από τον σιν – ένοχο Νικόλαο Ε. Καββαδία

Λίγες ημέρες πριν την έναρξη του 65ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και με αφορμή την διπλή γυμνοφθαλμίτικη προβολή του “Τελευταίου Ταξιτζή” στο Θέατρο Λιθογραφείον στην Πάτρα, έμαθα, ότι ο Στέργιος Πάσχος θα παρουσιάσει στην ΛευκοΠυργιώτισσα την νέα του ταινία “Λούλα LeBlanc”. “Γαμάτο νέο, ‘bro!”, που θα’ λεγε και η σημερινή νεολαία.

Τελικά, την Δευτέρα της 04ης Νοεμβρίου, από τις δύο το μεσημέρι και μετά, γιά 96 ολόκληρα λεπτά, η Μεγάλη Οθόνη της λιμανίσιας κινηματογραφικής αίθουσας Σταύρος Τορνές έδειξε, πόσο…γαμάτο, πραγματικά, ήταν το νέο!

Μετά το “‘Αφτερλωβ” και τον “Τελευταίο Ταξιτζή” ο 39χρονος σκηνοθέτης (γεννημένος το 1985 στο Βελεστίνο) δικαίωσε απόλυτα τις προσδοκίες μου και με μιά ταινία εντελώς διαφορετική, αλλά και λιγάκι…ίδια με τις δύο προηγούμενές του, μας έδειξε, ότι έχει πάρει τον δρόμο του Μεγάλου Κινηματογράφου.
Σε μιά συνέντευξή του ο σκηνοθέτης είχε δηλώσει “Κάνω, ό,τι μπορώ!”, θέλοντας, λακωνικά, να περιγράψει τι σημαίνει να κάνεις κινηματογράφο με τους δικούς σου όρους στην σημερινή Ελλάδα.
Μετά την θέαση της “Λούλας Le Blanc” χωρίς φόβο, αλλά με πάθος, θα γράψω, ότι ο Στέργιος Πάσχος κάνει, όχι, ό,τι μπορεί, αλλά πολύ περισσότερα.
Δεν θα είναι υπερβολή να ισχυρισθώ, ότι κάνει ένα μικρό θαύμα!

Μετά την προβολή της ταινίας (ήταν η δεύτερη sold out φεστιβαλική προβολή της στην Σαλονίκη) ο Στέργιος Πάσχος απάντησε στις ερωτήσεις του κοινού.
Στα τριάντα χρόνια της φεστιβαλικής ζωής μου, πρώτη φορά είδα να μην φεύγει, σχεδόν, κανείς από την αίθουσα, ενώ οι εύστοχες ερωτήσεις των σινεφίλ έδωσαν την ευκαιρία στον σκηνοθέτη να απαντήσει με τον δικό του χαρακτηριστικό, αυθόρμητο, λακωνικό, κάποιες φορές αυτοσαρκαστικό, αλλά, σίγουρα, ειλικρινέστατο τρόπο.

Αλήθεια τι θέμα έχει η “Λούλα LeBlanc”? Ας δώσουμε τον λόγο στον ίδιο τον σκηνοθέτη.
Με αφορμή την ερώτηση φίλου, γιατί η ταινία είναι γυρισμένη νύχτα (και του “Τελευταίου Ταξιτζή” νύχτα του άρεσε να δουλεύει) ο Στέργιος Πάσχος εξήγησε περιγράφοντας την ταινία του: “Ναι..Πολλά μπορεί να πει κανείς γιά τα νυχτερινά. Σίγουρα είναι μιά ταινία, που βρίσκεται σ’ ένα limbo, ας πούμε δύο κόσμων μ’ ένα τρόπο και είναι κάτι, που μου αρέσει και το επιδιώκω. Αλλά η αλήθεια είναι, ότι, εάν το σκεφθείς πρακτικά, με βάση την ιδέα δεν θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο. Η ταινία παρακολουθεί δύο μικρά πάρτυ σε πραγματικό χρόνο. Κι αυτά, τουλάχιστον, το ’99 γίνονταν την νύχτα. Τώρα θα μπορούσε να γίνουν και μέρα, αλλά τότε ήτανε νύχτα.”

