Γεννήθηκε στις 23 Μαρτίου 1942. Έχει σκηνοθετήσει 13 κινηματογραφικές ταινίες. Από αυτές, οι δύο έχουν βραβευτεί με Χρυσό Φοίνικα. Έχουν γραφεί κάμποσες μονογραφίες για το έργο του και θεωρείται ίσως ο πιο σημαντικός εν ζωή κινηματογραφικός δημιουργός. Ο Μίκαελ Χάνεκε, σύμφωνα με την ελληνική Βικιπαίδεια, είναι “γνωστός για το θλιβερό ύφος και την αμφιλεγόμενη θεματολογία των ταινιών του (sic)”. Ας προσπαθήσουμε να καταλάβουμε ποιό είναι το κινηματογραφικό ύφος ενός σπουδαίου σκηνοθέτη, χωρίς να χρειάζεται να καταφύγουμε σε αστείες διατυπώσεις.

Σπούδασε φιλοσοφία, ψυχολογία και θεατρολογία και έκανε από νωρίς απόπειρες σε σχολές υποκριτικής και μουσικής. Και εκείνος, όπως πολλοί συνάδελφοί του, ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία με την κριτική κινηματογράφου, ενώ στη συνέχεια έγινε αρκετά γνωστός ως σκηνοθέτης τηλεοπτικών παραγωγών. Είναι σημαντικό να το κρατήσουμε αυτό, καθώς στο έργο του η τηλεόραση είναι παρούσα με κάθε τρόπο και η παρουσία της δέχεται πολλαπλές ερμηνείες.

Το 1989 η πρώτη του κινηματογραφική ταινία Η Έβδομη Ήπειρος κατακτά τη Χάλκινη Λεοπάρδαλη στο Διεθνές Φεστιβάλ του Λοκάρνο. Πρόκειται για τον ιδανικό πρόλογο στη φιλμογραφία του Χάνεκε, με πολλά στοιχεία που συναντάμε και αργότερα στο έργο του. Μια “φυσιολογική” οικογένεια παίρνει μια παράξενη και αναπάντεχη απόφαση για το μέλλον της. Η σιωπή, ο off (εκτός κάμερας) ήχος που αποκτά σημασία καθώς φανερώνει πολλά στοιχεία της πλοκής, το καδράρισμα ανθρώπινων μελών και καθημερινών κινήσεων, χωρίς να βλέπουμε τα πρόσωπα, οι μεγάλες σε διάρκεια σκηνές αλλά και πλάνα, επανέρχονται στις ταινίες του Χάνεκε. Όπως φαίνεται, το “αυστριακό Weird Cinema” έχει κάνει αισθητή την παρουσία του πολύ πριν από τους εδώ εκπροσώπους. Η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για μια σκληρή ταινία με θέμα που εξαντλείται τη στιγμή της αποκάλυψης, που αποπνέει νοσηρότητα και που προς το τέλος γίνεται κατά κάποιο τρόπο “ανυπόφορη”, γεγονός όμως για το οποίο πρέπει να δώσουμε τα εύσημα στον Χάνεκε αφού είναι ολοφάνερο πως αυτός είναι ο στόχος του.

Ακολουθούν τα Benny’s Video (1992) και 71 αποσπάσματα μιας χρονολογίας της σύμπτωσης (1994). Ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία βρίσκεται σε εξέλιξη και ο Χάνεκε αντιπαραθέτει το προσωπικό – ιδιωτικό με το κοινωνικό – ιστορικό. Παράλληλα με τις νευρώσεις, τα ψυχολογικά και προσωπικά προβλήματα του ανθρώπου, οι εικόνες και οι ήχοι του πολέμου εισχωρούν στην ταινία μέσω κάποιου τηλεοπτικού δέκτη ή ακόμα και εξωδιηγητικά, δηλαδή έξω από την πλοκή της ταινίας. Οι «μικροί πόλεμοι» της δυτικής κοινωνίας παρουσιάζονται μαζί με τους «μεγάλους», σε μία ανάγνωση των πραγμάτων που τοποθετεί τον άνθρωπο ως υποκείμενο και ταυτόχρονα ως αντικείμενο της ιστορίας. Η μαζική δολοφονία, στο τέλος των 71 Αποσπασμάτων, γίνεται μπροστά στα μάτια ενός προσφυγόπουλου. Μια μικρή σκηνή πολέμου στον ομφαλό του πολιτισμένου κόσμου.

