Ελληνικός τίτλος «Θα προχωρήσω σαν τρελό άλογο»
Σκηνοθεσία: Φερνάντο Αραμπάλ
Σενάριο: Φερνάντο Αραμπάλ
Παίζουν: George Shannon, Hachemi Marzouk, Emmanuelle Riva
Παραγωγή: Γαλλία – 1973
Διάρκεια: 1 ώρα 40 λεπτά
« – Τι κάνεις το πρωί συνήθως;
– Ήμουν στ’ αλήθεια χαρούμενος. Ο κόσμος μου έχει πολλά πράγματα που κάνουν τη ζωή έναν παράδεισο. Την τηλεόραση για παράδειγμα.
– Τι είναι αυτό;
– Η τηλεόραση είναι μια τυφλή γυναίκα που διδάσκει φιλοσοφία και θωπεύει τις πιο ρυπαρές πτυχές των μυαλών μας.»
Η κυρία Ρέι (Emmanuelle Riva) πεθαίνει αναπάντεχα. Λείπουν τα κοσμήματά της και ο γιός της Αντέν Ρέι (George Shannon) έχει εξαφανιστεί. Εκείνος δεν πήγε ποτέ σχολείο, τον εκπαίδευσε η μητέρα του. Μια δεσποτική και επικριτική μητέρα με έντονη ερωτική ζωή. Εκρηκτική η πρώτη ύλη του Αντέν, που συνιστά τελικά μια συντριπτική προσωπικότητα, η οποία ταράσσεται από κρίσεις επιληψίας, οιδιπόδειους εφιάλτες, πάθος και αυτοκαταστροφική μανία. Καθώς τρέχει μακριά ούτε αυτός ξέρει από τι, συναντά μια έρημο. Εκεί, συναντά τον ερημίτη Μαρβέλ (τον υποδύεται ο απίθανος τυνήσιος εικαστικός καλλιτέχνης, Χασέμι Μαρζούκ), ο οποίος μιλά με τις κατσίκες και τα βουνά, παίζει με τα έντομα και υποδέχεται τον Αντέν κερνώντας τον κεφτέδες από κιμά αλευριού και ακαθαρσίες γίδας, τυλιγμένους σε ροδοπέταλα.
Σπασμοί του μυαλού τού Φερνάντο Αραμπάλ, μιας υπερπληθωρικής φυσιογνωμίας είναι η ταινία αυτή. Θεατρικός συγγραφέας, μυθιστοριογράφος, σκηνοθέτης και ποιητής συνθέτει μια σουρεαλιστική, γκροτέσκα και πνιγμένη στα σύμβολα ταινία. Φέρνει στον νου έναν κριτικά πιο υπεύθυνο Αλεχάντρο Γιοντορόφσκι, αφού στην ταινία υπάρχουν μεγάλα αποσπάσματα κοινωνιολογικού και πολιτικού προβληματισμού. Δύσκολα θα συναντήσεις ευφυέστερες σεκάνς και με τέτοιο σημαίνον μοντάζ, όσο αυτή κατά την οποία ο Αντέν, ο Μαρβέλ και η κατσίκα Τερέζα (!) φτάνουν από την έρημο στη «ζούγκλα» της μεγαλούπολης. Ο Αραμπάλ μοντάρει εικόνες βιομηχανικού τοπίου, εικόνες αυτοκινητοδρόμων, αεροπλάνων, φορτηγών, ενός σκελετού στην κρεμάλα, και στην ηχητική μπάντα τοποθετεί τη τραγούδι του Γερμανού στρατιώτη, γνωστό και ως «Erika». Αυτό το εμβατήριο, το πιο γνωστό από αυτά που συνδέονται με τους ναζί, μιλά για ένα λουλουδάκι (το γνωστό ρείκι) που το τριγυρίζουν εκατό χιλιάδες μέλισσες, ενώ Erika ονομάζεται και η αγαπημένη του στρατιώτη. Εν πάση περιπτώσει, χρησιμοποιώντας τον συμβολισμό του εμβατηρίου, απλοϊκό εξάλλου αφού απευθύνεται σε στρατιώτες, σε ανθρώπους δηλαδή που έχουν βάλει το μυαλό τους σε παύση, ο Αραμπάλ κόβει σε ένα μεγάλο πλήθος και μετά σε κάποιον κομματικό ο οποίος κηρύττει παθιασμένα:
