Διβάστε εδώ το πρώτο μέρος.
Στον Άγνωστο Κώδικα (2000), ταινία με υπότιτλο Ανολοκλήρωτες ιστορίες διαφόρων ταξιδιών, ο Χάνεκε ασχολείται και πάλι με ατομικά προβλήματα, όπως οι οικονομικές δυσκολίες ή η δυσκολία στην επικοινωνία, και παράλληλα με κοινωνικοϊστορικά ζητήματα, δηλαδή τη μετανάστευση, τον πόλεμο, τον καθημερινό ρατσισμό. Υφολογικά έχουμε μια επιστροφή στις πρώτες του ταινίες, με κοφτό μοντάζ και σκηνές που διαρκούν από λίγα δευτερόλεπτα έως πολλά λεπτά. Και εδώ, συναντάμε την εμμονή του Χάνεκε με το βίντεο και την τηλεόραση, ενώ η Ζιλιέτ Μπινός στρέφει το πρόσωπό της ευθέως προς την κάμερα. Ακολουθεί η Δασκάλα του Πιάνου (2001), βασισμένη σε μυθιστόρημα. Είσοδοι κτιρίων, νευρώσεις, αδυναμία επικοινωνίας, νοσηρότητα. Όλα τα στοιχεία αποδίδονται περίτεχνα, ενώ το σοκαριστικό, το ανατριχιστικό, το αναπάντεχο εισέρχεται απότομα στην πλοκή μην αφήνοντας περιθώρια αντίδρασης στο θεατή. Η ταινία βραβεύτηκε με το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής του Φεστιβάλ Καννών.
Η Ώρα του Λύκου (2003) είναι από τις πλέον παραγνωρισμένες ταινίες του Μίκαελ Χάνεκε. Υποφωτισμένη, όπως μαρτυρά και ο τίτλος (λυκόφως), ίσως η ομορφότερη, από άποψη φωτογραφίας, ταινία του αυστριακού δημιουργού, είναι επίσης η πρώτη του δημιουργία που είναι γυρισμένη σε φορμά 2.35:1. Υπάρχουν φέτες φωτός στο μεγαλύτερο κομμάτι της ταινίας, συχνά ο φωτισμός είναι παλλόμενος και προέρχεται από μία δάδα, μια αναμμένη φωτιά ή και από έναν αναπτήρα.
Ο Κρυμμένος (Cache, 2005) είναι μια ταινία που σχολιάζει, ίσως κριτικάρει τις λειτουργίες του κινηματογράφου, παίζοντας με τα εκφραστικά μέσα του και αναδεικνύοντας την παράμετρο της ηδονοβλεψίας σε σχέση με τη θέαση μιας ταινίας. Ο Χάνεκε αλληλεπιδρώντας και πάλι με το θεατή, εμπλέκει με τέτοιο τρόπο τα πλάνα παρακολούθησης με τα πραγματικά πλάνα της ταινίας, που είναι δύσκολο να τα διακρίνει κάποιος. Χρησιμοποιεί και πάλι Fast Forward και Rewind, τεχνικές που παραπέμπουν σε βίντεο, ένα μόνιμο μοτίβο στο έργο του. Στον Κρυμμένο, ο Χάνεκε επιδεικνύει μια ιδιαίτερη ευαισθησία με ένα μονοπλάνο αναφοράς πριν το τελευταίο μονοπλάνο της ταινίας. Πρόκειται για μια από τις πιο σημαντικές ταινίες σε σχέση με την παρακολούθηση, τον άνθρωπο και την αποφυγή του να αντικρύσει το παρελθόν, με αποτέλεσμα τα λάθη του να επαναλαμβάνονται.
