Σκηνοθεσία: Χρήστος Νίκου

Σενάριο:  Χρήστος Νίκου, Σταύρος Ράπτης

Παίζουν: Άρης Σερβετάλης, Σοφία Γεωργοβασίλη, Άννα Καλαϊτζίδου, Αργύρης Μπακιρτζής

Παραγωγή: Ελλάδα, 2020

Διάρκεια: 1 ώρα  29 λεπτά

Το «Νευρολογικό Νοσοκομείο Διαταραχών Μνήμης» εισάγει ένα νέο πρόγραμμα με τίτλο «Νέα Ταυτότητα», που αφορά ανθρώπους που έχουν χάσει τη μνήμη τους σε μια επιδημία αμνησίας. Ο Άρης, ένα θύμα της επιδημίας, λαμβάνει μέρος στο πρόγραμμα, το οποίο παρουσιάζεται ως εκμάθηση ζωής. Οι χαμένες μνήμες και αναμνήσεις δεν επαναφέρονται, όμως νέες εμπειρίες και αναμνήσεις δημιουργούνται με έναν μηχανικό τρόπο. Τα Μήλα έχουν ήδη διακριθεί ως ταινία έναρξης του Οrizzonti στο φεστιβάλ Βενετίας αλλά και σε άλλα Φεστιβάλ σε όλο τον κόσμο.

Μια ταινία για να λειτουργήσει ως κάτι παραπάνω από ένα ψυχαγωγικό διάλειμμα 90 λεπτών, χρειάζεται αλληλενέργεια ανάμεσα σε εκείνη και τον θεατή. Αυτή, προέρχεται τόσο από τα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιεί ο δημιουργός, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο τα χρησιμοποιεί. Υπάρχουν, όμως, και άλλες – αρκετές – παράμετροι για να αξίζει να ρίξουμε ένα παραπάνω βλέμμα σε μία ταινία. Μία από αυτές, ιδιαιτέρως όταν υπάρχει κάποιο ιδεολογικό παιχνίδισμα πίσω της, είναι η επικαιρότητά της. Να λοιπόν πώς τα Μήλα, απέκτησαν μια πρόσθετη αξία, εν έτει 2021, καθώς η ανθρωπότητα κλείνει έναν χρόνο πανδημίας, έναν χρόνο μεσαιωνικής οπισθοδρόμησης, έναν χρόνο πλήρους αμνησίας παρά τον καταιγισμό πληροφοριών.

Θα ήταν τα Μήλα μια θεματική μετατόπιση, ένα περίτεχνο πείραγμα των έργων του Ζοζέ Σαραμάγκου, «Περί τυφλότητας» και «Περί φωτίσεως» αν εξέλειπε η επικαιρότητά τους; Κατηγορηματικά, όχι. Καταρχάς, διότι ο Νίκου δεν στέκεται στην πραγματικότητα ενός ανεξήγητου φαινομένου προσπαθώντας να ερμηνεύσει τους δρόμους της ανθρώπινης συμπεριφοράς, και επιπλέον διότι η πολιτική ματιά, ναι μεν υπάρχει, αλλά δεν κυριαρχεί. Τα σενάρια αυτού του είδους είναι, πλέον, παράτολμα μέσα στη μονομέρειά τους, έτσι όπως πρέπει να υπηρετήσουν την συνθήκη που τα ίδια θέτουν εξ’ αρχής.

Κι όμως, ο Νίκου (και ο Σταύρος Ράπτης, που έγραψε μαζί του το σενάριο) αποφεύγει τους προαναφερθέντες σκοπέλους. Ο κύριος λόγος είναι διότι δεν υπηρετεί την αρχική συνθήκη. Μετά από σύντομο χρονικό διάστημα, ο θεατής αντιλαμβάνεται ότι οι «δοκιμασίες» του προγράμματος «Νέα Ταυτότητα» (ευφυέστατος τίτλος, πολύπλευρος και ταυτοχρόνως ευθύς στη σημειολογία του) έχουν ένα διπλό σκοπό, και κανέναν που να αφορά την εξέλιξη της πλοκής. Πρώτον, να διαποτίσουν την ταινία με ένα ιδιαίτερο χιούμορ που λειτουργεί ως αντίβαρο στο σκοτεινό θέμα της. Δεύτερον, να δημιουργήσουν ένα σαφώς ορισμένο ρυθμικό σχήμα που προσελκύει το ενδιαφέρον του θεατή.

Τα Μήλα εμβαθύνουν στα ευρήματα του Weird Wave, που κυριολεκτικά παρέδωσε το πνεύμα, πνιγμένο στις ίδιες του τις καινοτομίες. Αυτό ακριβώς αποφεύγει ο Νίκου. Τις ακραίες εκφάνσεις μιας νοσηρής καθημερινότητας, τις προσωπικές αποσπασματικές σεκάνς, την επισφαλή διείσδυση σε τομείς που δεν χρήζουν επιφανειακής αντιμετώπισης. Αντ’ αυτών, με μια ωραία παλέτα ψυχρών αποχρώσεων, αναδεικνύει τον γοητευτικό ερμηνευτή Άρη Σερβετάλη, ερευνά τις γωνίες λήψεις του και τις λιγοστές κινήσεις της κάμερας που επιλέγει να πραγματοποιήσει, και εν τέλει αποδεσμεύει κοινωνικό σχόλιο για τους ανθρώπους της αμνησίας, για τους ανθρώπους που επιλέγουν να μη μιλούν, να φοβούνται, να λυπούνται.

Είναι μια επιβλητική μορφή αυτή του Άρη Σερβετάλη, είναι εύστοχη, λιτή και δαιμόνια, περιεκτική σε κάθε σημείο της η σκηνοθεσία του Νίκου, είναι έξυπνο και αυθεντικό το σενάριο με τις ερμηνευτικές κατευθύνσεις ανοικτές και γεμάτες με τη χαρά του ξαφνιάσματος. Ένα επιπλέον χαρακτηριστικό που επαληθεύει αυτή την πολύ μεγάλη έκπληξη, είναι η Αθήνα του Νίκου. Ειλικρινής, ξεχασιάρα και σοφή, περιπόθητη και ξένη, φιλοτεχνημένη με πολύ αγάπη και προσοχή, είναι η απάντηση σε εκείνη την ψευτολυρική, ανερμάτιστη και εύκολη αυγουστιάτικη Αθήνα εκείνης της ταινίας του 2000.

Δύο σημεία που ίσως να ενοχλούσαν σε μια λιγότερο φροντισμένη ταινία, είναι το βιαστικό και υπέρμετρα αποκαλυπτικό τέλος, και η απλωμένη σε όλο το φιλμ μουσική, που περισσότερο αποσπά την προσοχή παρά βοηθά. «Γενικά, δεν δίνω συμβουλές σε κανένα, αλλά παρ’ όλα αυτά θα έλεγα στους νέους σκηνοθέτες: αποφεύγετε τη μουσική. Είναι ένας πολύ εύκολος τρόπος να συγκινήσεις τους θεατές». Τα λόγια του Λουίς Μπουνιουέλ ανήκουν σε μια άλλη εποχή, όμως χρειάζεται να ληφθούν υπόψιν. Εν κατακλείδι, τα Μήλα είναι μια από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες της εικοσαετίας.

Ανδρέας Άννινος

Leave a comment