Σκηνοθεσία: Ζαν-Λυκ Γκοντάρ

Σενάριο: Αλμπέρτο Μοράβια

Παίζουν: Μισέλ Πικολί, Μπριζίτ Μπαρντό, Τζακ Πάλανς, Φριτς Λανγκ

Παραγωγή: Γαλλία, Ιταλία – 1963

Διάρκεια: 1 ώρα 43 λεπτά

Ο συγγραφέας Πωλ Τζαβάλ (Μισέλ Πικολί) αναλαμβάνει τη διόρθωση ενός σεναρίου, παρακινούμενος από τον Αμερικανό παραγωγό Τζέρι Προκός. Τη σκηνοθεσία της ταινίας μέσα στην ταινία έχει αναλάβει ο Φριτς Λανγκ, ενώ η σύζυγος του Πωλ, Καμίλ (Μπριζίτ Μπαρντό), μένει μετέωρη ανάμεσα σ’ εκείνον και τον Προκός.

Η Περιφρόνηση είναι βασισμένη στο μυθιστόρημα του Αλμπέρτο Μοράβια, ένα μάλλον έλασσον έργο του σημαντικού Ιταλού συγγραφέα. Πρόκειται, ουσιαστικά, για το τέλος ενός γάμου, και ευρύτερα, για το τέλος μιας σχέσης. Η αναδυόμενη παρακμή της αστικής ένωσης δύο ανθρώπων αφήνει πάντα αυτή τη γλυκόπικρη γεύση μιας υπόσχεσης που δεν εκπληρώθηκε. Η αλλοτρίωση είναι σαν μια ασθένεια με τόσο έντονα συμπτώματα και ραγδαία επιδείνωση, που η πρώτη αντίδραση του υποκειμένου είναι εκείνη της άρνησης. Η ιστορία από μόνη της είναι στοιχειώδης με το μεταπολεμικό άγχος της ανάνηψης μετά από τη ζοφερή εμπειρία του πολέμου να κυριαρχεί. Τα μοντέρνα στοιχεία στην αφήγηση είναι αρκετά, καθώς τα κίνητρα των ηρώων είναι, ως επί το πλείστον, άγνωστα και οι διάλογοι είναι ελλειπτικοί και αντιφάσκοντες.

Η ταινία του Γκοντάρ ξεκινά με την φανέρωση της κάμερας πάνω στις ράγες του τράβελλινγκ τη στιγμή που γυρίζεται κάποια σκηνή της ταινίας που θα ακολουθήσει. «Η ιστορία του κόσμου όπως τον επιθυμούμε», ένα υποκατάστατο της πραγματικότητας, είναι το σινεμά σύμφωνα με τον Γάλλο θεωρητικό Αντρέ Μπαζέν. Η φωνή του αφηγητή, μετά τα ονόματα των συντελεστών, κάνει μια παρουσίαση της ταινίας, και η κάμερα γυρίζει προς το θεατή. Αυτό που θα δούμε, λοιπόν, θα είναι η ιστορία του σινεμά. Η προσοχή του θεατή θα εντοπίζεται στο ότι μπροστά του διαδραματίζεται ένα έργο για το οποίο έχουν εργαστεί άνθρωποι, όχι ένα παραμύθι ή ακόμα και μια τραγωδία. Η σύνθεση του Ζωρζ Ντελερού κυριαρχεί στην ηχητική μπάντα και συνδέει σκηνές με έναν τρόπο λυρικό, πολλές φορές λειτουργώντας αντιστικτικά, και άλλες αντιθετικά.