Το “Λούλα LeBlanc” είναι αυτά τα δύο πάρτυ, αυτές οι δύο γιορτές, που γίνονται στο τέλος Σεπτεμβρίου του 1999.
Αυτές οι δύο γιορτές, τόσο διαφορετικές και, ταυτόχρονα, τόσο όμοιες, αποτελούν και τα δύο κεφάλαια της ταινίας.
Το πρώτο κεφάλαιο τιτλοφορείται “26 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1999. Η ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΕΙΝΑΙ ΛΑΘΟΣ” και το δεύτερο “ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΡΙΝ. Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΑΛΕΚΟΥ”.

Η έφηβη Μαργαρίτα από την μιά και ο παππούς (από την πλευρά της μητέρας της) Αλέκος από την άλλη.
Η Μαργαρίτα, παρά τις φοβερές πιέσεις των χωρισμών γονιών της και της γιαγιάς της, αρνείται και τελικά δεν πηγαίνει στην κηδεία του παππού της.

Στο πρώτο κεφαλαίο της ταινίας βλέπουμε το πάρτυ, που “στήνεται” στο σπίτι των γονιών της Μαργαρίτας, ενώ οι γονείς της έχουν πάει στο χωριό να κηδέψουν τον παππού Αλέκο.
Στο δεύτερο κεφαλαίο, εξηγούνται τα πάντα. Και ο λόγος, που η Μαργαρίτα δεν πήγε στην κηδεία του παππού και πώς πέθανε ο παππούς, αλλά και ποιά είναι η Λούλα, γιά την οποία η ανηψιά της έχει διοργανώσει ένα πάρτυ γενεθλίων, στο οποίο είναι καλεσμένη όλη η παλιοπαρέα.
Στο δεύτερο μέρος της ταινίας ο Στέργιος Πάσχος επιβεβαιώνει την δεινότητά του στο σενάριο και την αξιοθαύμαστη ικανότητά του να λύνει με φοβερή ευκολία σεναριακούς δεσμούς, οι οποίοι θα μπορούσαν να είχαν γίνει Γόρδιοι και να τον πνίξουν.

Στο δεύτερο μέρος θα μάθουμε και γιά τον παιδικό έρωτα του Αλέκου με την Λούλα. ‘Ενας έρωτας, που στοιχειώνει τον Αλέκο, αφού προτίμησε να φύγει γιά λίγο στα καράβια, αντί να μείνει – πιθανότατα, γιά πάντα – δίπλα στην Λούλα.
Η Λούλα υποφέρει από άνοια και δεν θυμάται τίποτα. Ούτε αναγνωρίζει τους φίλους, που έχουν έρθει να της ευχηθούν γιά τα γενέθλιά της.
Ο Μαρίνος, θέλοντας να περιγράψει, τι συμβαίνει μέσα στο μυαλό της Λούλας θα μιλήσει γιά το απόλυτο σκοτάδι.
Δεν θα συμφωνήσω. Στο μυαλό της Λούλας δεν υπάρχει το απόλυτο σκοτάδι, αλλά το απόλυτο ΛΕΥΚΟ. Από εκεί νομίζω βγαίνει και το επίθετο LeBalnc. Μπορεί και να αυθαιρετώ, αλλά αυτήν την εξήγηση δίνω.
Άλλωστε, πιστεύω, ότι το μυαλό των κτυπημένων απο την άνοια ανθρώπων είναι μιά ΟΛΟΛΕΥΚΗ σελίδα, που όσο και να προσπαθήσει κανείς,θα μείνει μέχρι το τέλος λευκή.
Και νιώθω, ότι και στο πρόσωπο των ανθρώπων αυτών, φυσικά και της Λούλας (συγκλονιστική η Μισέλ Βάλεϊ), είναι έντονα χαραγμένο αυτό το σβήσιμο, το οποίο, από την Μνήμη περνάει και στο Πρόσωπο κι έχει την μορφή του Φόβου, που τους πλημμυρίζει και τους απειλεί. 
Αυτό το σβήσιμο είναι έντονο και στο πρόσωπο της Λούλας,η οποία, όμως, μπορεί να μην θυμάται τίποτα, παραμένει, όμως, πανέμορφη.

