“Καμία καλή ταινία δεν είναι πολύ μεγάλη και καμία κακή ταινία δεν είναι αρκετά μικρή.”
Roger Ebert
Σκηνοθεσία: Γιώργος Λάνθιμος
Σενάριο: Γιώργος Λάνθιμος, Ευθύμης Φιλίππου
Παίζουν: Έμα Στόουν, Γούιλεμ Νταφό, Τζέσι Πλέμονς, Χάντερ Σάφερ
Παραγωγή: Ην. Βασίλειο, Ιρλανδία, ΗΠΑ, Ελλάδα – 2024
Διάρκεια: 2 ώρες 44 λεπτά
“Καμία καλή ταινία δεν είναι πολύ μεγάλη και καμία κακή ταινία δεν είναι αρκετά μικρή.”
Roger Ebert
Έλειψε, άραγε, σε κανέναν το Greek Weird Wave, το ρεύμα που ναι μεν προσέλκυσε το διεθνές ενδιαφέρον και απάντησε στις ανάγκες της εποχής για έναν διαφορετικό κινηματογράφο από τον άνοστο εμπορικό και τον ανέμπνευστο φεστιβαλικό που κυριαρχούσε για αρκετά χρόνια, αλλά προκάλεσε και αρκετά ερωτήματα σχετικά με την εν γένει αξία του; Η απάντηση είναι μάλλον αρνητική αν και ο Γιώργος Λάνθιμος επιχειρεί μια νέα βουτιά στην weird άβυσσο με το Kinds of Kindness, μια σπονδυλωτή ταινία περί ανέμων και υδάτων, που ψάχνει τη θέση της στο έργο του. Είναι σχεδόν σίγουρο ότι μετά από χρόνια, όσοι καταπιαστούν με αυτό, θα την αναφέρουν ως εκείνη την ταινία που έκανε κοντά-κοντά με το Poor Things.
Δεν ψάχνει κανείς για weird ορθοδοξίες εδώ, δεν είναι δηλαδή το εξεταζόμενο θέμα αν η ιστορία εκτυλίσσεται σε έναν περίκλειστο χώρο ελλείψει χρηματοδότησης ή αν η γλώσσα ή/και κάποιες έννοιες αμφισβητούνται στη ρίζα τους. Τίποτα από αυτά δεν συμβαίνει στο Kinds of Kindness και αυτό είναι ένα από τα προβλήματα της ταινίας. Για την ακρίβεια δεν συμβαίνει απολύτως τίποτα, όπως εύκολα μπορούμε να σκεφτούμε ότι συμβαίνουν και τα πάντα. Σεναριακά, έχουμε έναν ανοικτό ονειρικό κόσμο, στον οποίο όλες οι πιθανότητες είναι εκεί για να πραγματοποιηθούν, με συνδετικό κρίκο, όχι φυσικά έναν κύριο Γιώργο Στεφανάκο, παλιό γνωστό των σεναριογράφων, που τίποτα οργανικό δεν προσφέρει ο ρόλος του ως κύριος R.M.F., και που ξέμεινε απ’ ό,τι φαίνεται από το καστ του Poor Things, αλλά την απώλεια και τη διαχείρισή της. Και στις τρεις ιστορίες οι ήρωες βρίσκονται να χάνουν κάτι και ο Λάνθιμος αφηγείται τις ενέργειές τους μετά από την παραδοχή της απώλειάς τους.
Αν μπορούμε να εξετάσουμε χωριστά τις τρεις ιστορίες, με σιγουριά μπορούμε να πούμε ότι η πρώτη είναι εκείνη για την οποία μπορούν να ειπωθούν πράγματα. Εδώ, και σεναριακά ανιχνεύονται αρετές, καθώς ο Λάνθιμος μεταφέρει εύστροφα το κόνσεπτ ενός ευεργέτη, όχι κατ’ επάγγελμα σκηνοθέτη, ο οποίος όμως θέλει με αυστηρότητα να σκηνοθετεί την πραγματική ζωή των ευνοούμενών του. Και από την άλλη ο ευνοούμενος, που επαναστατεί για να συνειδητοποιήσει ότι η ελευθερία δεν είναι απλό πράγμα (ενδιαφέρουσα σκηνή εκείνη στην οποία δυσκολεύεται να αποφασίσει ακόμα και για το ποτό που θα πιει). Θίγοντας τις έννοιες της πραγματικότητας, του αληθινού αλλά και της τέχνης του κινηματογράφου, ο Λάνθιμος καταφέρνει να δώσει μια ενδιαφέρουσα ιστορία, η οποία όμως – όπως και οι άλλες δυο – είναι αδιέξοδη. Σε επίπεδο σκηνοθετικής προσέγγισης, οι αναντίστοιχες γωνίες λήψης, έτσι ώστε να νιώθουμε εγγύτερα στον ήρωα και μακρύτερα από τον τυραννικό σκηνοθέτη, πετυχαίνουν τον στόχο τους, τα μεγέθη των πλάνων διαθέτουν weird ευελιξία σε βαθμό να καταλήγουν σε κομμένα μέλη, ο άξονας παραβιάζεται πολλάκις και εν γένει το μέρος αυτό έχει σκηνοθετικό χαρακτήρα.
Αυτό που απορρίπτει ο Λάνθιμος με το Kinds of Kindness είναι μια πρόοδος στο έργο του. Επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα, πώς θα ήταν το Greek Weird Wave σήμερα και πέφτει στην παγίδα που ο ίδιος έστησε. Το ρεύμα αυτό που τα θεμέλιά του ήταν η φρεσκάδα και η νεανική ματιά του, κατέληξε να γίνει ένα παστίτσιο με στοιχεία από το ίδιο, τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ, τον Ντέιβιντ Λιντς, μια καλογυαλισμένη παραγωγή και ηθοποιούς όπως η Έμα Στόουν και ο Γούιλεμ Νταφό να δίνουν τον χειρότερό τους εαυτό.
Ανδρέας Άννινος