Σκηνοθεσία: Ανιές Βαρντά
Παραγωγή: Γαλλία, 2000
Διάρκεια: 1 ώρα 22 λεπτά
Το ντοκιμαντέρ της Ανιές Βαρντά πραγματεύεται τις διάφορες μορφές μαζέματος: είτε τη διαδικασία της συγκομιδής είτε την αναζήτηση υπολειμμάτων τροφών είτε τη συλλογή αντικειμένων με τη συγκομιδή φρούτων και λαχανικών ύστερα από «καταπάτηση» ιδιοκτησιών. Μια ευρεία γκάμα καλύπτει το είδος των ανθρώπων που επιδίδονται στο μάζεμα αγαθών, των glaneurs γαλλιστί. Η Βαρντά δηλώνει και η ίδια glaneuse, ίσως μια κινηματογραφική glaneuse, που συλλέγει πρόσωπα, γεγονότα, ήχους, το τυχαίο της στιγμής, σε μια προσέγγιση με πλήρη ελευθερία, κατά την οποία όλες οι πιθανότητες είναι ανοικτές.
Η βιντεοκάμερα, οπαδός της οποίας δηλώνει η Βαρντά, βοήθησε στον εκδημοκρατισμό της κινηματογραφικής δημιουργίας, χωρίς να υποτιμάται ο υποβιβασμός της ποιότητας. Εκείνη φαίνεται να μην την ενδιαφέρει ιδιαίτερα αυτό το τίμημα, καθώς έχει την ευκαιρία να την ενεργοποιήσει ανά πάσα στιγμή και να καταγράψει το παροδικό, το εμπνευσμένο και το αναίτιο, δίχως να δίνει σημασία ακόμα και στο καπάκι της κάμερας, που πολλές φορές κάνει την εμφάνισή του. Το ντοκιμαντέρ ντύνεται με ένα πυκνό και σπιρτόζικο voice over, με την ευφυή Ανιές να σχολιάζει επί παντός επιστητού, με ένα εύρος και μια δυναμική που μπορεί να διατυπωθεί με την αντιστροφή εκείνης της ιδιοφυούς φράσης: «Αυτή η αδολεσχία της συντομίας». Εδώ πρόκειται για μια χαρακτηριστική συντομία της αδολεσχίας, έτσι πλούσια και εύστοχα που είναι τα λόγια της Βαρντά, τα οποία με συνειρμικό τρόπο απλώνονται και δίνουν την αφορμή για τις επόμενες σεκάνς του έργου.

Στο επίκεντρο της θεώρησης της Βαρντά βρίσκεται ο άνθρωπος. Ξεκινώντας από μια ιστορική αναδρομή, από την οποία ο θεατής μαθαίνει ότι τη συγκομιδή αναλάμβαναν κατά κανόνα οι γυναίκες, ερχόμαστε στο σήμερα. Η Βαρντά, η οποία έχει ενεργή συμμετοχή στο ντοκιμαντέρ, πετάει τα δεμάτια σταχιού και πιάνει τη βιντεοκάμερα. Συνδέει τους συγκομιστές με τους ταξικά προσδιορισμένα ανέστιους του 2000. Η υπερκαταναλωτική κοινωνία σε συνδυασμό με τις αναξιοποίητες ποσότητες τροφής που πολύ απλά αφήνονται να σαπίσουν ή πετιούνται, δημιουργεί ένα οξύμωρο σχήμα, που η Βαρντά το εκθέτει σχολιασμένο με δεξιότητα. Το παράλογο της μετανεωτερικότητας έρχεται να εκφραστεί με ραπ κομμάτια κοινωνικού προβληματισμού σε μια συνολική κίνηση υπέρβασης διαχωριστικών γραμμών. Χαρακτηριστικό πληθωρικού δημιουργού, η πολύπλευρη προσέγγιση του θέματος εμπλουτίζει το ντοκιμαντέρ συνδυάζοντας την αισθητική αρτιότητα με τη δομική απλότητα.
Καθώς η σκηνοθέτις ταξιδεύει στη Γαλλία για να αναζητήσει τους σημερινούς ανθρώπους που κάνουν τη συγκομιδή και πάντα με τη βοήθεια της βιντεοκάμεράς της, δεν σταματά να σχολιάζει το πέρασμα του χρόνου. Τα χέρια της μπαίνουν στο πλάνο: δυσκολεύεται να τα αναγνωρίσει. Γερασμένα, με τις φλέβες να πετάνε, το δέρμα ζαρωμένο, τρομάζουν τη Βαρντά: «Νιώθω σαν να είμαι κάποιο ζώο. Ακόμα χειρότερα: σαν να είμαι κάποιο εντελώς άγνωστο ζώο». Σε κάποια εξόρμησή της βρίσκει πεταμένο ένα ρολόι χωρίς δείκτες: σίγουρα αυτό είναι το ρολόι της. Οι εξελίξεις της αχόρταγης κοινωνίας δεν έχουν καμία σημασία αν δεν τοποθετηθεί στο κάδρο ο άνθρωπος. Με ευθύβολο λόγο και άμεσες αναφορές, η Βαρντά δείχνει να έχει συνειδητοποιήσει ότι δεν αρκεί μια ύποπτη φρασεολογία περί αλλαγών, προσαρμογών και διαχείρισης κρίσεων, αλλά μια εκ βάθρων κατανόηση της ανάγκης για επανεκτίμηση των αξιών: την προσοχή της κλέβει ένας βιολόγος με μεταπτυχιακό και τα συναφή, που σιτίζεται με τα υπολείμματα των αγορών και μένει σε δομή φιλοξενίας, όπου εθελοντικά παραδίδει μαθήματα στους φιλοξενούμενους. Ένας στους δύο είναι αναλφάβητοι και ο βιολόγος χαρίζει 3 ώρες κάθε απογεύματός του για να τους προσφέρει την ανεκτίμητη χαρά της μάθησης.
Ο συνδυασμός του φιλμ 35 mm και της βιντεοκάμερας με τη δημιουργική ελευθερία και την ευαισθησία της Βαρντά, μας δίνουν ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ντοκιμαντέρ που έχουν φτιαχτεί. Το κλείσιμο με τον πίνακα «Οι συγκομίστριες φεύγουν πριν την καταιγίδα» του Pierre Edmond Hédouin από το Μουσείο του Βιλφράνς είναι τόσο αινιγματικό όσο και δυσοίωνο.

Ειδικής αναφοράς χρήζει ο ελληνικός τίτλος, «Μην πετάξεις τίποτα». Ισομερώς χυδαίος και ασυνάρτητος, φανερώνει τη νοοτροπία ποδοσφαιροποίησης, ακατάσχετης συνθηματολογίας και την καταφυγή σε φτηνή προπαγάνδα, ακόμα και όταν πρόκειται για ένα ντοκιμαντέρ που είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια δημιουργική επεξεργασία της πραγματικότητας.
Ανδρέας Άννινος