Ο τόνος του φιλμ αλλάζει κατά τη διάρκεια του πλάνου, ενώ πολλά εξωδιηγητικά πλάνα εισάγονται στην αφήγηση, με αποτέλεσμα ο θεατής να μην μένει προσηλωμένος στην κυρίαρχη ροή της αφήγησης, αλλά να έχει το χρόνο να διαβάσει το φιλμικό κείμενο ως τέτοιο και όχι ως μια ακολουθία πλάνων. Από την άλλη πλευρά, η ισορροπία στα κάδρα, η, κατά κύριο λόγο, γραμμική αφήγηση καθώς και το «μοτίβο του διαμερίσματος», κατά το οποίο οι ήρωες του Γκοντάρ, ανεξαρτήτως της δράσης, κλείνονται σε ένα διαμέρισμα για να εκθέσουν τον ψυχισμό τους, σε σεκάνς που καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος του συνόλου της ταινίας, σπάζοντας ή και καταργώντας το ρυθμό, όλα τα παραπάνω είναι στοιχεία αγκίστρωσης του θεατή. Υπάρχουν λεπτές ισορροπίες στην ταινία, που η στιγμιαία διασάλευσή τους λειτουργεί ως ένα σημείο ενδιαφέροντος για τον θεατή, που όμως στην επόμενη σεκάνς, αν όχι στο επόμενο πλάνο, επανέρχεται στη θέση ισορροπίας.

Η αυτοαναφορικότητα στην Περιφρόνηση είναι αυτονόητη, καθώς πρόκειται για μια εντελώς εναλλακτική ματιά στην ιστορία του κινηματογράφου, μέσα από ενδελεχή στοχασμό και σημεία που συντίθενται αρμονικά. Στον ξεχασμένο, παρηκμασμένο χώρο των στούντιο της Τσινετσιτά, εκτυλίσσεται η αρχή του τέλους της σχέσης του ζευγαριού, εξαιτίας του παραχωρητικού χαρακτήρα του Πωλ, που όμως αργότερα παραλληλίζεται με τον Οδυσσέα και την αμφιλεγόμενη σχέση του με την Πηνελόπη. Ποτέ δεν θα γίνει σαφές, αν η τρόπος με τον οποίο λειτουργεί ο Πωλ πηγάζει από μια υποβόσκουσα απέχθεια για την Καμίλ ή από μια αγνή και απροβλημάτιστη αγάπη για την οποία ίσως εκείνη να μην είναι έτοιμη.

Τα ξεπεσμένα στούντιο της Τσινετσιτά δίνουν τη θέση τους στο ημιτελές και ημιεπιπλωμένο διαμέρισμα του ζευγαριού, ενώ το δράμα κλείνει στην αφρόντιστη και παρατημένη Κάζα Μαλαπάρτε. Οι ραγισμένοι και ξεβαμμένοι τοίχοι της θα γίνουν το τοπίο της λύσης της τραγωδίας για τον γάμο του βραχυκυκλωμένου Πωλ και της εμβρόντητης Καμίλ. Ο Αμερικανός παραγωγός, ένας αφελής τεχνοκράτης με ταπεινά ένστικτα, εν τέλει κυριαρχεί, όμως πρόκειται για μια ανούσια επικράτηση. Δεν επικράτησε επειδή είχε κάτι να προσφέρει, αλλά εξαιτίας της νωθρότητας του ηττοπαθούς Γάλλου Πωλ.

Αυτή είναι η ιστορία του κινηματογράφου, μια ιστορία στην οποία, ευτυχώς, δεν χωρούν ακόμα πολλά ψέματα, διότι είναι πρόσφατη. Ο Φριτς Λανγκ μιλά για το Θεό, μέσα από στίχους του ποιητή Φρήντριχ Χαίλντερλιν, σε μια αίθουσα προβολών στην οποία είναι γραμμένη η ρήση του Λουί Λιμιέρ – ενός εκ των δημιουργών του κινηματογράφου -, «Ο κινηματογράφος είναι μια εφεύρεση χωρίς μέλλον». Μύθος, πραγματικότητα, κινηματογράφος, η διαφορά στην αντίληψη του ομηρικού έπους και εν τέλει η σπείρα της μνήμης, μέσα από τα αρπίσματα των συνθέσεων του Ζωρζ Ντελερού, πλάθουν την Περιφρόνηση, μια πολυεπίπεδη δημιουργία του Ζαν-Λικ Γκοντάρ, ένα από τα πλέον εκλεπτυσμένα έργα τέχνης.

Ανδρέας Άννινος

Leave a comment