Σκηνοθεσία: Πολ Τόμας Άντερσον

Σενάριο: Πολ Τόμας Άντερσον – Βασισμένο στο μυθιστόρημα του Τόμας Πίντσον

Παίζουν: Χοακίν Φοίνιξ, Τζος Μπρόλιν, Μπενίσιο Ντελ Τόρο, Ρις Γουίδερσπουν, Κάθριν Γουότερστοουν

Παραγωγή: ΗΠΑ – 2014

Διάρκεια:  2 ώρες 28 λεπτά

O Λάρι Σπορτέλλο (Χοακίν Φοίνιξ) αποκαλούμενος και «Γιατρός», επιχειρεί να εξιχνιάσει την εξαφάνιση της πρώην φίλης του, μέσα σε ένα όργιο ναρκωτικών, στο Λος Άντζελες του 1970. Εταιρείες με ύποπτο τρόπο λειτουργίας, πλοία που αιωρούνται ανάμεσα στο μύθο και την πραγματικότητα, ερωτισμός και «αναγεννησιακοί» μπάτσοι τον σιγοντάρουν σε αυτή την κλήση στην περιπέτεια.

Η κλήση πραγματοποιείται από την πρώην φιλη του, Σάστα Φέη Χέπγουορθ, στην πρώτη σεκάνς της ταινίας, μια ονειρική αλληλουχία πλάνων, επηρεασμένη σφόδρα από την χρήση ή, καλύτερα, την κατάχρηση ναρκωτικών ουσιών που εκείνη την εποχή ήταν μόδα. Πολλοί από τους εμπλεκόμενους στην παράξενη ιστορία της Σάστα εξαφανίζονται μυστηριωδώς. Ο Σπορτέλλο γίνεται ο πανδέκτης αυτών των εξελίξεων, όμως μιας και έχει απεμπολήσει δια παντός τη νηφαλιότητά του, καταλήγει να άγεται και να φέρεται σε μια υπόθεση που περισσότερο λύνεται μόνη της, παρά με τη συμβολή του. Και αν γίνει αποδεκτό ότι υπάρχει δική του συμβολή, σίγουρα έχει να κάνει με το ένστικτό της αυτοσυντήρησης και όχι με την ικανότητα του να διαλευκάνει την οποιαδήποτε υπόθεση.

Ο Πολ Τόμας Άντερσον είναι ένας σκηνοθέτης παραγνωρισμένος. Μέσα στη δίνη του Χόλλυγουντ, παλεύει να αρθρώσει λόγο και στις περισσότερες ταινίες του το καταφέρνει. Δεν είναι όλη του η φιλμογραφία εξίσου αξιόλογη, όμως έχει σαφείς προθέσεις σε σχέση με το κινηματογραφικό μέσο. Ο διάλογος δίνει τον τόνο σε όλες του τις ταινίες, τις περισσότερες φορές επιτυχημένα. Εντούτοις, το σήμα κατατεθέν του, το σημείο στο οποίο υπερέχει σε σχέση με οποιοδήποτε δημιουργό που προέρχεται από τον mainstream κινηματογράφο, είναι το πλάσιμο των χαρακτήρων του. Όχι μόνο των πρωταγωνιστών του, αλλά θα μπορούσαμε να πούμε ακόμα και των κομπάρσων.

Στο Inherent Vice στηρίζεται στον καλύτερο ηθοποιό των τελευταίων ετών, τον αδιανόητα ταλαντούχο Χοακίν Φοίνιξ, του οποίου, όμως, ο χαρακτήρας είναι βαθιά μελετημένος (εξάλλου, η μισή δουλειά είναι του Τόμας Πίντσον, του συγγραφέα του μυθιστορήματος Inherent Vice), έχει αναλυθεί σε ακραίο βαθμό, ενώ και οι τοποθεσίες στις οποίες δρα, αβαντάρουν την ιστορία που θέλει να διηγηθεί ο Άντερσον. Ο σαρκασμός μέσα από τους έξυπνους διαλόγους περνάει την παρανοϊκή όψη της ταινίας, με το voice over, προσεγμένο και λιτό, να δημιουργεί μια αόριστη έλξη στο θεατή. Σε πολλά σημεία, ο Άντερσον είναι σαν να παίζει με το μυαλό των χαρακτήρων αλλά και του κοινού.

Οι εικόνες σμιλεύονται ενεργητικά και είναι γεγονός πως σε όλες τις ταινίες του Πολ Τόμας Άντερσον, γίνεται αντιληπτό ότι στην καρέκλα του σκηνοθέτη κάθεται ένας ιδιαιτέρως εργατικός σκηνοθέτης, που προσέχει κάθε πλάνο του, κάθε καρέ του πλάνου του, μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Εναλλάσσει μακρινά και κοντινά πλάνα με τη μεγαλύτερη δεξιοτεχνία, φωτισμένα επιμελώς από τον μόνιμο συνεργάτη του Ρόμπερτ Έλσγουιτ, ρισκάροντας με τις γωνίες λήψης του, που ομολογουμένως είναι τόσο εξεζητημένες που πολλές φορές οδηγούν σε οριακά ρακόρ.

Ο Άντερσον καταφέρνει να παρασύρει το θεατή στο σύμπαν του, στο οποίο ο αφηγηματικός κινηματογράφος εμπλέκεται με τα πλαν σεκάνς, τα φοντί ανσενέ και τις διπλοτυπίες. Το αποτέλεσμα είναι γοητευτικό, όχι όμως συγκλονιστικό. Τουλάχιστον όχι στην προκείμενη περίπτωση, αφού το magnus opus του, There will be Blood βρίθει αρετών. Και μόνο αρετών.

Ανδρέας Άννινος

Leave a comment