Ο Χρυσός Φοίνικας του Φεστιβάλ Καννών του 2009, η πιο ολοκληρωμένη ταινία του Μίκαελ Χάνεκε, μια σπουδή πάνω στον προτεσταντισμό και την ανισότητα, ένα εικαστικό και αφηγηματικό αριστούργημα. Η Λευκή Κορδέλα με την συνταρακτική ασπρόμαυρη φωτογραφία και τα εκπληκτικής ακρίβειας ισορροπημένα κάδρα της συγκαταλέγεται στις πιο σημαντικές ταινίες που έχουν ποτέ γυριστεί. Οι αντηχήσεις από το έργο του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν είναι εμφανείς: Ο χαρακτήρας του πάστορα (Φάννυ και Αλέξανδρος) και οι ακρότητες που εκστομίζει ο γιατρός προς την ερωμένη του. Η ελλειπτική αφήγηση (εδώ ο αφηγητής προέρχεται από την ιστορία της ταινίας και είναι ο δάσκαλος του χωριού) συμπληρώνει την εικαστική τελειότητα και τελικά δημιουργείται ένα έργο τέχνης με κάδρα μέσα στο κάδρο, λιτότητα στις κινήσεις της κάμερας, αρμονία στο ρυθμό.
Η εικαστική τελειότητα της Λευκής Κορδέλας
Οι δύο ταινίες που κλείνουν τη φιλμογραφία του Χάνεκε είναι η Αγάπη (2012) και το Happy End (2017). H Αγάπη είναι μια ιστορία αγάπης ενός ηλικιωμένου ζευγαριού, την οποία αφηγείται με ρυθμό και σαφήνεια ο Χάνεκε. Η ταινία βραβεύτηκε με Χρυσό Φοίνικα, ίσως από κεκτημένη ταχύτητα καθώς ναι μεν πρόκειται για μια – σκηνοθετικά και από άποψη φόρμας – άψογη ταινία αλλά σίγουρα δεν αποπνέει την φρεσκάδα των προηγούμενων δημιουργιών του. Και εδώ, πάντως, η κάμερα σε σημεία πλησιάζει με ευαισθησία τους πρωταγωνιστές, αποκαλύπτοντας τον ψυχισμό τους και θέτοντας πραγματικά ερωτήματα για τον άνθρωπο. Στο ίδιο μήκος κύματος, το Happy End, η συνέχεια δηλαδή της Αγάπης, αποτελεί ακόμα μία προσπάθεια του Χάνεκε να συμπληρώσει την ατομική πορεία του ανθρώπου με το κοινωνικοϊστορικό πλαίσιο. Εδώ όμως οι χαρακτήρες είναι αδύναμοι από δραματουργική άποψη, η ιστορία δεν είναι στιβαρή και το αποσπασματικό στοιχείο που συναντάμε σε όλο το έργο του, στη συγκεκριμένη περίπτωση φαίνεται να τον προδίδει. Ακόμα και ο πειραματισμός με την κάμερα του κινητού ή τις μεγάλες σκηνές online chat δείχνουν να μην έχουν καμία συνοχή και να κλωτσούν το θεατή εκτός της ταινίας.
Μπορεί κάποιος να αποδομήσει ολόκληρο το έργο του Χάνεκε κατηγορώντας τον για διδακτισμό και σαδιστικές τάσεις; Κάποιοι κριτικοί το επιχείρησαν χωρίς όμως να έχουν τα κατάλληλα επιχειρήματα. Η αποξένωση μέσα στην οικογένεια, η κριτική δομών εξουσίας, η αμφισβήτηση παραδόσεων και η ματιά στην κοινωνία και την ιστορία εμπεριέχουν ούτως ή άλλως μεγάλο βαθμό υποκειμενικότητας, κάνοντας έτσι το διδακτισμό, αστεία κατηγορία και μάλλον μια πρόχειρη ανάγνωση του έργου τού Χάνεκε. Η συγγένειά του με μεγαθήρια του κινηματογράφου, όπως ο Ρομπέρ Μπρεσόν ή ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, σε συνδυασμό με το ύφος γραφής του, καταδεικνύουν έναν σοβαρό δημιουργό που ξέρει τι θέλει να πει και με γνώση πάνω στον χειρισμό των εκφραστικών μέσων της τέχνης του.
Ανδρέας Άννινος