Στην “Λούλα LeBlanc” ο Στέργιος Πάσχος επιβεβαιώνει στο πολλαπλάσιο όλα αυτά, που μας έδειξε στις προηγούμενες ταινίες του.
Ότι, δηλαδή, είναι ικανότατος σεναριογράφος και ξέρει να αποσπά από τους ηθοποιούς καταπληκτικές ερμηνείες.
Όλοι οι ηθοποιοί είναι καταπληκτικοί και όλοι οι ρόλοι (από τον μικρότερο έως τον μεγαλύτερο) είναι λεπτοβελονιά.
Τι να γράψω, γιά παράδειγμα, γιά τον μοναδικό Θανάση Παπαγεωργίου (παππούς Αλέκος) ή τον υποτιμημένο Τάκη Βαμβακίδη (Μαρίνος)?
‘Οπως και γιά την Δανάη Νίλσεν, που υποδύεται την νεαρή Μαργαρίτα. Όπως, όμως, ήδη, έγραψα, όλοι οι ηθοποιοί της ταινίας είναι σπουδαίοι.
Κι εδώ, σημειώνω, ότι η επιλογή των ηθοποιών και ο τρόπος, που ο Στέργιος Πάσχος τους μεταμορφώνει, είναι το πρώτο χαρακτηριστικό του, που μου δίνει το δικαίωμα να ισχυρίζομαι, ότι από την νέα γενιά σκηνοθετών, ο συνεπέστερος και σπουδαιότερος μαθητής του τεράστιου Νίκου Νικολαΐδη είναι αυτός.
Είμαι απόλυτα σίγουρος, ότι εάν το Κουρέλι ήταν μαζύ μας κι έβλεπε τις ταινίες του Στέργιου Πάσχου θα τον χαρακτήριζε “δικό μας”.
Το δεύτερο στοιχείο στο σινεμά του Στέργιου Πάσχου, που επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό μου, είναι τα πολύ δυνατά σενάρια, τα οποία και γράφει μόνος του.

Ένας φίλος ρώτησε τον Στέργιο Πάσχο, γιατί διάλεξε να μιλήσει γιά τους νέους του 1999. Η απάντησή του ήταν άμεση: “Μιλάω γιά την δική μου εφηβεία, την οποία και γνωρίζω καλά. Δεν μπορώ να ισχυρισθώ, ότι γνωρίζω το ίδιο καλά και την σημερινή νεολαία, γιά να μιλήσω εκ μέρους της”.
Θυμάμαι, ότι σε ανάλογο – μεταμεσονύχτιο, μάλιστα – Q&A, με αφορμή την πρεμιέρα του “Singapore Sling” στον κινηματογράφο STUDIO, όταν ένας φίλος, απευθυνόμενος στον Νίκο Νικολαΐδη, του είπε, ότι με τα “Κουρέλια Τραγουδούν Ακόμα” μίλησε γιά την δική του γενιά, εκείνος τον διέκοψε και του ξεκαθάρισε, ότι με τα Κουρέλια μίλησε μόνο γιά την δική του γενιά, εκείνη, που μεγάλωσε και πέθανε πρόωρα μέσα στην δεκαετία του’ 50.
Ο Στέργιος Πάσχος, σε αντίθεση με την πλειοψηφία των Ελλήνων σκηνοθετών, είναι μάστορας στις ερωτικές σκηνές (ακόμα ένα καλά διδαγμένο μάθημα από τον Νικολαΐδη?).
Βρίσκει, λοιπόν, τον τρόπο, ακόμα και εάν εδώ πρόκειται γιά πρωτάρηδες εφήβους, να μας δείξει και σε αυτήν την ταινία του την μαεστρία του να γυρίζει μιά ερωτική σκηνή.
Αξιοθαύμαστη είναι στην ταινία και η ισορροπία ανάμεσα στο τραγικό και στο κωμικό.
Μάλιστα, σε ερώτηση, γιατί η γιορτή των νέων είναι θλιμμένη, ενώ των ηλικιωμένων έχει και πολύ γέλιο, ο σκηνοθέτης απάντησε κάνοντας μιά αναφορά στον Νίκο Παναγιωτόπουλο, θυμίζοντάς μας μιά ατάκα του. “Οι νέοι κάνουν δράματα και οι γέροι κωμωδίες”. είχε πει ο Παναγιωτόπουλος.
Ο Στέργιος Πάσχος περπατάει (σ)τα μονοπάτια του Σταύρου Τσιώλη, όσον αφορά στο γέλιο, που βγάζουν κάποιοι φοβεροί διάλογοι και ατάκες των ηλικιωμένων ηρώων του.
Τόσο ο Αλέκος, όταν μιλάει γιά τον εργολάβο οικοδομών από τα Φιλιατρά και, κυρίως, ο Μαρίνος, όταν μέσα στο αυτοκίνητο, εξηγεί στον Αλέκο,πώς του ήρθε η…φώτιση να “¨ανοίξει” από το πουθενά στην Νέα Σμύρνη το Ευρωπαϊκών προδιαγραφών κατάστημα φωτιστικών “Ο Γλόμπος”, θυμίζουν Σταύρο Τσιώλη στα καλύτερά του.
Το σημαντικό με τον Στέργιο Πάσχο είναι, ότι έχει το καθαρά δικό του προσωπικό στίγμα και τρόπο γραφής.
Σίγουρα δανείζεται, αλλά δεν “κλέβει”. Και, πάνω απ΄όλα, τα δανεικά πιάνουν τόπο, αφού μας τα επιστρέφει με εξαιρετικές κινούμενες εικόνες, που έχουν την δική του, καθαρά προσωπική, σφραγίδα.