Το 1997, Ο Πύργος του Φράντς Κάφκα γίνεται τηλεταινία από τον Μίκαελ Χάνεκε. Μια πολύ πιστή μεταφορά του μυθιστορήματος, η πιο στιλιζαρισμένη ταινία του Χάνεκε, περνάει την αίσθηση της πνιγηρότητας και του αλλόκοτου. Εδώ, για πρώτη φορά, ο Χάνεκε χρησιμοποιεί αφηγητή που εμπλέκεται στην ιστορία και παραπέμπει στον αφηγητή του Berlin Alexanderplatz του Φασμπίντερ. Σημαντική και πάλι είναι η ηχητική διάσταση της ταινίας με θορύβους που κάνουν δύσκολη την παρακολούθηση του διαλόγου, ακόμα ένα μοτίβο που χρησιμοποιεί ο Χάνεκε.

Την ίδια χρονιά ο αυστριακός δημιουργός μας δίνει το Funny Games. Μια από τις σημαντικές ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου στην οποία ο Χάνεκε έρχεται να αμφισβητήσει ειδολογικές συμβάσεις, τεχνικές και το κυριότερο να επανέλθει στη θεματική που φαίνεται να τον απασχολεί σε όλη τη φιλμογραφία του: αναπαράσταση, αλήθεια και ψέμα. Στο «Benny’s Video» ο Benny (που παρεμπιπτόντως είναι ο ίδιος ηθοποιός με τον επικεφαλής του εγκληματικού διδύμου στο Funny Games) λέει πριν την αποτρόπαια πράξη του: «Στις ταινίες είναι όλα κέτσαπ και πλαστικό αλλά φαίνονται αληθινά». Μετά από λίγες σκηνές βλέπουμε να καθαρίζει το ψεύτικο αίμα για αρκετή ώρα. Υπάρχουν λοιπόν στιγμές που ο Χάνεκε φαίνεται να έχει μια άμεση επικοινωνία με το θεατή της ταινίας. Στο Funny Games αυτό το στοιχείο φτάνει στο απόγειό του: Πέντε φορές ο Πάουλ, ο επικεφαλής που προαναφέραμε, γυρίζει στην κάμερα, δηλαδή “σπάει τον τέταρτο τοίχο” και απευθύνεται στο θεατή. Ο θεατής παίρνει ουσιαστικά αυτό που θέλει, δηλαδή ένα θρίλερ με φόνους, αίμα και παροξυσμό, όμως τα βέλη του Χάνεκε πέφτουν και στους αναζητούντες γαργαλητό μέσω του κινηματογράφου αφού σε μία από τις απευθύνσεις του στο θεατή, ο Πάουλ λέει: «Είμαστε κάτω απ’ τη διάρκεια μιας κανονικής ταινίας. Σας φτάνει; Θέλετε ένα κανονικό τέλος με αληθοφανή εξέλιξη, σωστά»; Ο διδακτισμός του Χάνεκε, για τον οποίο κατηγορείται κατά κόρον, δεν είναι διδακτισμός. Είναι ένα σχόλιο, με το οποίο κάποιος μπορεί να διαφωνήσει ή να συμφωνήσει. Το «Funny Games US» (2007) είναι μια πιστή μεταφορά του πρωτοτύπου με Χολυγουντιανή παραγωγή. Το ντεκουπάζ της ταινίας (ο κατακερματισμός της ταινίας σε πλάνα) είναι το ίδιο ακριβώς, γεγονός που από μόνο του την καθιστά σκηνοθετικό επίτευγμα. Η ηθοποιία της Ναόμι Γουότς και του Τιμ Ροθ είναι μέτρια και εν πάση περιπτώσει πολύ κατώτερη από τον Ούλριχ Μίε και τη Σούζαν Λόθαρ του πρωτοτύπου.

Τέλος πρώτου μέρους.

Ανδρέας Άννινος

Leave a comment