«Γνωρίζοντας το καθήκον σας, περήφανοι για τους ηγέτες σας, αυτούς τους λίγους ευσυνείδητους, καλοοργανωμένους τεχνοκράτες που αποφασίζουν για εσάς συρρέετε απόψε εδώ για να επικροτήσετε τους ανθρώπους που ετοιμάζουν τον επίγειο παράδεισο για εσάς. Αυτοί οι άνθρωποι σας ζητούν σήμερα να έχετε επίγνωση. Από αύριο το βοδινό θα είναι πλούσιο σε πρωτεΐνες που είναι αναγκαίες για να ανδρωθούν οι γιοί σας. Από αύριο οι υπολογιστές θα βοηθούν τις νοικοκυρές να διαλέγουν τη διατροφή που θα κάνει τους γιούς σας άξιους απογόνους της φυλής σας. Από αύριο η έγχρωμη τηλεόραση θα υπάρχει σε κάθε σπιτικό. Η ευρέως διαδεδομένη, κρατικά ελεγχόμενη τηλεόραση θα παρέχει σε όλους τις απαραίτητες οδηγίες για να γίνετε καλοί πολίτες. Αύριο, τα οικολογικά βακτηριολογικά όπλα θα εξασφαλίζουν την αιώνια ειρήνη και θα εξαλείψουν διά παντός τους άθλιους ιδεαλιστές που επαινούν την ατομικότητα».
Ο Μαρβέλ ακούει απελπισμένος τον ινστρούχτορα να λέει όσα λέει, και αργότερα το κοινό να ξεσπά σε χειροκροτήματα. Οι φαλλικές εικόνες επανέρχονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα και η μητέρα τού Αντέν είναι στους εφιάλτες του ένοχη. Τα συμπλέγματα, την ανοίκεια εικονοποιία, τα ωμά πλάνα φυσικής ανθρώπινης δραστηριότητας, την παρενδυσία, όλα τα προαναφερθέντα τα συνοδεύει η ηχητική έμμονη ιδέα του καλπασμού. Ο ερημίτης Μαρβέλ γίνεται θέαμα στο τσίρκο, και ο Αντέν πραγματοποιεί ένα έγκλημα, για τα οποία είναι πραγματικά ένοχος: τη μητέρα του δεν την σκότωσε, ήταν όμως διατεθειμένος. Ο μισογυνισμός του τον κατέστρεψε.
Ο Αραμπάλ βάλλει ανελέητα κατά πάντων. Η ταινία του έχει των χαρακτήρα θραυσμάτων – εντυπώσεων από τη μοντέρνα κοινωνία, έτσι όπως διαμορφώθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με έντονα σουρεαλιστικά υφολογικά στοιχεία και σε πολλές περιπτώσεις με αξιοσημείωτη καθαρότητα στον σχολιασμό της: τα σαΐνια της αστυνομίας με επικεφαλής τον Επιθεωρητή Φαλκόν, τον αναζητούν παντού με τεντωμένες τις κεραίες τους (κυριολεκτικά!) κι εκείνος περιφέρεται στο κέντρο χωρίς να ανησυχεί. Όταν πια τελειώσει η περιπέτειά του, αυτό γίνεται διότι εκείνος το θέλησε. Όσον αφορά την αλλεργία που προκαλείται σε πολλούς από τη ριζοσπαστική ματιά σκηνοθετών όπως ο Αραμπάλ, η απάντηση έχει δοθεί από κάποιον πολύ σπουδαίο: «Όσοι λένε πως η Τέχνη δεν πρέπει να εκφράζει θεωρίες, εννοούν κατά κανόνα θεωρίες αντίθετες από τις δικές τους».
Ανδρέας Άννινος