Η αυθεντική μουσική της ταινίας είναι γραμμένη από τον Γιάννη Βεσλεμέ (ο οποίος συμμετέχει στο φεστιβάλ με την νέα του ταινία Αγαπούσε τα Λουλούδια Περισσότερο”), η φωτογραφία είναι του Γιώργου Κουτσαλιάρη, ενώ την αφίσσα της ταινίας σχεδίασε – όπως και στον “Τελευταίο Ταξιτζή” -ο πολυπράγμονας Γιώργος Γούσης. Εάν θέλετε να βρείτε στην “Λούλα LeBlanc” κι άλλα “Μαγνητικά Πεδία”, τότε, σημειώστε, ότι στον ρόλο της μητέρας της Μαργαρίτας ξεχωρίζει η Έλενα Τοπαλίδου.
Εκείνο, όμως, που πραγματικά, εντυπωσιάζει δεν είναι η μουσική, αλλά τα τραγούδια, που ακούγονται στο εφηβικό πάρτυ.
Πραγματικά, αναρωτιέσαι, πώς είναι, δυνατόν, έφηβοι στο μπάσιμο του νέου αιώνα να ακούν και να χορεύουν με τραγούδια σαν το σπαρακτικό “Και η Βάρκα Γύρισε Μόνη” του Τώνη Μαρούδα, ερμηνευμένο μοναδικά από τον ίδιο και το Τρίο Μπελκάντο.

Σε μιά από τις συγκλονιστικότερες σκηνές της ταινίας, η Λούλα έρχεται και κάθεται δίπλα στον Αλέκο. Οι δύο ερωτευμένοι έφηβοι ξανασμίγουν.
Ο Αλέκος λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή και η Λούλα ενώ την έχει αφήσει η μνήμη της.
Κι, όμως! Θα τον κοιτάξει στα μάτια και, μέσα στο χάσιμό της και το Λευκό, που την απειλεί, θ’ αρχίσει να τραγουδά: 
“Κάποιας όμορφης κοπέλας / το αγόρι το ξανθό / της το πήρε ένα βράδυ / η φορτούνα στο βυθό.
Και η βάρκα γύρισε μόνη…Και η βάρκα γύρισε μόνη…
“Είναι η στιγμή, που οι δύο γιορτές και οι δύο εκ διαμέτρου διαφορετικές γενιές, που συμμετέχουν σε αυτά, θα συναντηθούν και θα γίνουν ένα.

Η “Λούλα Leblanc” ξεκινά, όπως, ο “Τελευταίος Ταξιτζής”. Δύο άντρες μέσα σε ένα αυτοκίνητο συζητούν.
Στην αρχή της ταινίας δεν υπάρχει ήχος.Στο τέλος, όμως, συμβαίνει το αντίθετο.
Σε αντίθεση με τον “Τελευταίο Ταξιτζή, “Λούλα LeBlanc” τελειώνει, όπως αρχίζει, ολοκληρώνοντας με γοητευτικό τρόπο τον κύκλο της.
Είμαι απόλυτα σίγουρος, ότι ο Στέργιος Πάσχος θα μπορούσε να γυρίσει μιά ολόκληρη ταινία με τους ήρωές του να συζητούν μέσασε ένα αυτοκίνητο. Η επόμενη, πάντως, ταινία του είναι, όπως μας αποκάλυψε, ένα ντοκυμανταίρ με θέμα την διαχείριση της απώλειας.

Επίσης, είμαι σίγουρος, ότι εάν δεν ήταν σκηνοθέτης, θα ήταν ταξιτζής!

ΜΙΚΡΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ https://www.youtube.com/watch?v=s4Gp1-K4vLo

Leave a comment