Μια κλειστοφοβική σκηνή, που δημιουργεί το αίσθημα της ασφυξίας στο θεατή, εκτυλίσσεται στο Kill Bill, Vol 2 (2004) του Κουέντιν Ταραντίνο. Η Νύφη (Ούμα Θέρμαν), που αναζητά την εκδίκηση, θάβεται ζωντανή από τον εκφυλισμένο αδερφό του Μπιλ, Μπαντ (Μάικλ Μάντσεν).
Πληγωμένη από σκάγια στο στήθος, και υπό την επήρεια ηρεμιστικών, η Νύφη δένεται από τους καρπούς και τα πόδια της, και τοποθετείται σε ένα φέρετρο. Στη συνέχεια το ξύλινο κάλυμμα καρφώνεται και ο Ταραντίνο επιλέγει ένα πλάνο λεπτομέρειας στα καρφιά. Μετά το σφράγισμα του φέρετρου, μας δίνεται το υποκειμενικό πλάνο της Νύφης, στο απόλυτο σκοτάδι. Το φέρετρο σέρνεται και ρίχνεται σε ένα βαθύ τάφο και ενώ ακούμε τις αγωνιώδεις ανάσες της Ούμα Θέρμαν, ο ήχος από το χώμα που ρίχνει ο Μπαντ ενισχύει το αίσθημα της απόγνωσης.
Το μουσικό θέμα του Ένιο Μορικόνε, L’ Arena, από τo σπαγγέτι γουέστερν, Il Mercenario, συνοδεύει από εκεί και πέρα την προσπάθεια της Νύφης να δραπετεύσει, κάτι που στο θεατή φαντάζει αδύνατο. Παρ’όλα αυτά, λόγω της εκπαίδευσής της από τον Μάστερ πολεμικών τεχνών, Πάι Μέι, η Νύφη αφού καταφέρει να λυθεί και να ανάψει τον φακό που έχει μαζί της, χτυπά ρυθμικά με τη μπουνιά της το ξύλο, προκαλώντας ένα άνοιγμα και στη συνέχεια, σαν σκαθάρι, σέρνεται προς την επιφάνεια της γης, όπου παίρνει βαθιά ανάσα.
Η λεπτομερής σάρωση του ξύλινου κουτιού, στο οποίο τοποθετείται η Νύφη, οι σπασπωδικές, αγωνιώδεις κινήσεις της για να ελευθερωθεί, οι σταδιακές, μικρές νίκες που πετυχαίνει υπό την επική μουσική του Μορικόνε, είναι στοιχεία που προκαλούν τη συμμετοχή μας στις προσπάθειες της ηρωίδας. Παράλληλα, οι εναλλαγές φωτός – σκοταδιού ενισχύουν την νατουραλιστική απόδοση της σκηνής, ενώ αναδεικνύουν το βαθμό δυσκολίας του εγχειρήματος. Στο τέλος, και καθώς το χέρι της Ούμα Θέρμαν ξεπροβάλλει από το χώμα, η σκηνή αποκτά τον χαρακτήρα ταινίας με ζόμπι. Μέσα σε μία σκηνή, λοιπόν, ο Ταραντίνο με πληθώρα αναφορών, τόσο στον κορμό της ίδιας ταινίας, όσο και σε άλλες ετερογενείς ταινίες, χτίζει μια αιθητικά πλασιωμένη κορύφωση.