ενισχύει την αίσθηση της ματαιότητας, αφού τονίζει την αναπόφευκτη βιολογική φθορά, το παντοδύναμο ένστικτο της αυτοσυντήρησης, ανελέητες ποιότητες που ενυπάρχουν στον άνθρωπο και παράγουν στασιμότητα.

Σε αυτό το σημείο θα πίστευε κανείς ότι στη συζήτηση που ακολουθεί, ο Γουόλι θα διατύπωνε αφορισμούς πάνω στην κοινωνία, τους θεσμούς, την καθημερινότητα. Ο Λουί Μαλ όμως, όντας ένας σκηνοθέτης της αμφισημίας και της ασάφειας, εφοδιάζει τον Αντρέ με ορμητικότητα, πολλές φορές αμφιλεγόμενη, με στόχο να αντιστρέψει τα χαρακτηριστικά στοιχεία των ηρώων. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, ο Γουόλι κρατά μια συνετή στάση, χωρίς να αποφεύγει να καταθέσει τους προβληματισμούς του πάνω στην πληθώρα θεμάτων που θίγονται στο δείπνο των δύο παλιών φίλων. Θεατρικός σκηνοθέτης ο Αντρέ, ηθοποιός και σεναριογράφος ο Γουόλι, εκπροσωπούν τον καλλιτεχνικό χώρο, με την αναποφασιστικότητα, την – κάποιες φορές – ψεύτικη κουλτούρα, την αγωνία για την επιβίωση, αλλά και τη διαρκή αμφισβήτηση, τον στοχασμό πάνω στα πιο απλά πράγματα, την εμβάθυνση στα πιο δύσκολα.

Η φόρμα της ταινίας είναι μια σπουδή στο champ/contre-champ (φόρμα πεδίου-αντιπεδίου που χρησιμοποιείται σε διαλογικές σκηνές). Για την ακρίβεια δεν υπάρχει γωνία των προσώπων των δύο ανδρών που να μην έχει εξερευνήσει ο Μαλ. Η κάμερα συμμετέχει  με μικρές κινήσεις, ενώ όταν το κάδρο σφίγγει, ο μονόλογος του χαρακτήρα αποκτά τραγικότητα, λυρισμό, ενθουσιασμό αναλόγως του περιεχομένου του. Είναι σαφές το ρίσκο που παίρνουν οι σκηνοθέτες, οι οποίοι στηρίζουν τις ταινίες τους στο διάλογο – με μεγάλη επιτυχία το έχουν πράξει οι Ρομέρ και Μπέργκμαν. Το My Dinner with Andre ανανεώνει διαρκώς το ενδιαφέρον του θεατή σε επίπεδο περιεχομένου, έτσι που ο Αντρέ ακροβατεί ανάμεσα στη συνωμοσιολογία, τη σύμπτωση και τον ρεαλισμό, μα και με γλαφυρές περιγραφές που σε αφήνουν να κρέμεσαι από το στόμα του. Υπάρχει στην ταινία μια εκπληκτική περιγραφή εικονικής ταφής κατά τη διάρκεια κάποιας τελετουργίας στην Πολωνία. Επιπλέον, οι τραβηγμένες παράλληλες που «σχεδιάζει» ο Αντρέ, για παράδειγμα ανάμεσα στο «μελίσσι» – μια συγκέντρωση πολυπληθούς ομάδας σε μικρό δωμάτιο, όπου προκύπτει αυτοσχεδιασμός – και τις συγκεντρώσεις του Χίτλερ στη Νυρεμβέργη ή οι αναφορές περί «συναισθηματικού ολοκληρωτισμού τύπου Ες Ες» στον Μικρό Πρίγκιπα του Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ εκπλήσσουν γοητεύοντας, αλλά και διοχετεύοντας την υπερβολή τους ως κύριο χαρακτηριστικό του Αντρέ.

