Σκηνοθεσία: Μπερτράν Ταβερνιέ
Σενάριο: Ζαν Οράνς, Μπερτράν Ταβερνιέ
Παίζουν: Φιλίπ Νουαρέ, Ιζαμπέλ Ιπέρ, Ζαν‑Κλοντ Μπριαλί, Μισέλ Γκαλαμπρί
Παραγωγή: Γαλλία – 1976
Διάρκεια: 2 ώρες 8 λεπτά
Μεταξύ 1893 και 1898 ο λοχίας Ζοζέφ Μπουβιέ σκότωσε 12 παιδιά. Την ίδια περίοδο, περισσότερα από 2500 παιδιά κάτω των 15 ετών έχασαν τη ζωή τους στα ορυχεία και τα εργοστάσια μεταξιού, δολοφονήθηκαν.
—-
– Ένας από τους εχθρούς μας γράφει…
– Ο Ζολά;
– Όχι, ο Μιραμπώ
– Ακόμα χειρότερα.
– Έχει μερικές ενδιαφέρουσες ιδέες για τη δολοφονία. Θεωρεί ότι είμαστε όλοι εν δυνάμει δολοφόνοι. Και ότι αυτή τη δολοφονική μας τάση την κατευθύνουμε σε νόμιμες δραστηριότητες: στη βιομηχανία, στο αποικιακό εμπόριο, στον πόλεμο, στον αντισημιτισμό… Εγώ επέλεξα τον αντισημιτισμό επειδή δεν είναι επικίνδυνος, είναι στη μόδα και τον εγκρίνει η εκκλησία…
Τέτοιου τύπου διάλογοι υπάρχουν στην ταινία που έβαλε για τα καλά τον Μπερτράν Ταβερνιέ στο κινηματογραφικό στερέωμα. Ο Μπουβιέ, ένας λοχίας του γαλλικού στρατού, διαπράττει μια σειρά από αποκρουστικές δολοφονίες, παράλληλα με την περίφημη υπόθεση Ντρέυφους. Ο θεσμός της δικαιοσύνης βρίσκεται υπό αμφισβήτηση και μόνο η αστική τάξη φαίνεται πρόθυμη να τον υπερασπιστεί. Η κριτική της αστικής τάξης και της δικαιοσύνης βαθαίνει, ξεκινώντας από τον τίτλο της ταινίας και καταλήγοντας στην ξιπασιά και νοσηρότητα των κρατικών λειτουργών.
Στο ξεκίνημα της ταινίας ακούγεται η φωνή τού δικαστή σε μαύρη οθόνη: «’Ημουν ακόμα στο Παρίσι δουλεύοντας για το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Είχα βαρεθεί. Ο Μπουβιέ είχε ξεκινήσει την αιματοβαμμένη καριέρα του. Ήταν το 1893. Έπρεπε να περάσουν 5 χρόνια μέχρι να τον συναντήσω». Από το απόσπασμα αυτό σκιαγραφούνται οι δύο κύριοι χαρακτήρες της ταινίας. Με βαριεστημένη φωνή, ο δικαστής Εμίλ Ρουσώ περιγράφει την πλήξη που ένιωθε στο υπουργείο, ώσπου η υπόθεση των δολοφονιών του Μπουβιέ έφτασε στα αυτιά του. Γίνεται γνωστό στο θεατή ότι οι δυό τους θα συναντηθούν και αυτή είναι μια συνάντηση που χτίζεται εξαιρετικά. Ο θεατής έχει μπροστά του δύο εξαιρετικά πλασμένους χαρακτήρες: ο Μπουβιέ, ένας παρηκμασμένος λοχίας, σε άθλια ψυχολογική κατάσταση και με έναν ανεκπλήρωτο έρωτα που τον καθιστά ψυχωτικό ώσπου οδηγείται σε φόνους παιδιών. Τίποτα πιο φρικιαστικό. Ο Εμίλ Ρουσώ, ένας δικαστής, αλλά κυρίως ένας εκπρόσωπος της αστικής τάξης, που η πρώτη του σκέψη είναι πάντα το όφελος που μπορεί να έχει από κάθε υπόθεση. Πρόκειται δηλαδή για έναν δικαστή που έχει ανάγκη τους εγκληματίες, παραφράζοντας τη γνωστή ρήση για τους εγκληματολόγους.
