Σκηνοθεσία: Έρικ Ρομέρ
Πρωταγωνιστούν: Πάτρικ Μποσό, Ντάνιελ Προμερέλ, Χαϊντέ Πολιτώφ
Παραγωγή: Γαλλική
Προέλευση: Γαλλία, 1967
Διάρκεια: 89΄
Ένας νεαρός γκαλερίστας ο Αντριέν (Πάτρικ Μποσό) εκμεταλλεύεται το ταξίδι της αρραβωνιαστικιάς του στο Λονδίνο και μένει μόνος ζητώντας να πάει διακοπές σε μία απομονωμένη βίλα που του δανείζει ο φίλος του Ροντόλφ δίπλα στην θάλασσα στο θέρετρο του Σαιν-Τροπέ. Εκεί, έχει καλέσει για συντροφιά τον παλιό του φίλο ζωγράφο τον Ντανιέλ (Ντάνιελ Προμερέ). Στο σπίτι τούς περιμένει μία απρόσμενη εξέλιξη, καθώς ο ιδιοκτήτης της βίλας έχει επιτρέψει να μείνει για κάποιο χρονικό διάστημα μία νεαρή ιδιαίτερα όμορφη κοπέλα, η Χαϊντέ (Χαϊντέ Πολιτώφ). Ο Αντριέν κουρασμένος από το μονοπάτι του βίου που έχει επιλέξει να βαδίζει και έχοντας να κάνει διακοπές δέκα χρόνια βλέπει αυτή την ερημική βίλα ως μία εξαιρετική ευκαιρία.
Ονειρεύεται να κολυμπάει καθημερινά στην κοντινή παραλία, να ξεκουράσει το κορμί, το μυαλό του από οποιαδήποτε σκέψη και να αγκαλιάσει τη θερινή ανεμελιά που τόσο του έχει λείψει όλο αυτό το διάστημα έχοντας ως συνομιλητή τον Ντανιέλ. Ως συμπληρωματικό στόχο έχει θέσει να έρθει σε επαφή μ’ έναν συλλέκτη έργων τέχνης που παραθερίζει στο ίδιο μέρος, ώστε να τον βοηθήσει στην χρηματοδότηση που ψάχνει για την γκαλερί του.
Όλα αυτά θα αποδειχθούν φρούδες ελπίδες, καθώς η νεαρή γυναίκα μπλέκεται σαν αναρριχητικό φυτό στο μυαλό τους με ταχύτατους ρυθμούς και θα αποτελέσει το «μήλον της Έριδος», που θα τους παρασύρει σε μία κόντρα που μόνο αυτοί δεν έχουν επιλέξει. Η Χαϊντέ και η γοητεία της είναι τόσο ακαταμάχητη που μαζί με το απελευθερωτικό πνεύμα που διαθέτει – αφού αλλάζει συνεχώς ερωτικούς συντρόφους κάνοντας μία αλλόκοτη «αντρική συλλογή» – προσπαθεί να παρασύρει τον – σοβαρότερο στο τρόπο που βλέπει το ερωτικό κομμάτι – Αντριέν. Η κοπέλα εμφανώς δεν ξέρει τι αναζητά και τα θαλασσώνει μονίμως στις διαπροσωπικές της σχέσεις, ψάχνοντας κατά βάθος ένα ερωτικό καταφύγιο. Λειτουργώντας ως θηλυκός διάβολος, βάζει σε πονηρές σκέψεις τον – τελικά σοβαροφανή – Αντριέν. Υποκύπτει και ερεθίζεται εγκεφαλικά, έστω και προσωρινά, μέσα στη παραζάλη του καλοκαιριού, της εποχής που ταυτίζεται με τις σύντομες ερωτικές περιπέτειες.
Η ταινία αποτελεί την τρίτη από την σειρά των έξι ταινιών «Έξι Μύθοι περί Ηθικής» και είναι η πρώτη έγχρωμη ταινία του γάλλου σκηνοθέτη Ερίκ Ρομέρ. Αποτελεί έναν ιμπρεσιονιστικό πίνακα της Νουβέλ Βαγκ που σε πνίγει από τα χρώματα του φυσικού περιβάλλοντος, τις υπέροχες εικόνες που χαρίζει μέσω της θάλασσας και της προσπάθειας που κάνει να απεικονίσει ίσως την κορυφαία από τις τέσσερις εποχές του χρόνου, το καλοκαίρι. Το αγαπά ιδιαίτερα και το προσεγγίζει αρμονικά από όλες τις πλευρές του, ίσως όσο κανείς άλλος. Προσπαθεί να το αποδώσει στο θεατή, όχι μόνο από τα γεμάτα χρώματα και την ομορφιά του γυναικείου νέου σώματος, αλλά και μέσα από το φυσικό ήχο, τον οποίο διαχειρίζεται ιδανικά σε πολλά σημεία, αφήνοντας τα τιτιβίσματα χελιδονιών μαζί με το σύνηθες ατέρμονο ηχητικό μοτίβο που στήνουν εν χορώ τα τζιτζίκια, να χτίσουν ένα φυσικό σάουντρακ.
Ο Ε. Ρομέρ δεν θα αφήσει στιγμή να μην θες να νιώσεις και να σκεφτείς ως ένας από τους ήρωες της ταινίας, μέσα από τους υπέροχους και σε κάποια σημεία υπέρμετρα φιλοσοφικούς διαλόγους του. Προσπαθώντας έτσι να λύσει το μυστήριο που επηρεάζει τους ανθρώπους όταν κάτι αρχίζει να τους ελκύει, αθροίζοντας τον τρόπο που αντιδρούν μέσα από τα κρυμμένα θέλω τους. Ο Ο. Ελύτης είχε πει ότι το καλοκαίρι είναι «η εποχή που στήνονται τα όνειρα». Όνειρα που ο σκηνοθέτης αφήνει, έστω και για λίγες μέρες να γίνουν πραγματικότητα, ανάμεσα στο μπλε της θάλασσας και του ουρανού, υπό την ενσυνείδητη μέθη από τον έρωτα και την καλοκαιρινή ραστώνη.
Λεωνίδας Ρηγόπουλος