Όπως τονίστηκε πιο πάνω, το πρώτο μέρος της ταινίας είναι το πρελούδιο πριν την κυρίως σύνθεση. Δεν αλλάζει κάτι μορφολογικά, όμως η ένταση του διαλόγου, ο βαθμός «σκοτεινότητας» των λεγομένων των δύο συνδαιτυμόνων, αλλά και η ουσία τους αλλάζει τον ρυθμό και την πορεία της ιστορίας της ταινίας. Ουσιαστικά, το δεύτερο μέρος της ταινίας είναι μια διαλεκτική προσέγγιση της φλογερής κοινωνικής κριτικής από το στόμα του Αντρέ, η οποία κατά βάση προέρχεται από την πρόθεση του Γουόλι να επαναφέρει τον άνθρωπο στο επίκεντρο της συζήτησης. Φόβοι για έναν επικίνδυνο οργουελικό εφιάλτη, άκρατος πεσιμισμός, αλλά και εύστοχες παρατηρήσεις χτυπούν πάνω στον ανθρωποκεντρισμό του Γουόλι που εμπεριέχει εντούτοις τα συστατικά στοιχεία της χειραγώγησης, του υπνωτισμού, της αυτοφυλάκισης που περιγράφει ο Αντρέ. «Εγώ… προσπαθώ να επιβιώσω», λέει ο Γουόλι χαρακτηριστικά.

Μέσα στην ασάφειά της και στις βαθυστόχαστες αναλύσεις η ταινία ανοίγει δρόμους για συζητήσεις που δύσκολα σβήνουν και προβάλλονται στο σήμερα. Η εμμονή των ανθρώπων με την εικόνα τους, έχει γίνει εμμονή εν γένει με την εικόνα. Η κριτική της επιστήμης είναι πιο επίκαιρη από ποτέ – στα λόγια του Αντρέ τονίζεται η επικινδυνότητά της. Η αλόγιστα φιλοκατήγορη διάθεση αμφισβητεί κεκτημένα ετών, από την άλλη πλευρά ίσως να είναι εποικοδομητική. Η απόσταση ανάμεσα στους ανθρώπους φαντάζει μεγαλύτερη από ποτέ κι ας υπάρχουν όλα τα μέσα για να συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Μια παρατήρηση-κλειδί για το πώς οι εξελίξεις αλλάζουν τα πάντα γίνεται από τον Γουόλι στο σημείο όπου κάνει ρελάνς στον πεσιμισμό του Αντρέ: κατηγορώντας τον για καταφυγή σε οιωνούς και προφητείες, σημειώνει ότι ποτέ δεν θα έδινε σημασία σε κάποια σύμπτωση γεγονότων με τα γραφόμενα σε ένα «τυχερό μπισκότο» κινέζικου εστιατορίου: άλλωστε ο κατασκευαστής του μπισκότου δεν ξέρει τίποτα γι’ αυτόν που θα το ανοίξει. Σήμερα όμως, ο κατασκευαστής του smartphone, από το οποίο ίσως να διαβάζετε αυτή την κριτική, γνωρίζει τα πάντα για αυτόν που το χειρίζεται. Τις φοβίες του, τις επιθυμίες του, τα πάθη του, τις πεποιθήσεις του… Πόσο πιθανό είναι η πραγματικότητα να κατασκευάζεται με βάση αυτά τα δεδομένα;

Εν πάση περιπτώσει, ο Μαλ μαζί με τους σεναριογράφους, δηλαδή τους πρωταγωνιστές, προσφέρουν ένα απάγκιο στον Γουόλι. Με τα χρήματα που εξοικονόμησε από το κέρασμα του Αντρέ, παίρνει ένα ταξί – τι ωραίο εύρημα για ταξικές επισημάνσεις, και ξεσκέπασμα της διανόησης – με το οποίο θα διασχίσει την πόλη, που κάθε γωνιά της είναι δεμένη με κάποια ανάμνησή του. Το απάγκιο είναι η μνήμη, η ιστορία. Ο Μαλ, ένας σκηνοθέτης που δύσκολα μπαίνει σε κατηγορίες, δίνει σημασία στο παρελθόν, και τελικά το My Dinner with Andre είναι μια ευαίσθητη ταινία για τον άνθρωπο.

Ανδρέας Άννινος

Leave a comment