Η υπόθεση Ντρέυφους, μια δικαστική πλάνη που έμεινε στην ιστορία, κατά την οποία ο λοχαγός Άλφρεντ Ντρέυφους καταδικάστηκε σε ισόβια απομόνωση στο Νησί του Διαβόλου στη Γαλλική Γουιάνα με την κατηγορία της κατασκοπίας, εκτυλίσσεται παράλληλα με την υπόθεση Μπουβιέ. Υπάρχουν δύο όψεις σε κάθε ιστορία ακούγεται να λέει ο τελευταίος, η ταινία έρχεται να αναλύσει τα λεγόμενά του. Ότι είναι φονιάς και δη παιδιών, δεν χωρά καμία αμφιβολία. Σε τι ψυχολογική κατάσταση ήταν, όμως, όταν διέπραττε τις δολοφονίες είναι κάτι που θα έπρεπε να απασχολήσει τους διώκτες του. Εκείνοι, έρμαια των φιλοδοξιών και των ακραία συντηρητικών πεποιθήσεών τους, δέσμιοι των κρατικών πρακτικών του κυνηγιού ανθρώπων, δεν προσπαθούν να ανακαλύψουν την αλήθεια γύρω από την υπόθεση, αλλά να δώσουν το αρμόζον φινάλε σε αυτή. Όσο για τις δύο όψεις της ιστορίας του Ρουσώ: ο καταξιωμένος δικαστής ζει με τη μητέρα του, με την οποία εκτός από αρρωστημένη σχέση έχει και επαγγελματική, ενώ η ερωτική του ζωή μένει κρυφή και είναι ως επί το πλείστον βίαιη και λυπηρή.
Ο Ταβερνιέ αφηγείται κλασικά, η αίσθηση όμως που αφήνουν οι χειρισμοί του είναι αυτή ενός σπουδαίου τεχνίτη. Δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει, μάλιστα χρησιμοποιεί τεχνικές όπως η σεκανς μοντάζ, λιγοστά αποτελεσματική συνήθως, που όμως εδώ περιγράφει επαρκώς το πέρασμα του χρόνου και τη διαδοχή των καταστάσεων. Σε πολλές περιπτώσεις η κάμερα κινείται από και προς το θέμα, θυμίζοντας Ρομέρ, και διευρύνοντας το αισθητικό πλαίσιο της ταινίας. Επιπλέον, η αλλαγή κέντρου βάρους του κάδρου με μικρές διορθώσεις της κάμερας, τονίζει και προσθέτει ενδιαφέρον στη δραματουργία, παραπέμποντας στον μεγάλο Γιασουχίρο Όζου.

Ο Μπουβιέ χρησιμοποιεί μια ρητορική της αναρχίας με πλήρη επάρκεια των λογικών εφοδίων. Η τόλμη του δεν αναιρεί το γεγονός της αφέλειάς του ή – ποιος ξέρει – της τρέλας του. Όσα λέει είναι απολύτως λογικά και το παράδοξο είναι ότι ο αντιδραστικός Ρουσώ πασχίζει να αποδείξει ότι έχει σώας τας φρένας με σκοπό την παράδοσή του στην γκιλοτίνα. Έτσι είναι οι αστοί, είναι σαν να λέει ο Ταβερνιέ: η ζωή τους χαρακτηρίζεται από μια εγγενή νοσηρότητα και ένοχες συμπαιγνίες, μια συγκαλυμμένη ψύχωση που ικανοποιείται πρόσκαιρα με λίγη δόξα και πολλά χρήματα ή το αντίστροφο. Η ταινία είναι καλή διότι διαθέτει καθαρά στοιχεία, διαυγείς προθέσεις και τεχνικές και αποτελεί μια άψογη φιλμική απόδοση ενός σφριγηλού σεναρίου με υποδόριο χιούμορ και σπιρτόζα κάμερα, ενώ τελειώνει και με μια υπέροχη σκηνή με το τραγούδι της νεαρής Ιζαμπέλ Ιπέρ.
Κλείνοντας, ακόμα μία ιδιαίτερη αναφορά στον τίτλο της ταινίας, ώστε να αντιληφθούμε ότι οι σπουδαίοι δημιουργοί δεν θεωρούν τον τίτλο μια αγγαρεία, ένα αναγκαίο κακό με το οποίο πρόχειρα καταπιάνονται. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, ο τίτλος είναι ειρωνικός και φυσικά προσδιορίζει και τους δύο πρωταγωνιστές: ο μεν είναι φονιάς και στη συνέχεια με τα πύρινα λόγια του μιλάει ως δικαστής – «Καλύτερα να είσαι αντεροβγάλτης, παρά να δημιουργείς αντεροβγάλτες» είναι η αιχμηρή απάντησή του σε δημοσιογράφους που διψούν να τον διασύρουν – ο δε είναι δικαστής, όμως με το παιχνίδι που έπαιξε στον Μπουβιέ – «Είναι ένα άγριο ζώο που του έστησα παγίδα», είναι το λόγια του Ρουσώ – έχει τη μερίδα του λέοντος της ευθύνης της δολοφονίας του.
Ανδρέας Άννινος