Σκηνοθεσία: Agnès Varda
Σενάριο: Agnès Varda
Παίζουν: Silvia Monfort, Philippe Noiret
Παραγωγή: Γαλλία, 1955
Διάρκεια: 1 ώρα 20 λεπτά
«Η ώριμη αγάπη… δεν είναι τόσο εύθραυστη.. Μοιάζει με τη μητρική, τίποτα δεν μπορεί να την καταστρέψει.»
Στο λαμπρό καλοκαιρινό φως εκτυλίσσεται η ιστορία του Pointe Courte της Ανιές Βαρντά. Ένας άνδρας επιστρέφει για διακοπές στα μέρη που μεγάλωσε, ενώ η σύντροφός του τον ακολουθεί λίγες μέρες αργότερα. Οι συναντήσεις τους και οι γεμάτες ενδιαφέρον συνομιλίες τους συμβαίνουν παράλληλα με τα μικρά και μεγάλα γεγονότα του χωριού, ένα ψαροχώρι (και νυν τουριστικό θέρετρο) κοντά στο Μονπελιέ.
Η σκηνοθετική προσέγγιση μόνο ως τολμηρή μπορεί να χαρακτηριστεί, με ανορθόδοξες γωνίες λήψης, πλάνα όχι ακριβώς οικεία στο μάτι του θεατή, όμως με τόσο ενδιαφέρον, αφού τονίζουν την – ουσιαστικά – βουβή σύγκρουση του ζευγαριού. Η ταινία από το ξεκίνημά της χωρίζεται σε δύο θεματικούς άξονες: από τη μια πλευρά υπάρχει η προσμονή εκείνου (Philippe Noiret) για την άφιξη εκείνης (Silvia Monfort), καθώς και οι συναντήσεις τους και από την άλλη πλευρά η ζωή των κατοίκων του Pointe Courte, άλλοτε ηθογραφικά δοσμένη και άλλοτε εντρυφώντας στις δυσκολίες των ανθρώπων που βγάζουν το ψωμί τους ή προσπαθούν να μεγαλώσουν παιδιά μέσα σε παράγκες με τα ελάχιστα. Φυσικά, η Βαρντά δεν καταφεύγει σε μελοδραματισμούς, όσο υπάρχει πένθος, υπάρχει και γλέντι, υπάρχει και ζωή. Και από την άλλη πλευρά, όσο υπάρχει έρωτας, υπάρχει και πόνος, υπάρχει και θάνατος.
Οι περίπλοκες διαλεκτικές σχέσεις εντάσσονται σε μια ενδελεχή περιγραφή του χωριού και του τρόπου ζωής των ανθρώπων εκεί. Με κάθε λεπτομέρεια, δεν υπάρχει γωνία, εξάρτημα, εργαλείο για ψάρεμα, στο οποίο να μην έχει επιμείνει η Βαρντά. Από τους τίτλους αρχής, οι ρόζοι πάνω στα ξύλα που χρησιμεύουν ως background, αντηχούν σε όλη την ταινία, μέσα από πλάνα σε σαπισμένες βάρκες, ετοιμόρροπες παράγκες, και μαζί με τα δίχτυα και το υγρό στοιχείο ενισχύουν το ντοκιμαντερίστικο ύφος, σαν η Βαρντά να επιδιώκει μια γνωριμία με το μέρος περισσότερο, παρά τη μυθοπλασία αυτή καθ’ αυτή. Τη στιγμή, λοιπόν, που το Pointe Courte γίνεται πολιτικό, η Βαρντά μπορεί να αισθητικοποιήσει ακόμα και το άπλωμα των ρούχων, μια καθημερινή ρουτινιάρικη εργασία, μέσα από τον ήχο του αέρα και το σφιχτό κάδρο. Μήπως δεν είναι αυτό ένα μήνυμα που περνάει σ’ εκείνη, που την κάνει να αναθεωρήσει την αυστηρή της στάση, όταν πηγαίνει να τον συναντήσει; «Ήρθα να σου πω ότι πρέπει να χωρίσουμε», κι όμως όταν βλέπει την πραγματική ζωή, αυτή που ως προαπαιτούμενο έχει τον μικρό χώρο που διαστέλλει τον χρόνο, μέσα σε ένα εκτυφλωτικό καλοκαιρινό φως, αναθεωρεί ή μάλλον στοχάζεται. Πολιτική και έρωτας μαζί.
Και τι στοχασμός είναι αυτός! Οι σεκάνς της συνάντησης του ζευγαριού στο παραθαλάσσιο Pointe Courte, μέσα σε βάρκες, δίπλα στη θάλασσα, ανάμεσα σε δίχτυα και βράχια, αποτελούν δείγμα σκηνοθετικής νέας ματιάς, μοναδικής κινηματογραφικής σκέψης (ούτως ή αλλως το Pointe Courte συχνά αναφέρεται ως η αρχή της Nouvelle Vague). Σε μία από αυτές τις σεκάνς υπάρχει η εξής ακολουθία πλάνων: κοντρ-πλονζέ, κοντρ-λιμιέρ (χαμηλή γωνία λήψης, κόντρα στον ήλιο) ενώ έχει προηγηθεί ένα απροσδόκητο πλονζέ (ψηλή γωνία λήψης) με ελαφριά κίνηση της κάμερας που καδράρει λοξά το ζευγάρι. Και πάλι πλονζέ με το επόμενο πλάνο να είναι ένα πολύ γενικό από ψηλά. Σε συνδυασμό με τον διάλογο, ο οποίος είναι βαθύτατα ψυχολογικός, ψυχαναλυτικός ίσως, πρόκειται για άχρονες σεκάνς, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν οικουμενικές, καθώς εδώ χάνεται η όποια εμπλοκή με χαρακτήρες και θέμα, και υπάρχει φόρμα και στοχασμός.
Το θέμα που επιστρέφει συνεχώς μέσα στην ταινία με μια γοητευτική και λεπτή απλότητα είναι το δίπολο, ζωή-θάνατος. Ακόμα και η αγάπη του ζευγαριού έρχεται στο προσκήνιο με ένα νοσταλγικό φως, μια αίσθηση απώλειας κυριαρχεί – «Χάσαμε τη νιότη της αγάπης μας» (!) – και μια πικρή αγωνία μπροστά στην πιθανότητα του χωρισμού. Το παιδί που χάνεται, τα νεκρά ψάρια, οι ηλικιωμένοι και από την άλλη πλευρά η ζωτικότητα των μονομαχιών πάνω σε βάρκες, οι διεκδικήσεις των ψαράδων, ο έρωτας.
Ανδρέας Άννινος